Χαμηλό είναι το ποσοστό προσέλευσης των γυναικών τα τελευταία δύο χρόνια, για τη διενέργεια της εξέτασης πρόληψης του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας με το Τεστ Παπανικολάου, το οποίο παρέχεται από το Γενικό Σύστημα Υγείας, αφού σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε την Παρασκευή στη δημοσιότητα ο Οργανισμός Ασφάλισης Υγείας (ΟΑΥ), μόλις το 37,12% των γυναικών, που είχαν την ευκαιρία να κάνουν το τεστ ΠΑΠ μέσω του ΓεΣΥ μπήκαν στη διαδικασία να το πράξουν.
Σύμφωνα με τον ΟΑΥ ο αριθμός δικαιούχων γυναικών που έκαναν τεστ ΠΑΠ από την 1η Σεπτεμβρίου του 2021 μέχρι την 31η Αυγούστου του 2023 είναι μόλις 126.903, ενώ ο αριθμός δικαιούχων γυναικών που εμπίπτουν στην ηλικιακή κατηγορία να κάνουν το εν λόγω τεστ τα τελευταία 2 χρόνια και δεν το έπραξαν φτάνει τις 341.837.
Σημειώνεται ότι το τεστ Παπανικολάου παρέχεται από το ΓεΣΥ από την πρώτη ημέρα εφαρμογής του, ενώ υπενθυμίζεται πως η συχνότητα του προληπτικού ελέγχου με το τεστ ΠΑΠ για γυναίκες που δεν παρουσιάζουν κάποιο σύμπτωμα ή ιστορικό, έχει καθοριστεί όπως διενεργείται ανά δύο χρόνια, μέχρι την ηλικία των 65 ετών, απόφαση που βασίστηκε στις διεθνείς κατευθυντήριες οδηγίες.
Ωστόσο , ο ΟΑΥ διευκρινίζει ότι σε περιπτώσεις που υπάρχουν σημεία ή συμπτώματα ή ιστορικό, τα οποία δικαιολογούν επανάληψη του τεστ σε μικρότερο διάστημα από τα δύο έτη, τότε ο έλεγχος αποζημιώνεται εξ’ ολοκλήρου από το ΓεΣΥ ανεξαρτήτως συχνότητας.
Εξάλλου, ο ΟΑΥ ενημερώνει το κοινό για τις Υπηρεσίες Πρόληψης που παρέχονται στο πλαίσιο του ΓεΣΥ και ειδικότερα τις Προληπτικές Εξετάσεις που διενεργούνται σε παιδιά και ενήλικες δικαιούχους.
Έλεγχος κατά την παιδική ηλικία
Σε σχέση με τον έλεγχο κατά την παιδική ηλικία, αναφέρει ότι από τις αρχές του 2023 έχουν τεθεί σε εφαρμογή μία σειρά κλινικών κατευθυντήριων οδηγιών (ΚΚΟ), οι οποίες ετοιμάστηκαν με τη συμβολή και τη συνεργασία των αρμόδιων επιστημονικών εταιρειών.
Οι κλινικές κατευθυντήριες οδηγίες που τέθηκαν σε εφαρμογή αφορούν σε τρείς προληπτικούς ελέγχους κατά την παιδική ηλικία και συγκεκριμένα την Σιδηροπενία/σιδηροπενική αναιμία στην παιδική ηλικία, την αναπτυξιακή δυσπλασία ισχίου και τον Προληπτικό Έλεγχο Όρασης.
Σύμφωνα με τον ΟΑΥ, η σιδηροπενία αποτελεί την πιο συχνή αιτία αναιμίας στη βρεφική και παιδική ηλικία. Γι’ αυτό τον λόγο, ο Οργανισμός προχώρησε στην ένταξη του προληπτικού ελέγχου Σιδηροπενίας/Σιδηροπενικής Αναιμίας στην παιδική ηλικία σε ομάδες υψηλού κινδύνου στη βάσει κατευθυντήριων οδηγιών, ενώ η εξέταση για Αναπτυξιακή Δυσπλασία Ισχίου διενεργείται από τον Παιδίατρο κατά τη γέννηση ενός παιδιού και σε περίπτωση που το αποτέλεσμα της εξέτασης είναι θετικό, δηλαδή εμπίπτει σε κάποια από τις προκαθορισμένες παραμέτρους, τότε συνιστάται παραπομπή σε Ορθοπεδικό.
Διενέργεια, περαιτέρω, εξετάσεων προβλέπει και φυσιολογική κλινική εξέταση σε βρέφος το οποίο εμπίπτει στις ομάδες υψηλού κινδύνου.
Σε σχέση με τον Προληπτικό Έλεγχο Όρασης στα παιδιά αποσκοπεί στην έγκαιρη ανίχνευση προβλημάτων που οδηγούν σε απώλεια όρασης που μπορεί να προληφθεί.
Τα παιδιά συστήνεται να εξετάζονται κατά τη διάρκεια του ελέγχου ρουτίνας από τους Παιδίατρους, όσον αφορά στην όραση, σε ηλικία 0-6 μηνών ανά 2 μήνες, 6 μηνών-2 ετών ανά 6 μήνες και από 6-18 ετών ανά 3ετία.
Το είδος του ελέγχου από τον Παιδίατρο διαμορφώνεται ανάλογα με την ηλικία του παιδιού. Σε παρουσία παθολογικού ευρήματος κατά την εκτίμηση από τον Παιδίατρο το παιδί πρέπει να παραπέμπεται σε Οφθαλμίατρο. Στην ηλικία των 3-5 ετών συστήνεται ο καθολικός ανιχνευτικός έλεγχος από Οφθαλμίατρο για όλα τα παιδιά της ηλικίας αυτής.
Εργαστηριακές Εξετάσεις Ρουτίνας
Πρόσθετα, στο πλαίσιο της ενίσχυσης της πρόληψης εντός ΓεΣΥ, ο ΟΑΥ υιοθέτησε πρόσφατα κατευθυντήριες οδηγίες για τη διενέργεια εργαστηριακών εξετάσεων ρουτίνας σε ασυμπτωματικούς ενήλικες, σε άτομα δηλαδή που δεν έχουν διαγνωστεί, δεν έχουν εμφανίσει συμπτώματα κάποιας ασθένειας ή δεν έχουν λάβει ή λαμβάνουν φαρμακευτική αγωγή.
Σε περίπτωση που ένας δικαιούχος παρουσιάζει συμπτώματα ή έχει ιατρικό ιστορικό ή λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή, τότε ο εν λόγω δικαιούχος δεν εμπίπτει στις πιο πάνω οδηγίες και συνεπώς η διενέργεια εργαστηριακών εξετάσεων καθορίζεται από τον θεράποντα ιατρό σε συχνότητα που προβλέπει η βέλτιστη διαχείριση της πάθησής του.
Η συχνότητα διενέργειας εργαστηριακών εξετάσεων ρουτίνας σε ασυμπτωματικούς ενήλικες καθορίζεται στη βάση της ηλικίας του κάθε δικαιούχου. Πιο συγκεκριμένα, για τις ηλικίες από 18 έως 44 ετών η συχνότητα για τις εργαστηριακές εξετάσεις, όπως γενική αίματος, σάκχαρο νηστείας, ουρία, κρεατινίνη, νεφρική λειτουργία, ηπατικά ένζυμα, χοληστερόλη, γενική ούρων κ.α. ορίζεται στα 5 χρόνια.
Για τις ηλικίες από 45 έως 64 ετών η συχνότητα για τις προαναφερθείσες εργαστηριακές εξετάσεις είναι κάθε 2 χρόνια και για τις ηλικίες πέραν των 65 οι εξετάσεις θα πρέπει να γίνονται κάθε χρόνο.
Στις εργαστηριακές εξετάσεις ρουτίνας, ο Οργανισμός Ασφάλισης Υγείας ενέταξε και τον προληπτικό έλεγχο για καρκίνο του προστάτη. Για άνδρες υψηλού κινδύνου ίσου ή μεγαλύτερου των 40 ετών το ολικό PSA θα πρέπει να γίνεται κάθε πέντε χρόνια. Για άνδρες άνω των 50 ετών κάθε δύο χρόνια και για άνδρες άνω των 65 ετών να γίνεται ολικό PSA αναλόγως πρωτοκόλλου.
Παράλληλα, η εξέταση για τη θυρεοτρόπο ορμόνη (TSH) δύναται να πραγματοποιηθεί κάθε δύο έτη σε άνδρες άνω των 60 ετών και σε γυναίκες άνω των 50 ετών. Διευκρινίζεται, επίσης, ότι η προαναφερθείσα εξέταση θα πρέπει να γίνεται ομοίως κάθε δύο χρόνια για άτομα άνω των 65 ετών, ανεξαρτήτως φύλου.
Η υιοθέτηση των συγκεκριμένων οδηγιών έγινε σε συνεργασία με την Υποεπιτροπή Εργαστηριακών Εξετάσεων του Οργανισμού και κατόπιν διαβούλευσης με εκπροσώπους των Επιστημονικών Εταιρειών των Προσωπικών Ιατρών για ενήλικες.
Διευκρινίζεται επίσης ότι οι υπηρεσίες πρόληψης που παρέχονται εντός του ΓεΣΥ σε καμία περίπτωση δεν υποκαθιστούν τα πληθυσμιακά/ανιχνευτικά προγράμματα του Υπουργείου Υγείας, τα οποία έχουν στόχο την διασφάλιση και προστασία της δημόσιας υγείας.