Δύο προτάσεις νόμου, οι οποίες τροποποιούν το νόμο περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία και αφορούν ειδικότερα τους επιτυχόντες στις κυβερνητικές εξετάσεις για διεκδίκηση θέσεων στη δημόσια υπηρεσία, συζήτησε την Τετάρτη η Κοινοβουλευτική Επιτροπή Θεσμών.
Κατά τη συνεδρία της Επιτροπής, η συζήτηση επικεντρώθηκε ιδιαίτερα στο δικαίωμα που δίδεται σε επιτυχόντες στις κυβερνητικές εξετάσεις, οι οποίοι καταγράφονται σε κατάλογο επιτυχόντων ο οποίος έχει διάρκεια ενός έτους, να διεκδικούν το επόμενο έτος αρκετές θέσεις στη δημόσια υπηρεσία οι οποίες καλύπτουν τα προσόντα που κατέχουν. Επίσης, υπήρξε και εισήγηση για διαγραφή από το κατάλογο επιτυχόντων όταν αυτοί θα διοριστούν σε μια θέση στη δημόσια υπηρεσία ή να δηλώνουν με σειρά προτεραιότητας τη θέση που προτιμούν.
Εκπρόσωπος της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) ανέφερε ότι κατά το έτος 2020 η Επιτροπή μέχρι να καταλήξει στο διορισμό 402 υπαλλήλων που τελικά αποδέχθηκαν την προσφορά διορισμού που τους έγινε πέρασε μέσα από τη διαδικασία επιλογής και προσφοράς διορισμού σε 680 συνολικά υποψηφίους.
Δηλαδή, όπως εξήγησε, η ίδια θέση χρειάστηκε σε κάποιες περιπτώσεις να προσφερθεί σε δύο, τρεις ή και περισσότερους υποψηφίους μέχρι να υπάρξει αποδοχή της προσφοράς.
Σημείωσε ότι σήμερα αυτό που ισχύει για διορισμό στην δημόσια υπηρεσία είναι ότι οι εξετάσεις γίνονται μια φορά τον χρόνο (Οκτώβριο και Νοέμβριο εκάστου χρόνου) και οι επιτυχόντες στις εξετάσεις μπορούν να διεκδικήσουν τις θέσεις που θα προκηρυχθούν την επόμενη χρονιά.
Είπε ακόμη ότι αν κάποιος φοιτητής δεν έχει αποκτήσει ακόμη το πτυχίο του, του επιτρέπεται να παρακαθίσει στις εξετάσεις γιατί αφορά θέσεις που θα προκηρυχθούν την επόμενη χρονιά.
Όταν όμως προκηρυχθούν οι θέσεις ο υποψήφιος για μια θέση είναι υπόχρεος να παρουσιάσει πτυχίο μέχρι την τελευταία ημέρα υποβολής αιτήσεων για διεκδίκηση μιας συγκεκριμένης θέσης, πρόσθεσε.
Εκπρόσωπος της νομικής υπηρεσίας είπε σε σχέση με την εισήγηση για διαγραφή από τον κατάλογο ότι θέση της υπηρεσίας της είναι πως «είναι αντισυνταγματική αυτή η πρόνοια γιατί όλοι γνωρίζουμε ότι η προκήρυξη των θέσεων γίνεται για σκοπούς ίσης μεταχείρισης για να μπορεί όποιος θέλει να υποβάλει αίτηση».
Ανέφερε ότι «όταν προκηρύσσεται μια θέση δεν υπάρχει ζήτημα να δηλωθεί μια προτεραιότητα και πρόσθεσε πως οι θέσεις είναι ανοικτές για όλους και τα απαιτούμενα προσόντα είναι εκεί και αυτό εξασφαλίζει και την αρχή της ισότητας και της ισοπολιτείας».
Είπε ακόμη ότι υπάρχει το δικαίωμα του κάθε ενός να επιλέξει το επάγγελμα που θέλει και «δεν σημαίνει πως εγώ επειδή αποδέχθηκε μια θέση αυτόματα αποκλείω από τις άλλες θέσεις».
Σκοπός της μίας πρότασης νόμου που τροποποιεί το νόμο περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία και την οποία κατέθεσε ο Πρόεδρος της Επιτροπής, Δημήτρης Δημητρίου, εκ μέρους της κοινοβουλευτικής ομάδας του Δημοκρατικού Συναγερμού, είναι η εφαρμογή παρόμοιας διαδικασίας πρόσληψης για θέσεις εισδοχής στη δημόσια υπηρεσία των οποίων η κλίμακα δεν υπερβαίνει την κλίμακα Α9 του κυβερνητικού μισθολογίου με αυτές που ισχύουν για τις θέσεις για εισδοχή στη δημόσια υπηρεσία των οποίων η μισθολογική κλίμακα δεν υπερβαίνει αυτήν της Α8.
Με την τροποποίηση αυτή, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση της πρότασης, αναμένεται να επιτευχθεί, μεταξύ άλλων, η απλοποίηση και επιτάχυνση της διαδικασίας πρόσληψης στη δημόσια υπηρεσία σε θέσεις πρώτου διορισμού στη μισθολογική κλίμακα Α9, η μείωση του διοικητικού κόστους με το οποίο επιβαρύνεται το δημόσιο λόγω της διεξαγωγής ξεχωριστών εξετάσεων για κάθε διαδικασία χωριστά, η ελάφρυνση του όγκου εργασίας των συμβουλευτικών επιτροπών σε ό,τι αφορά την πλήρωση θέσεων εισδοχής και η αντιμετώπιση της δυσκολίας που υφίσταται στην εξεύρεση οργανισμού για τη διενέργεια εξετάσεων που αφορούν τη μισθολογική κλίμακα Α8.
Την δεύτερη πρόταση νόμου κατέθεσε ο βουλευτής της Δημοκρατικής Παράταξης Μαρίνος Μουσιούττας, ο οποίος δήλωσε μετά τη συνεδρία ότι με την πρόταση γίνεται προσπάθεια να εκσυγχρονιστής ο νόμος περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία και «συνδυάζεται με την πρόταση νόμου του Προέδρου της Επιτροπής Θεσμών που αφορά τον ίδιο νόμο».
Ανέφερε ότι το πρώτο σημείο στο οποίο εδράζεται η πρότασή του αφορά στην διάρκεια που ισχύουν οι κατάλογοι των επιτυχόντων που παρακάθισαν στις κυβερνητικές εξετάσεις για πρόσληψη στην δημόσια υπηρεσία και δη στην επέκταση στα δύο χρόνια, από ένα χρόνο που είναι σήμερα, της διάρκειας ισχύς του καταλόγου των επιτυχόντων.
Με αυτό τον τρόπο, συνέχισε, «και οι υποψήφιοι δεν θα χρειάζεται κάθε χρόνο να παρακάθονται εξετάσεις και να πληρώνουν τα 50 ευρώ» για συμμετοχή στην εξέταση, ενώ η δημόσια υπηρεσία δεν θα χρειάζεται να αναλώνει χρόνο κάθε έτος για εξετάσεις, οι οποίες θα γίνονται κάθε δύο χρόνια.
Το δεύτερο στοιχείο της πρότασης, σύμφωνα με τον κ. Μουσιούττα, είναι ότι «ενώ δίδεται το δικαίωμα στους υποψήφιους να παρακάθονται μια εξέταση και να μπορούν να είναι υποψήφιοι για όσες θέσεις προκηρυχθούν τον επόμενο χρόνο υπάρχει το φαινόμενο ένας υποψήφιος που πετυχαίνει στις εξετάσεις μπορεί να προσληφθεί σε μια θέση τον Ιανουάριο, ενώ τον Φεβρουάριο να αποφασίσει ότι θα πάει σε άλλη θέση και τον Απρίλιο σε άλλη θέση».
Ο κ. Μουσιούττας είπε ότι αυτό λειτουργεί εναντίον της παραγωγικότητας μέσα στο δημόσιο γιατί όταν ο υπάλληλος ξεκινήσει σε ένα τμήμα το πρώτο πράγματα που κάνει είναι να ενημερωθεί και να εκπαιδευτεί», προσθέτοντας ότι με τη μετακίνηση του σε άλλο τμήμα «αφήνει την εκπαίδευση ημιτελή, το τμήμα χωρίς το προσωπικό που προσλήφθηκε και με όλα τα συνεπακόλουθα» που αφορούν μεταξύ άλλων ότι δεν υπάρχει ο απαραίτητος αριθμός προσωπικού.
Σχολιάζοντας την αναφορά της νομικής υπηρεσίας ότι αν εμποδιστεί το δικαίωμα αυτό του επιτυχόντα στις εξετάσεις μπορεί να είναι αντισυνταγματικό γιατί στερείται το δικαίωμα ελευθερίας του υποψηφίου από μια εργασία στην άλλη, ο κ. Μουσιούττας είπε ότι «επειδή θέλουμε να διαφυλάξουμε και τα δικαιώματα του προσωπικού αλλά και την εύρυθμη λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας ζητήσαμε από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας και το Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού και από τη νομική υπηρεσία να ενδιατρίψουν στο θέμα αυτό και να επανέλθουν σε δύο μήνες με εισήγηση που να είναι μη αντισυνταγματική και να επιλύει το πρόβλημα της συχνής μεταπήδησης από το ένα τμήμα στο άλλο».