Ουδείς εκ των πέντε που σχετίζονται με την Μαρίνα Αγίας Νάπας πληρούσε τα κριτήρια για πολιτογράφηση, αναφέρει η Ελεγκτική Υπηρεσία, η οποία απαντά σε σημερινά δημοσιεύματα που αφορούν στο θέμα των πολιτογραφήσεων, που έγιναν μετά τις 18 Αυγούστου του 2020, ημερομηνία κατά την οποία τέθηκαν σε ισχύ οι νέοι Κανονισμοί.
Σε ανακοίνωσή της, η Ελεγκτική Υπηρεσία αναφέρει ότι τα πέντε πρόσωπα που σχετίζονται με την Μαρίνα Αγίας Νάπας έκαναν αίτηση για πολιτογράφηση τον Απρίλη και Μάιο του 2019 και αυτή εγκρίθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο στις 21.8.2020.
Όπως σημειώνει «τόσο κατά την ημερομηνία υποβολής όσο και κατά την ημερομηνία έγκρισης των αιτήσεων, τα εν ισχύι κριτήρια απαιτούσαν όπως ο αιτητής είναι υψηλόβαθμο διευθυντικό στέλεχος και να έχει τέτοια αμοιβή που να δημιουργεί φορολογικά έσοδα για τη Δημοκρατία ύψους €100.000 σε μία τριετία».
«Ουδείς εκ των πέντε πληρούσε το κριτήριο αυτό, αφού δεν είχαν καθόλου εισοδήματα στην Δημοκρατία και συνεπώς, αφού το συγκεκριμένο κριτήριο ήταν κατά πάντα χρόνο το ίδιο και οι αιτητές ουδέποτε το πληρούσαν, η πολιτογράφηση ήταν παράνομη», σημειώνει.
Σημειώνει ότι το εύρημα αυτό ήδη καταγράφεται στην Έκθεση της για το Υφυπουργείο Τουρισμού.
Επίσης, αναφέρει πως «το πρόσθετο θέμα που προέκυψε για τα πρόσωπα αυτά στο πλαίσιο του νέου ελέγχου που διεξάγουμε, αφορά το γεγονός ότι, ενώ κατά την ημερομηνία που υπέβαλαν την αίτηση τους δεν είχαν υποχρέωση να καταβάλουν οποιοδήποτε ποσό (πέραν του μικρού τέλους πολιτογράφησης), με βάση τους νέους Κανονισμούς όφειλαν να καταβάλουν το ποσό των €200.000 σε διάφορα κρατικά ταμεία».
Η Ελεγκτική Υπηρεσία παραπέμπει σε χθεσινή ανακοίνωση της, στην οποία χρησιμοποιώντας την περίπτωση αυτή ως παράδειγμα για επεξήγηση του ζητήματος, ανέφερε ότι «τα πρόσωπα αυτά υπέβαλαν μεν την αίτηση τους τον Απρίλη και Μάιο του 2019, αλλά με απόλυτα δική τους ευθύνη, συμπλήρωσαν τα στοιχεία της αίτησης τους τον Ιούνη του 2020».
Προσθέτει ότι «η πολιτογράφηση τους έγινε χωρίς καμία καθυστέρηση, αλλά μάλλον με υπερβάλλουσα ταχύτητα, 2,5 μήνες μετά, αγνοώντας όμως το εν ισχύι νομικό πλαίσιο με αποτέλεσμα την απώλεια συνολικού ποσού €1 εκ. από τα δημόσια ταμεία».
Εξάλλου, συμπληρώνει ότι στο πλαίσιο του νέου ελέγχου θα εξεταστεί, επίσης, το θέμα της μελέτης δέουσας επιμέλειας (due diligence), κατά πόσο δηλαδή το πρόσωπο είναι ΠΕΠ ή σχετίζεται με ΠΕΠ ή είναι πρόσωπο υψηλού κινδύνου κ.λπ.
«Για κάποια εκ των προσώπων αυτών υπήρχαν σημαντικά ευρήματα. Χωρίς αυτή τη στιγμή να καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι αυτό θα έπρεπε να αποτελέσει πρόσθετο λόγο για να μην πολιτογραφηθούν, το αναφέρουμε γιατί μία προβληματική αίτηση δικαιολογεί μεγαλύτερο χρόνο εξέτασής της», αναφέρει η Ελεγκτική Υπηρεσία. «Συνεπώς, και αυτή η πτυχή, όπως και το σύνολο των δεδομένων της κάθε περίπτωσης, θα πρέπει να εξετάζονται για να διαπιστωθεί αν υπήρχε παράλειψη της διοίκησης στην εξέταση της αίτησης σε εύλογο χρόνο», συμπληρώνει.
Στο μεταξύ, αναφέρει ότι θα επεκτείνει τον έλεγχο και στις άλλες περιπτώσεις πολιτογραφήσεων, για να προσθέσει ότι για κάθε περίπτωση θα πρέπει να εξεταστεί κατά πόσο η σχετική Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ήταν αιτιολογημένη και, αν υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες υπήρξε μεγάλη καθυστέρηση που εύλογα μπορεί να αποδοθεί σε κάποιας μορφής υπαιτιότητα ή αμέλεια εκ μέρους της διοίκησης, θα πρέπει γι’ αυτές να εξεταστεί κατά πόσο μπορεί τούτο να δικαιολογήσει παραγνώριση των νέων Κανονισμών και εφαρμογή του νομικού καθεστώτος που ίσχυε πριν τις 18.8.2020.
Σημειώνει ακόμα ότι «ουδέποτε δίνει γνωματεύσεις ή νομικές συμβουλές σε ελεγχόμενους οργανισμούς», σημειώνοντας ότι «το μόνο που κάνει η Ελεγκτική Υπηρεσία, είναι να ερμηνεύει καθηκόντως τα νομικό πλαίσιο το οποίο η ίδια χρησιμοποιεί ως κριτήριο ελέγχου σε περιπτώσεις ελέγχων συμμόρφωσης, ώστε να καταλήγει σε ασφαλή συμπεράσματα».
«Το σχετικά διεθνή πρότυπα παρέχουν σε μία Ελεγκτική Υπηρεσία την ευχέρεια λήψης συμβουλής από ειδικούς (όπως είναι ένας νομικός σύμβουλος), είναι ωστόσο σαφές ότι η αποκλειστική ευθύνη για την ορθότητα της έκθεσης παραμένει στους ώμους της Ελεγκτικής Υπηρεσίας», προσθέτει.
Στο πλαίσιο αυτό, αν κατά την εξέταση των 221 περιπτώσεων, η Ελεγκτική Υπηρεσία κρίνει ότι για οποιαδήποτε περίπτωση προκύπτουν ζητήματα για τα οποία θα ήταν αναγκαίο ή χρήσιμο να αναζητήσει νομική ή άλλη συμβουλή, θα πράξει τούτο, εφαρμόζοντας πάντα τα σχετικά ελεγκτικά πρότυπα, καταλήγει η ανακοίνωσή της.