Σε ποσοστό 25% ανήλθε ο σχολικός εκφοβισμός, με έναν στους 4 μαθητές να είναι θύμα εκφοβισμού, γεγονός που προβληματίζει ιδιαίτερα το Υπουργείο Παιδείας το οποίο με πολυεπίπεδες δράσεις του και προληπτικά προγράμματα προσπαθεί να θέσει τέρμα στην αυξητική πορεία του φαινομένου, είπε στο ΚΥΠΕ, η Προϊστάμενη της Υπηρεσίας Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας στο Υπουργείο Δρ Ερνέστα Παπακώστα.
Τα ευρήματα πρόσφατης έρευνας που διενήργησε ο καθηγητής του Τμήματος Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Κύπρου, Δρ Κώστας Φάντης, για λογαριασμό του Υπουργείου Παιδείας δείχνει ότι το ποσοστό των παιδιών που είναι θύματα σχολικού εκφοβισμού στην Κύπρο είναι 20-25%, κάτι το οποίο, όπως αναφέρθηκε, συμβαδίζει με ευρωπαϊκές έρευνες.
«Το φαινόμενο του σχολικού εκφοβισμού μας απασχολεί εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Είναι ένα φαινόμενο για το οποίο παρακολουθούμε τις έρευνες παγκόσμια αλλά και τις έρευνες που έγιναν στην Κύπρο. Η νέα έρευνα ήρθε να προσθέσει στην προϋπάρχουσα γνώση της Υπηρεσίας και μας βοηθά ώστε να δρούμε με βάση ερευνητικά δεδομένα», ανέφερε η Δρ Παπακώστα.
Υπάρχουν κάποια στοιχεία στην έρευνα, συνέχισε, ότι τα αγόρια ασκούν εκφοβισμό μεγαλύτερο από τα κορίτσια, υπάρχει μια αυξητική τάση και στα κορίτσια, ευρήματα όμως που είναι ήδη γνωστά σε εμάς από παλαιότερες έρευνες.
Όπως είπε, κατά την πρώτη επιδημιολογική έρευνα που έγινε στην Κύπρο το 2010 το ποσοστό του σχολικού εκφοβισμού κυμαινόταν γύρω στο 17%. Από το 2010 μέχρι σήμερα, σημείωσε, υπάρχει σίγουρα μια ραγδαία αύξηση, όπως υπάρχει και στο εξωτερικό, δεν είναι φαινόμενο μόνο της Κύπρου.
Ερωτηθείσα για τις αιτίες, ανέφερε ότι υπήρξαν «λόγοι κοινωνικοί, σχολικοί και ατομικοί οι οποίοι δημιούργησαν αυτή την αύξηση».
Η έρευνα, τόνισε, μας επιβεβαίωσε την γνώση που έχουμε ήδη εμπειρικά.
Η Δρ Παπακώστα επισήμανε ότι ο εκφοβισμός είναι ένα φαινόμενο πολύ σοβαρό με αρνητικές επιπτώσεις στην διαδικασία της μάθησης, την ψυχική υγεία των παιδιών και γι αυτό μας απασχολεί ιδιαίτερα.
«Το τι ωθεί κάποιον στον εκφοβισμό είναι πολλοί λόγοι – συνήθως τα παιδιά θύτες προέρχονται από οικογένειες που έχουν βία, που λύνουν τις διαφορές τους μέσα από την βία, από οικογένειες με πολύ αυστηρούς γονείς που με βίαιο τρόπο λύνουν τα προβλήματα ή και με άλλα προβλήματα λειτουργίας της οικογένειας ή με ατομικές ιδιοσυγκρασίες ή μπορεί να κάμει με προβλήματα του ίδιου του ατόμου. Πρέπει να τύχουν και τα ίδια τα άτομα που ασκούν εκφοβισμό θεραπείας και παιδαγωγικής προσέγγισης», πρόσθεσε.
Τόνισε ότι το Υπουργείο Παιδείας λαμβάνει σοβαρά υπόψη το θέμα του εκφοβισμού με δράσεις πολυεπίπεδες. «Έχουμε προγράμματα που αναπτύξαμε στα σχολεία εδώ και πάρα πολλά χρόνια στην δημοτική αλλά και μέση εκπαίδευση. Σήμερα δίνουμε παραπάνω έμφαση σε θέματα πρόληψης με προληπτικά προγράμματα που αναπτύσσουμε και επικαιροποιούμε. Ακόμα και στην προδημοτική δίνουμε έμφαση για προληπτικούς λόγους. Υπάρχουν κώδικες που χρησιμοποιούμε και πρωτόκολλα, όπως ο κώδικας ρατσισμού. Χρειάζεται, όμως περαιτέρω, όπως αυξήσουμε την διαχείριση των περιστατικών», είπε.
Δίνοντας ορισμό στον σχολικό εκφοβισμό, η Δρ Παπακώστα ανέφερε πως «είναι ένα φαινόμενο, όπου υπάρχει ανισότητα δυνάμεων, δηλαδή ο θύτης είναι πιο δυνατός από το θύμα με την έννοια της δύναμης να παίρνει πολλές μορφές διότι μπορεί να είναι καλός μαθητής ή δεν είναι καλός μαθητής, είναι πιο σωματικά δυνατός ή είναι αθλητής ή έχει παραπάνω φίλους κλπ. Ο εκφοβισμός είναι μια επιθετική συμπεριφορά που γίνεται εσκεμμένα για να προκαλέσει πόνο, είναι συχνά επαναλαμβανόμενη και περιέχει και το κομμάτι της εξουσίας».
Όπως έδειξε η έρευνα Φάντη, οι ηλικίες που εκδηλώνεται ο σχολικός εκφοβισμός είναι από τα 11 μέχρι τα 15 στον χώρο του Γυμνασίου, που είναι η πιο μεγάλη έξαρση της εκφοβιστικής συμπεριφοράς.
Αν παρουσιαστεί σε πολύ μικρές ηλικίες στο νηπιαγωγείο, σημείωσε η Δρ Παπακώστα, που κάποτε έχουμε μεμονωμένα περιστατικά τότε έχει πολύ κακή πρόγνωση και πρέπει να γίνει αρκετή δουλειά.
Όσον αφορά τα παιδιά θύματα, αυτά είναι κυρίως παιδιά που έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση, παιδιά που έχουν πολύ άγχος, παιδιά που έχουν μια διαφορετικότητα, από οικογένειες που έχουν μια υπερπροστασία. Μπορεί να τους προκληθούν ανεπανόρθωτα μετατραυματικά τραύματα ή να προχωρήσουν σε «απόπειρες».
Σε ερώτηση αν υπάρχουν καταγγελίες στα σχολεία, η Δρ Παπακώστα απάντησε πως «τον τελευταίο καιρό έχουμε αυξήσει την αναγνωρισιμότητα του φαινομένου στα σχολεία, νομίζω ότι είμαστε σε καλύτερη κατάσταση αλλά πρέπει το σχολικό σύστημα να αναφέρει πιο πολύ τα γεγονότα».
Σε άλλη ερώτηση αν τα θύματα μιλούν, είπε πως «σκοπός των παρεμβάσεων μας είναι να σπάσουμε την σιωπή των παιδιών διότι όταν υπάρχει ανισότητα δύναμης είναι δύσκολο να μιλήσουν. Οι εκπαιδευτικοί, οι γονείς, οι ψυχολόγοι να βοηθήσουν τα θύματα να εκφράσουν το τι βιώνουν».
Ερωτηθείσα επίσης αν υπάρχουν οργανωμένες ομάδες μαθητών που ασκούν εκφοβισμό, ανέφερε ότι «υπάρχουν αλλά είναι αραιά και πρέπει να εργαστούμε για να το εμποδίσουμε».
Η Δρ Παπακώστα προτρέπει τους γονείς να είναι σε εγρήγορση, να συζητούν με τα παιδιά τους, να τους ακούνε, να έχουν έγνοιες αν το παιδί παρουσιάζει διαφορές στην συμπεριφορά του, αν ξαφνικά αρνείται να πάει σχολείο, αν έχει σημάδια κακοποίησης πάνω του και να προχωρούν σε καταγγελία.