Απέτυχε να στοιχειοθετήσει την υπόθεση σε βάρος των πέντε κατηγορουμένων από το Ισραήλ για την υπόθεση βιασμού 20χρονης από την Βρετανία στην Αγία Νάπα η Νομική Υπηρεσία, με το Μόνιμο Κακουργιοδικείου Αμμοχώστου να τους αθωώνει ομόφωνα και να τους απαλλάσσει από όλες τις κατηγορίες, αφού η παραπονούμενη υπέπεσε σε αντιφάσεις, γεγονός που κρίθηκε αναξιόπιστη, λαμβάνοντας υπόψη πως ήταν υπό την επήρεια αλκοόλ και ναρκωτικών.
Συγκεκριμένα το Κακουργιοδικείο που συνεδριάζει στην Αμμόχωστο (Ν. Μαθηκολώνη, Π.Ε.Δ., Μ. Παπαθανασίου, Α.Ε.Δ., Ε. Κ. Μιντή, Ε.Δ.), μετά από ακροαματική διαδικασία, που διεξήχθη εν μέρει κεκλεισμένων των θυρών, απάλλαξε και αθώωσε τους κατηγορούμενους 1-5 σε σχέση με όλες τις κατηγορίες που αντιμετώπιζαν και οι οποίες αφορούσαν σε δύο κατηγορίες βιασμού (κατηγορίες 1 και 2), μία κατηγορία σεξουαλικής κακοποίησης δια διείσδυσης (κατηγορία 3), μία κατηγορία εξαναγκασμού σε διάπραξη συνουσίας ή άλλων πράξεων σεξουαλικού χαρακτήρα (κατηγορία 4), μία κατηγορία σεξουαλικής παρενόχλησης (κατηγορία 5) και τέλος, μία κατηγορία απαγωγής (κατηγορία 6).
Το Δικαστήριο τόνισε εξ αρχής, όπως αναφέρει σε ανακοίνωση του, «πως παρά το γεγονός ότι η μαρτυρία της παραπονούμενης παρουσίαζε εγγενείς αδυναμίες ως προς το ζήτημα της αναγνώρισης και ταυτοποίησης προσώπων με πράξεις, εντούτοις το Δικαστήριο, έχοντας υπόψη πως υπό τις περιστάσεις που εξιστόρησε η 20χρονη, η αναγνώριση και ταυτοποίηση προσώπων δεν είναι αφύσικο να παρουσιάζει κάποιες αδυναμίες, επεξήγησε πως η αξιοπιστία της δεν θα ελεγχόταν μηχανιστικά με αναφορά στο ζήτημα της αναγνώρισης αλλά από την ουσία των γεγονότων που εξιστόρησε, απογυμνωμένη, κατ’ αρχάς, από ταυτοποιήσεις με πρόσωπα, έτσι ώστε να ελεγχθεί γνήσια η αξιοπιστία της».
Ως προέκυψε όμως κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας, η εκδοχή της παραπονούμενης δεν είχε συνοχή και περιείχε πολλές ουσιώδεις αντιφάσεις, ιδωθείσα αφ’ εαυτής αλλά και συγκρινόμενη με άλλη αξιόπιστη μαρτυρία – μη προερχόμενη από τους κατηγορούμενους – έτσι που δεν θα μπορούσε να αποτελέσει ασφαλές υπόβαθρο για την εξαγωγή ευρημάτων επί αμφισβητούμενων ζητημάτων, όπως ήταν και το ζήτημα της συναίνεσης για το ό,τι συνέβη εντός του επίδικου δωματίου.
Ενδεικτικά, το Κακουργιοδικείο στην απόφαση του, σημειώνει τα ακόλουθα:
(α) «Δεν κρίθηκε πειστική η θέση της ότι μεταφέρθηκε από την πισίνα (όπου διεξαγόταν πάρτι, παρουσία πέραν των 100 ατόμων, μεταξύ αυτών και στενός της φίλος ο οποίος την είδε απλά να πηγαίνει πάνω στο δωμάτιο με κάποιο πρόσωπο) στο δωμάτιο δια της βίας.
(β) Κατά την αναγνωριστική διαδικασία ανέφερε στην αστυφύλακα πως σεξουαλική επαφή χωρίς τη θέληση της είχε μ’ ένα μόνο πρόσωπο ενώ στις καταθέσεις που έδωσε στη συνέχεια υποστήριξε πως τέτοια επαφή είχε με δύο πρόσωπα,
(γ) Στην πρώτη της κατάθεση ανέφερε ότι σεξουαλικές πράξεις σε βάρος της έκαναν τρία πρόσωπα και ότι το τέταρτο πρόσωπο που εισήλθε στο δωμάτιο σε επόμενο στάδιο δεν έκανε κάτι σε βάρος της, ενώ δεν αναφέρθηκε καν σε πέμπτο πρόσωπο παρότι αναγνώρισε πέντε πρόσωπα ως ευρισκόμενα στο δωμάτιο και ως ήταν επόμενο δεν απέδωσε καμία σεξουαλική πράξη ούτε στο πέμπτο πρόσωπο,
(δ) Στη δεύτερη της κατάθεση απέδωσε σεξουαλικές πράξεις σε πέντε πρόσωπα, μεταξύ αυτών και στα δύο πρόσωπα που εισήλθαν στο δωμάτιο τελευταία και στα οποία ως αναφέρθηκε προηγουμένως δεν απέδωσε οποιοδήποτε ρόλο ή κάποια πράξη σε βάρος της, και μάλιστα στα δύο αυτά πρόσωπα απέδωσε συγκεκριμένες πράξεις που στην πρώτη της κατάθεση απέδωσε σε άλλα πρόσωπα, όταν τα εν λόγω δύο πρόσωπα δεν βρίσκονταν καν στο δωμάτιο.
(ε) Η θέση της ότι κατά τη διάρκεια του συμβάντος φώναζε για να ακουστεί και να τύχει βοήθειας διαψεύδεται από τις ενοίκους του διπλανού δωματίου, οι οποίες για λόγους που επεξηγούνται κρίθηκε πως ήταν στο δωμάτιο κατά τον κρίσιμο χρόνο και ήταν σε θέση να ακούσουν κάποιον αν φώναζε.
(στ) Η θέση της πως σε δύο διαφορετικές περιπτώσεις ένα πρόσωπο που βρισκόταν εντός του δωματίου άνοιγε την πόρτα ώστε περαιτέρω πρόσωπα να εισέλθουν, καταρρίπτεται από τη μαρτυρία της receptionist η οποία για λόγους που επεξηγούνται στην απόφαση γίνεται αποδεκτό πως ήταν αυτή που άνοιξε την πόρτα στα δύο αυτά στάδια, ώστε διαδοχικά περαιτέρω πρόσωπα να εισέλθουν στο δωμάτιο.
(στ) Αντίφαση εντοπίστηκε στη μαρτυρία της και εν σχέση με την αδιαμφισβήτητη μαρτυρία της ως προς τον τρόπο διεξαγωγής της αναγνωριστικής διαδικασίας, ενώ περισσότερες αντιφάσεις εντοπίστηκαν και σε σχέση με τις ίδιες τις αναγνωρίσεις στις οποίες προέβη. Παρόλο δε που σημειώθηκε από το Δικαστήριο πως τέτοιες αντιφάσεις δεν είναι παράδοξο να συμβούν, εντούτοις αυτό που ενέτεινε τις αμφιβολίες αναφορικά με την αξιοπιστία της Παραπονούμενης ήταν οι καθ’ όλα δυσνόητες και αλλοπρόσαλλες εξηγήσεις που προσπάθησε να δώσει εν σχέσει με τις αντιφάσεις που παρουσιάζονται στις αναφορές της, οδηγώντας το Δικαστήριο να μην μπορεί εν τέλει να αντιληφθεί ποιος ήταν ο λόγος που προέβη σε αυτές αντιφατικές αναφορές εν σχέσει με τις αναγνωρίσεις.
(ζ) Περιπλέον μαζί με τα πιο πάνω συνυπολογίστηκε και το ότι η παραπονούμενη βρισκόταν σύμφωνα με τις εξετάσεις του κρατικού χημείου υπό την επήρεια σημαντικής ποσότητας αλκοόλης καθώς και ναρκωτικών τάξεως A (MDA και MDMA), ωστόσο όχι τέτοιας έκτασης που να της αφαίρεσε τη δυνατότητα να συναινέσει, αφού ως ήταν και η θέση της ίδιας εκ της κατανάλωσης αισθανόταν μόνο λίγο ζαλισμένη».
Υπό το φως όλων των ανωτέρων ουσιαστικών ρηγμάτων στη μαρτυρία της, όπως αναφέρεται στην ανακοίνωση του Κακουργιοδικείου, η παραπονούμενη κρίθηκε αναξιόπιστη, ενώ σε σχέση με τις κακώσεις που είχε, το Δικαστήριο ανέφερε πως δεν ήταν δυνατόν να καθοριστεί πως δεν είχαν προηγηθεί του συμβάντος.
«Το γεγονός δε πως μετά το συμβάν η ίδια περιγράφεται να ευρίσκεται σε αναστατωμένη κατάσταση, δεν μπορεί ούτε και αυτό να αλλοιώσει τις ανακολουθίες που εντοπίζονται στη μαρτυρία της, ούτε όμως και να οδηγήσει στο μόνο συμπέρασμα πως η αναστάτωση της οφειλόταν στο ότι προηγήθηκε σεξουαλική επαφή χωρίς τη συναίνεση της και όχι για παράδειγμα στη συνδυασμένη χρήση αλκοόλ και ναρκωτικών ή και στο ότι είχε μετανιώσει για ό,τι έγινε».
Οι κατηγορούμενοι εκπροσωπήθηκαν από τους δικηγόρους Πάρη Λοΐζου, Στέφανο Στεφάνου, Μαρία Νεοφύτου και Δημήτρη Τσολακίδη.
Μετά την ανακοίνωση της απόφασης, ο κ. Πάρης Λοΐζου που εκπροσωπούσε τους κατηγορούμενους 4 και 5 στην υπόθεση, μιλώντας στον REPORTER, είπε πως «έλαμψε η Δικαιοσύνη μετά από ενάμιση περίπου χρόνο. Η απόφαση του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Αμμοχώστου ήταν εξαιρετική και πλήρως εμπεριστατωμένη».
Σημείωσε ακόμα ότι «είναι όλοι πάρα πολύ συγκινημένοι μετά από αυτή την απόφαση. Επιτέλους η Δικαιοσύνη έλαμψε και αποδείχθηκε ότι υπάρχει Δικαιοσύνη στην Κύπρο».