Δεκαπέντε αντί δέκα χρόνια ποινή φυλάκισης θα εκτίσει άντρας που καταδικάστηκε από το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας ως ένοχος σε έντεκα κατηγορίες που αφορούν σεξουαλικά αδικήματα κατά ανηλίκων, κατόπιν σχετικής ομόφωνης απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου που λήφθηκε έπειτα από έφεση του Γενικού Εισαγγελέα, ο οποίος προσέβαλε τις επιβληθείσες ποινές ως έκδηλα ανεπαρκείς.
Τα σεξουαλικά αδικήματα διαπράχθησαν κατά τριών ανήλικων αγοριών. Το Κακουργιοδικείο είχε επιβάλει για κάθε μια από τις έξι εκ των κατηγοριών ποινή φυλάκισης 5 ετών, ενώ σε κάθε μια από άλλες πέντε κατηγορίες ποινή φυλάκισης 10 ετών. Αποφάσισε, περαιτέρω, όπως οι ποινές συντρέχουν.
Στην απόφασή του το Ανώτατο κάνει λόγο για έκδηλη ανεπάρκεια ποινής και σημειώνει πως η ποινή φυλάκισης των 5 ετών που επιβλήθηκε σε κάθε μια από τις έξι κατηγορίες να εκτιθεί διαδοχικά με την ποινή φυλάκισης των 10 ετών που επιβλήθηκε σε κάθε μια από τις πέντε κατηγορίες έτσι ώστε το συνολικό ύψος της ποινής φυλάκισης που θα εκτίσει ο καταδικασθέντας να ανέλθει στα 15 έτη.
Στην απόφαση αναφέρεται πως «τα γεγονότα που καλύπτουν την ενώπιον μας περίπτωση και οι επιβαρυντικοί παράγοντες, όπως ανεδείχθησαν και από το ίδιο το Κακουργιοδικείο, μεταξύ των οποίων η επαναλαμβανόμενη έκνομη συμπεριφορά του Εφεσίβλητου επί τριών ανήλικων θυμάτων, τα αποτελέσματα που αυτή επέφερε στον ψυχικό τους κόσμο, η κατάχρηση, από μέρους του, της θέσης εμπιστοσύνης και επιρροής που είχε λόγω της ιδιότητας του εκπαιδευτή/προπονητή, καθόσον αφορά τα δύο από τα τρία θύματα, καθιστούσαν την υπό κρίση περίπτωση άκρως ειδεχθή.
Επίσης επισημαίνεται πως «η κατ’ επανάληψη στηλίτευση από το Κακουργιοδικείο των πράξεων του Εφεσίβλητου, δεδομένης της σοβαρότητας, όπως ορθώς το ίδιο διαπίστωσε, των αδικημάτων που αυτός διέπραξε, των περιστάσεων τους και της έκτασης τους καθώς και της γενικότερης αποτίμησης της παράνομης συμπεριφοράς του εφεσίβλητου, σαφώς και δεν αντανακλάται στην απόφασή του, όχι τόσο λόγω του ύψους των ποινών αφ’ εαυτού, αλλά ένεκα της επιβολής συντρεχουσών ποινών».
«Η ποινική μεταχείριση του εφεσίβλητου μέσω της επιβολής συντρεχουσών ποινών αναμφίβολα οδήγησε, εν προκειμένω, στην έκδηλη ανεπάρκεια της ποινής και, ως εκ τούτου, δικαιολογείται η επέμβαση του εφετείου», σημειώνει το Ανώτατο.