Το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε χθες ένταλμα σύλληψης κατά Ισραηλινού επιχειρηματία σε σχέση με την υπόθεση που αφορά τον εντοπισμό βαν με εξοπλισμό παρακολουθήσεων στη Λάρνακα, κρίνοντας ότι δεν είχε καταδειχθεί η αναγκαιότητα της σύλληψής του.
Το ένταλμα σύλληψης το οποίο είχε εκδοθεί από Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας στις 19 Δεκεμβρίου, 2019, είχε εκτελεστεί στις 2 Ιουνίου, 2020 κατά την άφιξή του στην Κύπρο.
Στην απόφασή της η Δικαστής του Ανωτάτου Τάσια Ψαρά-Μιλτιάδου αναφέρει μεταξύ άλλων ότι «τα διερευνόμενα αδικήματα ήσαν σοβαρά. Δεν υπάρχει διαφωνία. Όμως η διαπίστωση αυτή δεν ατονεί την ανάγκη δικαιολόγησης ως προς την αναγκαιότητα έκδοσης του εντάλματος».
Σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης «παρουσιάστηκε στην ένορκη δήλωση που στηρίζει το αίτημα για έκδοση εντάλματος σύλληψης πως ο Αιτητής δεν ήταν στην Κύπρο κατά το χρόνο αιτήματος στις 19.12.2019».
Όπως διαφάνηκε, αναφέρεται, «ο τελευταίος έφυγε από την Κύπρο, όταν ήδη έλαβαν χώρα οι πρώτες έρευνες και τότε δεν ζητήθηκε – ούτε υπήρχε – ένταλμα σύλληψης εναντίον του. Οπότε σίγουρα δεν ομιλούμε για εγκατάλειψη της Κύπρου, ως η θέση των καθ΄ων η αίτηση».
«Μελετώντας προσεκτικά τη συμπεριφορά του Αιτητή κατά τη διερεύνηση παρατηρώ πως υπήρξε συνεργασία του με τις αρχές», σημειώνεται.
Συγκεκριμένα, όπως αναφέρεται, ο ίδιος μέσω και των υπαλλήλων του ενήργησε ώστε να συντελεστούν ευκολότερα οι έρευνες της Αστυνομίας και κατά πάντα χρόνο έδιδε ο ίδιος ή οι δικηγόροι του κάθε στοιχείο που αναζητούσαν οι ανακριτές. «Αυτό ήταν ιδιαίτερα σημαντικό τις πρώτες ημέρες των ερευνών που εκτελέστηκαν τα πρώτα εντάλματα έρευνας», προστίθεται.
Η απόφαση συνεχίζει αναφέροντας ότι «στις 3.12.2019 με επιστολή τους οι δικηγόροι του Αιτητή δηλώνουν σαφώς την προθυμία συνεργασίας τους με την Αστυνομία, καθώς και δηλώνουν ότι ο Αιτητής ως επιχειρηματίας σε διεθνή χώρο ήταν εκτός Κύπρου»..
«Σ΄ αυτή την επιστολή προτείνουν την κάθοδο του Αιτητή στην Κύπρο, “νοουμένου ότι δεν θα κρατηθεί”».
Ο εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής Ανδρέας Αριστείδης, αναφέρεται, «θεώρησε ότι αυτή η προθυμία δεν μπορεί να εκληφθεί σαν τέτοια, αφού δόθηκε με όρους».
«Θα συμφωνούσαμε εάν η δήλωση αυτή δεν συνοδευόταν με την προηγούμενη έμπρακτη προθυμία του Αιτητή να συνεργαστεί με την Αστυνομία, ιδιαίτερα λαμβάνοντας υπόψη ότι τελικά το ότι προσήλθε στην Κύπρο, γνωρίζοντας για το εκδοθέν ένταλμα σύλληψης εναντίον του», προστίθεται.
«Υπό τις περιστάσεις λοιπόν κρίνω ότι η σύλληψη του δεν ήταν αναγκαία», σημειώνεται.
«Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η ανθρώπινη ελευθερία, έκφανση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, κάμπτεται μόνο όταν τούτο είναι αναγκαίο», αναφέρεται.
Ως εκ τούτου, σύμφωνα με την απόφαση του Ανωτάτου, «η Αστυνομία παρέλειψε να θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου τα πλήρη δεδομένα που αφορούσαν τη συνεργασία και προθυμία του Αιτητή, ώστε να μπορεί να κρίνει ότι η κράτηση δεν ήταν αναγκαία».
«Μπορούσε κάλλιστα το ανακριτικό έργο να συνεχιστεί χωρίς να είναι ανάγκη να συλληφθεί ή κρατηθεί ο Αιτητής», συνεχίζει η απόφαση.
Προς αυτή τη κατεύθυνση, αναφέρεται, «συντείνει και το γεγονός ότι είχε παρέλθει περίοδος 45 ημερών περίπου από τις πρώτες έρευνες μέχρι το ένταλμα σύλληψης χωρίς ουσιώδη νέα δεδομένα».
Σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης η φύση των αδικημάτων που εξετάζονταν «δεν συνηγορούσε, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, στην αναγκαιότητα κράτησης. Δεν ήταν δε εύλογος ο φόβος για επηρεασμό μαρτυρίας, ειδικά λαμβανομένου υπόψη του χρονικού διαστήματος που παρήλθε, ως άνω».
«Εάν τα δεδομένα θα διαφοροποιούντο στην πορεία, ήταν ανοικτό στην Αστυνομία το ενδεχόμενο να υποβάλει αίτημα για κράτηση, εάν τούτο καθίστατο πλέον αναγκαίο, για σκοπούς του ανακριτικού έργου», προστίθεται.