Η ανάγκη για ένα σχολείο χωρίς ρατσισμό αναδείχθηκε σε ημερίδα με θέμα «Εκπαίδευση κατά του Ρατσισμού» η οποία πραγματοποιήθηκε την Πέμπτη στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο και συνδιοργανώθηκε από το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο (ΠΙ) και την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες στην Κύπρο, με αφορμή την Παγκόσμια Μέρα για την Εξάλειψη των Φυλετικών Διακρίσεων, που ήταν η 21η Μαρτίου. Στο πλαίσιο της ημερίδας πραγματοποιήθηκαν εργαστήρια επιμόρφωσης για τους εκπαιδευτικούς που συμμετείχαν.
Απευθύνοντας χαιρετισμό στην ημερίδα, η Υπουργός Παιδείας, Αθλητισμού και Νεολαίας (ΥΠΑΝ), Αθηνά Μιχαηλίδου, τόνισε ότι οποιαδήποτε εκδήλωση ρατσιστικής συμπεριφοράς στο σχολικό περιβάλλον πρέπει να εντοπίζεται, να αναγνωρίζεται και να αντιμετωπίζεται έγκαιρα και αποφασιστικά. «Η δημιουργία ενός απαλλαγμένου από τον ρατσισμό σχολικού περιβάλλοντος συμβάλλει ουσιαστικά στην οικοδόμηση μιας κοινωνίας δικαιοσύνης», υπέδειξε.
Επιπρόσθετα, η Υπουργός Παιδείας σημείωσε ότι «η συστηματική εφαρμογή της αντιρατσιστικής πολιτικής του ΥΠΑΝ στη σχολική μονάδα, με τη λειτουργική συμπερίληψή της στο σχολικό πρόγραμμα, και η διαχείριση των ρατσιστικών περιστατικών με συνέπεια και σταθερότητα, συντείνουν στη δημιουργία ενός σχολικού περιβάλλοντος, στο οποίο κάθε παιδί νιώθει καλά ανεξαρτήτως των οποιωνδήποτε ιδιαιτεροτήτων του».
«Η ένταξη των παιδιών με μεταναστευτική βιογραφία στο εκπαιδευτικό σύστημα και γενικότερα στην κοινωνία, απαιτεί οι προσπάθειες των σχολείων που τα υποδέχονται, να γίνονται υπό μια ολιστική προσέγγιση», επεσήμανε η κ. Μιχαηλίδου. Ανέφερε ακόμη ότι η Κυπριακή Δημοκρατία έχει υπογράψει διεθνείς συμβάσεις «που συμβάλλουν ουσιαστικά στη διαμόρφωση των Πολιτικών του Υπουργείου Παιδείας για ποιοτική και συμπεριληπτική εκπαίδευση».
Η Υπουργός Παιδείας αναφέρθηκε και στις δεσμεύσεις του Προγράμματος Διακυβέρνησης του Προέδρου της Δημοκρατίας, στις οποίες περιλαμβάνονται η μείωση αριθμών μαθητών/τριών ανά τμήμα σε σχολεία με μεγάλο αριθμό παιδιών με μεταναστευτική βιογραφία, η ανάληψη δράσεων που προάγουν -μεταξύ άλλων- την ενσυναίσθηση, την ισότητα των φύλων και τον σεβασμό στη διαφορετικότητα.
Ένας άλλος στόχος που έχει τεθεί, είπε η Υπουργός, είναι η αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας του Κώδικα Συμπεριφοράς κατά του Ρατσισμού στα σχολεία και του Οδηγού Διαχείρισης και Καταγραφής Ρατσιστικών Περιστατικών.
Η Επίτροπος Προστασίας Δικαιωμάτων του Παιδιού, Δέσπω Μιχαηλίδου-Λιβανίου, ανέφερε στην τοποθέτησή της ότι «μέχρι και σήμερα ο ρατσισμός παραμένει ένα παγκόσμιο φαινόμενο», το οποίο «θίγει τον πολιτισμό και τις ανθρώπινες αξίες της ίδιας της πολιτείας και της κοινωνίας μας». Ακόμη, επεσήμανε ότι στη δημόσια σφαίρα παρατηρούνται συχνά φαινόμενα ξενοφοβικού λόγου, τα οποία είναι απότοκα του μεταναστευτικού και προσφυγικού ρεύματος τις τελευταίες δεκαετίες.
«Η πολιτεία οφείλει να βρίσκεται σε εγρήγορση για έγκαιρο εντοπισμό παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων και να δρα προληπτικά, αποτρεπτικά και κατασταλτικά έναντι του ρατσισμού και της μισαλλοδοξίας», τόνισε η κ. Λιβανίου, προσθέτοντας ότι μόνο η Δημοκρατία και η αντίδραση της κοινωνίας των συνειδητών και ενεργών πολιτών μπορούν να ανακόψουν τον ρατσισμό.
Καταληκτικά, η Επίτροπος Προστασίας Δικαιωμάτων του Παιδιού υπογράμμισε ότι η παιδεία μας έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στην ανάπτυξη της κριτικής σκέψης των νέων και στη διαμόρφωση κουλτούρας ενσυναίσθησης ευθύνης και αποδοχής της διαφορετικότητας.
Στον χαιρετισμό της, η εκπρόσωπος της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες στην Κύπρο, Κάτια Σάχα, είπε ότι «οι εκπαιδευτικοί έχουν τον βασικό ρόλο για την προώθηση ενός σχολικού περιβάλλοντος χωρίς αποκλεισμούς όπου όλοι οι μαθητές, ανεξαρτήτως καταγωγής, χρώματος και θρησκείας θα μαθαίνουν, θα αισθάνονται ασφαλείς και αποδεκτοί». Σήμερα, συνέχισε, «οι ξενοφοβικές και ρατσιστικές συμπεριφορές και πολιτικές σε όλο τον κόσμο απειλούν τη μακρόχρονη παράδοσή μας στο άσυλο και τη δημοκρατία».
Η κ. Σάχα πρόσθεσε ότι ο Κώδικας Δεοντολογίας κατά του Ρατσισμού που εισήχθη το 2014 «αποτελεί σημαντική πρόοδο στον τομέα της καταπολέμησης των διακρίσεων στο σχολικό σύστημα». Μάλιστα, επεσήμανε ότι υπάρχουν πολλά εργαλεία που βοηθούν τους εκπαιδευτικούς να διδάξουν την Ελληνική ως δεύτερη γλώσσα, μαζί με εκπαιδευτικά εργαλεία για τα ανθρώπινα δικαιώματα για την ευαισθητοποίηση και την ενσυναίσθηση για τους πρόσφυγες και τους μετανάστες.
Τόνισε επίσης ότι ο ρατσισμός βλάπτει όχι μόνο τις ζωές όσων τον υπομένουν, αλλά και την κοινωνία συνολικά. «Όλοι χάνουμε σε μια κοινωνία που χαρακτηρίζεται από διακρίσεις, διχασμούς, δυσπιστία, μισαλλοδοξία και μίσος. Ο αγώνας κατά του ρατσισμού είναι αγώνας όλων», υπογράμμισε.
Από την πλευρά της, η Αναπληρώτρια Διευθύντρια του ΠΙ, Έλενα Χατζηκακού, σημείωσε ότι το ΠΙ, στο πλαίσιο της εκπαίδευσης κατά του ρατσισμού, εργάζεται για την υλοποίηση του σχεδίου δράσης για την ένταξη μαθητών και μαθητριών με μεταναστευτική βιογραφία και για την υποστήριξη της εφαρμογής της αντιρατσιστικής πολιτικής του ΥΠΑΝ. Αναφορικά με την ένταξη παιδιών με μεταναστευτική βιογραφία, είπε ότι προωθούνται δράσεις που καλύπτουν πέντε άξονες.
Ο πρώτος άξονας, όπως εξήγησε, αφορά την υποδοχή νεοαφιχθέντων παιδιών, ο δεύτερος άξονας τη χαρτογράφηση και καταγραφή των στοιχείων παιδιών με μεταναστευτική βιογραφία, ο τρίτος τη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας ως δεύτερης, ο τέταρτος τη διαχείριση της κοινωνικοπολιτισμικής ετερότητας στο σχολείο και ο πέμπτος άξονας αφορά τη διαπολιτισμική διάσταση των αναλυτικών προγραμμάτων και της ζωής του σχολείου.
Ακόμη, η κ. Χατζηκακού αναφέρθηκε στην εφαρμογή της Αντιρατσιστικής Πολιτικής του ΥΠΑΝ, που εκφράζει και την ολιστική προσέγγιση της ένταξης. «Εδώ και αρκετά χρόνια, στο ΠΙ λειτουργεί Δίκτυο υποστήριξης των σχολείων για την εφαρμογή του Κώδικα συμπεριφοράς κατά του Ρατσισμού», πρόσθεσε.
Στην ομιλία του, ο Καθηγητής Κοινωνικής Ανθρωπολογίας στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου, Σπύρος Σπύρου, χαρακτήρισε τον ρατσισμό «ως ένα ιδιαίτερα πολύπλοκο και πολυδιάστατο κοινωνικό φαινόμενο» και παρουσίασε τις προεκτάσεις του στον εκπαιδευτικό χώρο και στη ζωή των παιδιών. Εξήγησε ότι ο ρατσισμός αναφέρεται σε μιας μορφής κοινωνική κατασκευή που βασίζεται στην πεποίθηση ότι υπάρχουν βιολογικά διακριτές ή ξεχωριστές φυλές και ότι κάποιες από αυτές τις φυλές είναι ανώτερες από άλλες. Επιπλέον, ανέφερε ότι ο ρατσισμός κτίζει και μια πολιτική ιδεολογία που κατανέμει δικαιώματα και προνόμια άνισα στα μέλη των διαφορετικών φυλών.
Πολλές φορές πλέον ο ρατσισμός εκφράζεται με διακριτικό και έμμεσο τρόπο ως αγάπη ή έγνοια για την πατρίδα, για τους δικούς μας ή για τον τόπο μας, επεσήμανε ο κ. Σπύρου. Κάνοντας αναδρομή σε σταθμούς της κυπριακής ιστορίας που συνδέονται με το φαινόμενο του ρατσισμού στην Κύπρο, ο κ. Σπύρου υπέδειξε ότι το πρόβλημα στη χώρα μας «παραμένει σοβαρό και δεν μπορεί να θεωρηθεί σαν κάτι μεμονωμένο ή άνευ σημασίας».
Επιπρόσθετα, τόνισε ότι «θα πρέπει πάνω από όλα το σχολείο να βρει τους τρόπους να αναπτύξει στα παιδιά κάποιες βασικές κριτικές ικανότητες που να τους επιτρέπουν να κατανοούν τον ρατσισμό», πράγμα που «δεν είναι απλό αλλά ούτε και ακατόρθωτο». «Θα πρέπει να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις έτσι ώστε να γίνει επιτακτική ανάγκη», κατέληξε.