Οι εργαζόμενοι και οι εργαζόμενες του Κλάδου Υπαλλήλων ΠΑ.ΣΥ.Δ.Υ., του Τμήματος Αρχαιοτήτων Κύπρου, με επιστολή τους στέλνουν μήνυμα αλληλεγγύης και συμπαράστασης στους συναδέλφους και στις συναδέλφισσες στα πέντε μεγάλα Δημόσια Μουσεία της Ελλάδας, με σκοπό τη στήριξη του αγώνα που διεξάγουν για τη διατήρηση του ιστορικού, νομικού καθεστώτος τους ως Ειδικές Περιφερειακές Υπηρεσίες του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού.
Αναγνωρίζοντας το γεγονός, αναφέρεται στην επιστολή, ότι οι αρχαιότητες και η πολιτιστική κληρονομιά μιας χώρας αποτελούν δημόσιο αγαθό, στο οποίο θα πρέπει να μπορούν και να έχουν ισότιμη πρόσβαση όλες και όλοι οι πολίτες, και εκτιμώντας την αξία και τη σημασία που έχει για την κοινωνία η διατήρηση της διαχείρισης της πολιτιστικής κληρονομιάς υπό την ευθύνη της Πολιτείας και του Κράτους, στεκόμαστε αλληλέγγυες και αλληλέγγυοι στην προσπάθεια των εργαζομένων να συνεχίσουν, τα Ελληνικά Δημόσια Μουσεία, να εκπληρώνουν επιτυχώς και δωρεάν τον επιστημονικό, ερευνητικό και παιδαγωγικό τους ρόλο.
«Είμαστε βέβαιοι και βέβαιες ότι η μετατροπή των πέντε Δημόσιων Μουσείων σε Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, με ανταγωνιστικό και κερδοσκοπικό χαρακτήρα, όχι μόνο θα αποβεί σε βάρος των δικαιωμάτων των εργαζομένων αλλά ταυτόχρονα θα θέσει σε κίνδυνο την προστασία των αρχαιοτήτων και την ακεραιότητα των αρχαιολογικών συνόλων περιορίζοντας τις βασικές επιστημονικές δραστηριότητες των Μουσείων και καταργώντας τη βασική αποστολή τους που είναι η προστασία, η διαχείριση και η ανάδειξη των αρχαιοτήτων», προστίθεται.
Αυτό που πραγματικά χρειάζεται να γίνει, σημειώνεται, είναι η ενίσχυση των Δημόσιων Μουσείων με προσλήψεις προσωπικού και αύξηση των αναπτυξιακών δαπανών για έρευνα, προστασία και διαχείριση των αρχαιοτήτων και των αρχαίων μνημείων.
«Δυστυχώς, ο δρόμος που φαίνεται ότι επιδιώκει να χαράξει το Ελληνικό Κράτος, στην παρούσα συγκυρία, δημιουργεί προηγούμενο και για άλλα κράτη εντός της Ε.Ε. και οδηγεί σε επικίνδυνα μονοπάτια, μετατρέποντας τον πολιτισμό, από κοινωνικό αγαθό με δικαίωμα πρόσβασης σε όλους και όλες, σε προνόμιο για τους λίγους και τις λίγες», καταλήγει η επιστολή.