Με στόχο την εξακρίβωση και την καλύτερη παρακολούθηση της επιδημιολογικής εικόνας, το Υπουργείο Υγείας προχώρησε στην αγορά 200.000 τεστ ταχείας ανίχνευσης αντιγόνου (antigen rapid test), τα οποία ήδη αξιοποιούνται για πληθυσμιακούς ελέγχους και σε στοχευμένα προγράμματα, σύμφωνα με ανακοίνωση, που μεταδίδει το Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών.
Η δειγματοληψία με τη μέθοδο rapid test αντιγόνου γίνεται με τον ίδιο τρόπο όπως στη μέθοδο της μοριακής εξέτασης (PCR), δηλαδή με ρινοφαρυγγικό επίχρισμα με τη χρήση στυλεού και η λήψη του δείγματος γίνεται από επαγγελματίες υγείας, που είναι καταρτισμένοι και σε θέση να εφαρμόζουν όλα τα απαραίτητα μέτρα ατομικής τους προφύλαξης, αναφέρεται.
Διευκρινίζεται πως τα rapid tests αντισωμάτων είναι διαφορετική εξέταση, με την οποία δεν ανιχνεύεται η νόσος COVID-19, αλλά το εάν ένα άτομο έχει νοσήσει από τον ιό.
Το Υπουργείο Υγείας αναφέρει ακόμα ότι η πρακτική των rapid test αντιγόνου ακολουθείται σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες και στοχεύει στον έλεγχο μεγάλου μέρους του πληθυσμού. Τα τεστ ταχείας ανίχνευσης αντιγόνου χρησιμοποιούνται, μεταξύ άλλων, σε περιπτώσεις όπου καταγράφεται υψηλό ιικό φορτίο και χρειάζεται να εντοπιστεί άμεσα όσο το δυνατό μεγαλύτερος αριθμός θετικών περιστατικών για να απομονωθούν, περιορίζοντας παράλληλα την πιθανότητα διασποράς του ιού στην κοινότητα.
Παρά το υψηλό ποσοστό ευαισθησίας (94%) που έχουν τα rapid test αντιγόνου που αγοράστηκαν στην Κύπρο, για να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ψευδώς θετικών αποτελεσμάτων, τα θετικά αποτελέσματα από τα rapid tests επαληθεύονται και με τη μέθοδο της μοριακής εξέτασης, προστίθεται.
Ως εκ τούτου, η καταγραφή και αναγνώριση των αποτελεσμάτων των συγκεκριμένων ελέγχων διαδραματίζει τον δικό της ρόλο σε ό,τι αφορά την έγκαιρη επέμβαση των αρμόδιων κρατικών Αρχών, αφού η συγκεκριμένη μέθοδος χρησιμοποιείται ως ένα επιπρόσθετο εργαλείο για τα κράτη, τα οποία επιβάλλεται να παρακολουθούν όσο το δυνατό πιο στενά την επιδημιολογική εικόνα στην επικράτειά τους.
Προειδοποιεί επίσης ότι η χρήση των τεστ ταχείας διάγνωσης και τα αποτελέσματα των ελέγχων από μη εγκεκριμένα/αδειοδοτημένα άτομα, μπορεί να προκαλέσει προβλήματα στην σωστή καταγραφή δεδομένων.