Το Ανώτατο Δικαστήριο με πρόσφατη απόφασή του παραμέρισε πρωτόδικη απόφαση σε υπόθεση λανθασμένου υπολογισμού δασμών σωλήνων από την Κίνα από το λογισμικό σύστημα ΘΗΣΕΑΣ και έκρινε ότι τεχνικό πρόβλημα ως προς την ενημέρωση του συστήματος δεν μπορεί να εκληφθεί ως παραπλανητική ενέργεια εκ μέρους των τελωνειακών αρχών, ούτε και απάλλασσε τον τελωνειακό πράκτορα από το καθήκον του να προσφύγει στις αυθεντικές πηγές που είχε στη διάθεσή του προς ορθή και σύννομη επιτέλεση του έργου του, ήτοι της επακριβούς επιβεβαίωσης των αναλογούντων δασμών.
Τα εμπορεύματα είχαν εκτελωνιστεί στις 7 Ιανουαρίου, 2009 αφού πληρώθηκε το ποσό των €8.096,00. Όταν διαπιστώθηκε ότι οι εισαγωγικοί δασμοί αντιντάμπινγκ και το ΦΠΑ δεν είχαν εισπραχθεί, κλήθηκε η εταιρεία να καταβάλει πρόσθετους εισαγωγικούς δασμούς (αντιντάμπινγκ) €48.898 δυνάμει των άρθρων 38, 39 και 41-44 του Νόμου και του Κανονισμού (ΕΚ)1256/2008, ΦΠΑ €7.334,00 δυνάμει των άρθρων 33(2) του Νόμου και 51(1)(β), 5(γ), 13(1) και 17 του περί Φόρου Προστιθέμενης Άξιας Νόμου Ν.95(Ι)/2000, χρηματική επιβάρυνση ίση προς 10% επί των πιο πάνω ποσών πλέον τόκο 8%. Το πρωτόδικο δικαστήριο είχε αποφασίσει ότι η επιβολή του επίμαχου δασμού, δύο σχεδόν μήνες μετά την εκτελώνιση των εμπορευμάτων, αντιστρατευόταν την αρχή της καλής πίστης και ήταν αντίθετη προς την αρχή της χρηστής διοίκησης.
«Είναι αδιαμφισβήτητο ότι το λογισμικό σύστημα ΘΗΣΕΑΣ, λόγω τεχνικού προβλήματος, δεν ενημερώθηκε με τον επίδικο Κανονισμό και τον υπό κρίση δασμό κατά την ημερομηνία αυτόματης εφαρμογής και ισχύος του, ήτοι το Σάββατο, 20.12.2008. Το πρόβλημα έγινε αντιληπτό, ως λέχθηκε, δύο μέρες αργότερα, στις 22.12.2008 και επιλύθηκε μετά από μία βδομάδα, στις 29.12.2008», αναφέρεται στην απόφαση του Ανωτάτου.
Εν τω μεταξύ όμως, προστίθεται, «στις 23.12.2008, οι Εφεσίβλητοι είχαν υποβάλει την επίδικη τελωνειακή διασάφηση στο σύστημα ΘΗΣΕΑΣ, παραλείποντας όμως να δώσουν στο Τελωνείο τα ακριβή στοιχεία προς συμμόρφωση με τον υπό αναφορά Κανονισμό, ο οποίος είχε δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ε.Ε. στις 19.12.2008».
«Πέραν των πιο πάνω όμως, προβάλλει ως αναντίλεκτο γεγονός, ότι κατά τον χρόνο κατάθεσης της επίμαχης διασάφησης, στις 23.12.2008, υπήρχε η δυνατότητα επιβεβαίωσης των συντελεστών δασμού από τους τελωνειακούς πράκτορες, τόσο μέσω της άμεσης πρόσβασης στο κείμενο του Κανονισμού που είχε ήδη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης, όσο και μέσω του κοινοτικού συστήματος DDS (TARIC), το οποίο είναι προσβάσιμο, διαδικτυακά, από τα γραφεία των εν λόγω πρακτόρων», σημειώνεται.
Περαιτέρω, συνεχίζει το Ανώτατο στην απόφασή του, «το Τμήμα Τελωνείων εξέδωσε, στις 22.12.2008, σχετική εγκύκλιο, με την οποία κοινοποιούσε σε όλους τους ενδιαφερομένους, συμπεριλαμβανομένων των τελωνειακών πρακτόρων και του εμποροβιομηχανικού κόσμου της Κύπρου, την επιβολή των υπό εξέταση δασμών, με αναφορά στον Κανονισμό και τις λεπτομέρειες δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της ΕΕ».
Σημειώνεται ότι από τις 29.9.2008 το Τμήμα Τελωνείων «κοινοποίησε στα πιο πάνω πρόσωπα ενημερωτική επιστολή για θέματα που αφορούσαν μέτρα αντιντάμπιγκ που εφαρμόζονται στις εισαγωγές συγκεκριμένων προϊόντων, υποδεικνύοντας ότι «Πληροφορίες για τα υφιστάμενα μέτρα και για τις έρευνες που βρίσκονται σε εξέλιξη υπάρχουν και στην ιστοσελίδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην πιο κάτω διεύθυνση………» και καλώντας τους ενδιαφερομένους «….. να προβαίνουν σε έρευνα μέσω των πιο πάνω πηγών, όσον αφορά επικείμενες εισαγωγές τους».
Σε ό,τι δε αφορά τη διαδικασία καταχώρησης, ηλεκτρονικά, διασαφήσεων στο σύστημα ΘΗΣΕΑΣ από τελωνειακούς πράκτορες, συνιστά κοινό έδαφος ότι εισάγεται, σε πρώτο στάδιο, προκαταρκτική ηλεκτρονική δήλωση και συμπληρώνονται τα απαιτούμενα πεδία της διασάφησης. Στη συνέχεια, το σύστημα συγκρίνει και επιβεβαιώνει τους κωδικούς που καταχωρήθηκαν από τον τελωνειακό πράκτορα σε κάθε πεδίο της προκαταρκτικής ηλεκτρονικής δήλωσης με τους κωδικούς που μπορούν να γίνουν αποδεκτοί.
Εφόσον είναι ορθοί, το σύστημα προχωρεί σε υπολογισμό δασμών και ενημερώνεται ο τελωνειακός πράκτορας ότι η διασάφηση έχει συμπληρωθεί και μπορεί να γίνει αποδεκτή. Στο στάδιο αυτό, ο τελωνειακός πράκτορας – έχοντας στη διάθεσή του ολοκληρωμένη τη δήλωσή του σε όλα τα απαιτούμενα πεδία, περιλαμβανομένων και των συντελεστών δασμών και των ποσών που υπολογίστηκαν από το σύστημα – έχει την επιλογή να καταθέσει την δήλωση επίσημα ή, εάν δεν συμφωνεί, να προβεί σε διορθώσεις.
«Με δεδομένα τα πιο πάνω, ο τελωνειακός πράκτορας των Εφεσιβλήτων, είχε τη δυνατότητα, αλλά και την υποχρέωση, να γνωρίζει τις πρόνοιες της εθνικής και κοινοτικής τελωνειακής νομοθεσίας, αλλά και τις σχετικές εγκυκλίους του Τμήματος Τελωνείων. Κατά προέκταση, είχε κάθε ευχέρεια να διαπιστώσει, κατά το στάδιο της προκαταρκτικής ηλεκτρονικής δήλωσης στο σύστημα ΘΗΣΕΑΣ, την διαφορά ως προς τον υπολογισμό των δασμών και φόρων και ανάλογα να προβεί στις σχετικές διορθώσεις προς συμμόρφωση με τα διαλαμβανόμενα στον Κανονισμό», αναφέρεται.
«Το γεγονός ότι παρουσιαζόταν τεχνικό πρόβλημα ως προς την ενημέρωση του λογισμικού συστήματος ΘΗΣΕΑΣ, δεν μπορεί να εκληφθεί ως παραπλανητική ενέργεια εκ μέρους των Εφεσειόντων, ούτε και απάλλασσε τον τελωνειακό πράκτορα από το καθήκον του να προσφύγει στις αυθεντικές πηγές που είχε στη διάθεσή του προς ορθή και σύννομη επιτέλεση του έργου του, ήτοι της επακριβούς επιβεβαίωσης των αναλογούντων δασμών», έκρινε το Ανώτατο.
Τα ενώπιόν μας δεδομένα, αναφέρεται, «όπως τα έχουμε ήδη εκθέσει, επιμαρτυρούν ότι οι Εφεσίβλητοι, μέσω των έμπειρων τελωνειακών τους πρακτόρων, είχαν εύκολη πρόσβαση και όφειλαν να γνωρίζουν τον επίδικο Κανονισμό και αναλόγως να ενεργήσουν, τηρώντας τις σχετικές διατάξεις του, ως προς τον επακριβή προσδιορισμό και επιβεβαίωση των αναλογούντων δασμών».
Σύμφωνα με το Ανώτατο, το Τμήμα Τελωνείων, «ενεργώντας στα πλαίσια της νομιμότητας, όφειλε και είχε, καθηκόντως, κάθε εξουσία, να ενεργήσει ως έπραξε – επεξηγώντας πλήρως τους λόγους και έχοντας δώσει επαρκή αιτιολογία – προς είσπραξη των επίδικων δασμών. Συνεπώς, οι ενώπιόν μας λόγοι έφεσης είναι βάσιμοι».
«Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι το σφάλμα στον τρόπο λειτουργίας του ΘΗΣΕΑ δεν θα μπορούσε να επαληθευθεί ευχερώς από τους Εφεσίβλητους, παρά την επιμέλεια και την επαγγελματική τους πείρα και ότι οι ενέργειες του Τμήματος Τελωνείων παραβίαζαν τις αρχές της καλής πίστης, εμπιστοσύνης και χρηστής διοίκησης», σημειώνεται.