Η αποτρεπτικότητα των ποινών προς αντιμετώπιση του εγκλήματος αυτής της φύσεως ήταν και παραμένει το κυρίαρχο στοιχείο, εφόσον πρωταρχική σημασία έχει η ανάγκη αντιμετώπισης των σοβαρών συνεπειών που προκύπτουν για τα άτομα και την κοινωνία από την κατοχή και εμπορία ναρκωτικών, σημειώνει το Ανώτατο Δικαστήριο σε πρόσφατη απόφασή του με την οποία απορρίπτει έφεση για μείωση της ποινής που είχε επιβληθεί σε υπόθεση που αφορούσε σχεδόν ένα κιλό κοκαΐνης.
Συγκεκριμένα, όπως παρατίθεται στην απόφαση του Ανωτάτου, ο εφεσείων καταδικάστηκε από το Κακουργιοδικείο Λάρνακας-Αμμοχώστου μετά από παραδοχή για τη διάπραξη κακουργημάτων αναφορικά με ναρκωτικά τάξεως Α, ήτοι για το ότι προμηθεύτηκε 995,9 γρ. κοκαΐνης, από άλλο πρόσωπο, για το ότι κατείχε τα ναρκωτικά αυτά και για το ότι τα κατείχε με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα. Του επιβλήθηκαν δύο ποινές 4 και 8 χρόνων φυλάκισης οι οποίες διατάχθηκε όπως συντρέχουν.
Η ποινή των οκτώ χρόνων εφεσιβλήθηκε ως «έκδηλα υπερβολική».
«Το έγκλημα που διέπραξε ο εφεσείων είναι ιδιαζόντως σοβαρό αφορώντας σε ένα σχεδόν κιλό κοκαΐνης. Το ανώτατο προβλεπόμενο όριο ποινής είναι η ισόβια φυλάκιση», αναφέρεται στην απόφαση του Ανωτάτου.
Όμως, προστίθεται, «δεν είναι μόνο αυτό που έχει σημασία. Είναι περιττό να αναφερθούμε στις ολέθριες συνέπειες που θα είχε η επιτυχία του εγχειρήματος στο οποίο ο εφεσείων δέχθηκε να αναλάβει ρόλο, έναντι οικονομικού ανταλλάγματος ή ευεργετήματος, όποιο ή όσο και αν ήταν αυτό».
«Τα εγκλήματα αυτής της φύσεως βρίσκονται σε ασυγκράτητη έξαρση. Παρά τις αυστηρές ποινές που επιβάλλονται, η αυξητική τάση δεν έγινε κατορθωτό να αποτραπεί επειδή, όπως διαπιστώθηκε στην Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 124, “αδίστακτοι εγκληματίες με μόνο κίνητρο το οικονομικό όφελος, γίνονται συνεργοί στη διάδοση των ναρκωτικών”».
«Η θλιβερή αυτή διαπίστωση δεν σημαίνει ότι τα δικαστήρια θα πρέπει να εγκαταλείψουν το καθήκον τους για επιβολή των αυστηρών και αποτρεπτικών ποινών που αρμόζουν. Το αντίθετο είναι που επιβάλλεται», σημειώνεται.
Σύμφωνα με το Ανώτατο, «η αποτρεπτικότητα των ποινών προς αντιμετώπιση του εγκλήματος αυτής της φύσεως ήταν και παραμένει το κυρίαρχο στοιχείο, εφόσον πρωταρχική σημασία έχει η ανάγκη αντιμετώπισης των σοβαρών συνεπειών που προκύπτουν για τα άτομα και την κοινωνία, από την κατοχή και εμπορία ναρκωτικών».
«Συνεπώς οι προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις δεν μπορούν να είναι βαρύνουσας σημασίας. Η εξατομίκευση της ποινής έχει μεν το ρόλο της, δεν μπορεί όμως να οδηγήσει σε εξουδετέρωση της αποτρεπτικότητας της ποινής αναφορικά με αδικήματα που σχετίζονται με ναρκωτικά», αναφέρεται ενώ προστίθεται ότι «δεν διαπιστώνουμε, εν προκειμένω, ιδιαίτερες προσωπικές ή οικογενειακές περιστάσεις».
Η ποινή, αποφαίνεται το Δικαστήριο απορρίπτοντας την έφεση, «δεν είναι έκδηλα, εξ αντικειμένου, υπερβολική ώστε να είναι επιτρεπτή η παρέμβαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως Εφετείου».
ΠΗΓΗ: ΚΥΠΕ