Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε πρόσφατα έφεση για μείωση ποινής σε υπόθεση κλοπής από πρώην διευθυντή τυπογραφείου €434.886.
Σύμφωνα με την απόφαση του Ανωτάτου ο εφεσείων εργαζόταν ως διευθυντής τυπογραφείου και υπ’ αυτή του την ιδιότητα «για μια μακρά περίοδο από τον Ιανουάριο 2012 μέχρι τον Απρίλιο 2017 είχε επιδοθεί σε μια περίτεχνη εγκληματική δραστηριότητα, με την χρήση πλαστών τιμολογίων και την παρουσίαση εικονικών αγορών, ώστε να εξασφαλίσει με ψευδείς παραστάσεις εις βάρος των εργοδοτών του το σοβαρό συνολικό ποσό των €434.886,51. Αυτά αποκαλύφθηκαν όταν ο εφεσείων απολύθηκε ως πλεονάζον προσωπικό».
Ως αποτέλεσμα, αναφέρεται, «αντιμετώπισε μεγάλο αριθμό κατηγοριών για πλαστογραφία και κυκλοφορία πλαστού εγγράφου (μέγιστη προβλεπόμενη ποινή 3 χρόνια φυλάκιση), εξασφάλιση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις (μέγιστη προβλεπόμενη ποινή 5 χρόνια φυλάκιση), κατηγορίες για κλοπή υπό αντιπροσώπου (μέγιστη προβλεπόμενη ποινή 14 χρόνια φυλάκιση), ως επίσης και κατηγορία για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (μέγιστη προβλεπόμενη ποινή 14 χρόνια φυλάκιση ή και χρηματική ποινή μέχρι €500.000)».
Το πρωτόδικο δικαστήριο, προστίθεται, «έλαβε υπόψη την αδιαμφισβήτητη σοβαρότητα των αδικημάτων και την απαράδεκτη συχνότητα με την οποία αυτά διαπράττονται, ως επίσης και την ιδιαίτερα αρνητική επίδραση που έχουν, τόσο στην ασφάλεια των συναλλαγών, όσο και στην αναγκαία εμπιστοσύνη που πρέπει να χαρακτηρίζει τις σχέσεις εργοδοτών και εργαζομένων».
«Ορθά, λοιπόν, κατέληξε στην ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικής ποινής εφόσον το στοιχείο της αποτροπής είναι αλληλένδετο με τη σοβαρότητα των εγκλημάτων και την εγγενή ανάγκη της αποτροπής τους. Από την άλλη, έλαβε υπόψη την παραδοχή, το λευκό ποινικό μητρώο και τις προσωπικές περιστάσεις, επιβάλλοντας συντρέχουσες ποινές φυλάκισης από 3 μέχρι 6½ χρόνια στις πιο σοβαρές κατηγορίες (κλοπή από γραμματέα και νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες)», σημειώνεται.
Με την έφεση προσβάλλεται η ποινή ως έκδηλα υπερβολική, με αναφορά στην παραδοχή, στο λευκό ποινικό μητρώο και ιδιαίτερα στις προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις. Ως προς το τελευταίο αυτό ζήτημα, το Ανώτατο προβληματίστηκε από το ζήτημα του μεγαλύτερου παιδιού του εφεσείοντα, 22 χρονών, το οποίο παρουσιάζει σοβαρή αυτιστική διαταραχή και νοητική υστέρηση.
«Δεν παραβλέπουμε την ιδιαιτερότητα και τη δυσμενή επίδραση της φυλάκισης του πατέρα στο παιδί αυτό», αναφέρεται.
Η παρέμβαση όμως του Εφετείου, προστίθεται, «δικαιολογείται μόνο όταν η ποινή θεωρείται έκδηλα, δηλαδή εξ αντικειμένου, υπερβολική».
«Σε περιπτώσεις όπου είναι αναγκαία η επιβολή αποτρεπτικής ποινής, έστω και αν η υποχρέωση για εξατομίκευση της τιμωρίας ώστε να αρμόζει στις συνθήκες του παραβάτη δεν ατονεί, δεν πρέπει η εξατομίκευση να εξουδετερώνει τη σοβαρότητα του αδικήματος ή την ανάγκη αποτροπής», επισημαίνεται.
Τούτο ισχύει ιδιαίτερα, προστίθεται, «στην παρούσα υπόθεση λόγω της πολύ σοβαρής και μακράς παράνομης δραστηριότητας του εφεσείοντα, του υψηλού οφέλους που είχε από τέτοια δραστηριότητα και του γεγονότος ότι δεν επέστρεψε κανένα ποσό. Δεν μπορεί η εξατομίκευση να δίδει την εικόνα πως η παρανομία συμφέρει».
Έχοντας κατά νου «όλα τα παραπάνω και ιδιαιτέρως την σωστή διάσταση της σημασίας που μπορεί να αποδοθεί στις προσωπικές περιστάσεις όταν απαιτείται η επιβολή αποτρεπτικής ποινής, δεν θεωρούμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο υπερέβη τα όρια της διακριτικής του ευχέρειας, καθορίζοντας τις ποινές που επέβαλε, ώστε να δικαιολογείται η εξ αντικειμένου επέμβαση του Εφετείου», αποφάνθηκε το Ανώτατο.
«Θα απορρίψουμε την έφεση με τη βεβαιότητα ότι οι αρχές του κράτους παρέχουν κάθε δυνατή διευκόλυνση, στα μέτρα της νομιμότητας και των κανονισμών, σε σχέση με το μεγαλύτερο παιδί του εφεσείοντα», καταλήγει η απόφαση του Ανωτάτου.