Το Ανώτατο επικύρωσε πρόσφατα πρωτόδικη απόφαση, η οποία είχε ακυρώσει την απόφαση της Γενικής Λογίστρια για αποκοπή από το μισθό της Διευθύντριας του ΑΞΙΚ ποσού γύρω στις €15.000 για ανάκτηση όσων είχαν πληρωθεί σε δύο έκτακτους εκπαιδευτές οι οποίοι κρίθηκε ότι απασχολήθηκαν παράτυπα, σημειώνοντας ότι «η διοίκηση οφείλει να μη δρα αντιφατικά και σίγουρα δεν μπορεί με βάση δικές της ενέργειες ή παραλείψεις να πράττει εν τέλει κατά τρόπο αντίθετο προς τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του διοικούμενου».
Η απόφαση για αποκοπή το ποσού λήφθηκε το 2013 ενώ η πρωτόδικη απόφαση εκδόθηκε το 2015.
Συγκεκριμένα, όπως αναφέρεται στην απόφαση του Ανωτάτου, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι «η απόφαση της Γενικής Λογίστριας λήφθηκε χωρίς να εξεταστεί το υπόβαθρο της εντολής ή της συνεννόησης της Εφεσίβλητης με το αρμόδιο Υπουργείο για τη συνέχιση της απασχόλησης των δύο εκπαιδευτών στο ΑΞΙΚ, ώστε να μπορέσει να συνεχιστεί η εφαρμογή των προγραμμάτων σπουδών του Ινστιτούτου και χωρίς επίσης να οριοθετηθεί η ευθύνη της στην όποια δήθεν «παράτυπη» απασχόληση των εκπαιδευτών».
Εξετάζοντας την έφεση που έγινε από πλευράς της Κυπριακής Δημοκρατίας δια μέσου του Γενικού Λογιστηρίου και του Υπουργείου Οικονομικών το Ανώτατο, σε πενταμελή σύνθεσή του, αναφέρει μεταξύ άλλων ότι «η δέουσα έρευνα προκύπτει ως αναγκαιότητα αφού πρόκειται για δυσμενή πράξη έναντι της Εφεσίβλητης η οποία μάλιστα επιφέρει σοβαρή κύρωση».
Η πληρωμή που έγινε στους δύο εκπαιδευτές, συνεχίζει η απόφαση του Ανωτάτου, «θα έπρεπε να εξετασθεί όχι ως έλλειμα με μαθηματική αποτίμηση, αλλά οι περιστάσεις εν προκειμένω επέβαλλαν μία αξιολόγηση ενεργειών ή παραλείψεων, διεργασιών και δεδομένων που προέκυψαν σε ένα ευρύ χρονικό πλαίσιο με πολλούς εμπλεκομένους στη βάση της ανάγκης που διαπιστώθηκε ότι έπρεπε να εξευρεθεί τρόπος οι δύο αυτοί εκπαιδευτές να συνεχίσουν να εκτελούν τα καθήκοντα τους μέχρι τη λήξη της ακαδημαϊκής χρονιάς».
«Στην παρούσα υπόθεση δεν υπήρχαν, άνευ ετέρου, απλά, ακλόνητα δεδομένα ελλείμματος ωςμαθηματική αποτίμηση. Aντίθετα. H κύρωση που επιβλήθηκε στην Εφεσίβλητη προϋπέθετε στην πράξη στοιχειοθέτηση υπαιτιότητας, η οποία θα προέκυπτε μόνο μέσα από εύλογη έρευνα», προσθέτει.
Δεν θα συμφωνήσουμε, σημειώνουν οι Δικαστές του Ανωτάτου, με τον απλουστευμένο τρόπο αντίκρισης του θέματος από την πλευρά των Εφεσειόντων ως προς την αναγκαιότητα«αποκοπής του μισθού» ως σχεδόν αυτοδίκαιη τιμωρία, αφού ακριβώς η όλη εξέλιξη των γεγονότων οδήγησε στην επιβολή σοβαρής κύρωσης της Εφεσίβλητης χωρίς να ανιχνευθούν και να αξιολογηθούν τα σημεία αφενός της κατά πάντα χρόνο γνώσεως αλλά και της συμφωνίας του αρμόδιου Υπουργείου για το πρόβλημα και αφετέρου των πολλαπλών διεργασιών που λάμβαναν χώρα από όλους τους φορείς για επίλυση του προβλήματος».
Μεταξύ άλλων, επισημαίνεται ότι εφόσον οι ενέργειες της Διευθύντριας του ΑΞΙΚ, «με ομολογία των ίδιων των Εφεσειόντων, έγιναν σε συνεννόηση με το Υπουργείο, η στοχοποίηση της Εφεσίβλητης στα πλαίσια του συγκεκριμένου Νόμου με τον τρόπο που συνετελέσθη πλήττει καίρια και κύρια την αρχή της χρηστής διοίκησης καιτης εμπιστοσύνης, αφού η διοίκηση κυριαρχικά και απομονώνοντας το αποτέλεσμα από ένα σύνολο προηγηθέντων ενεργειών και εμπλεκομένων προσώπων έκρινε – χωρίς μάλιστα τη δέουσα έρευνα όπως εξηγήθηκε – την Εφεσίβλητη «ένοχη» επιβάλλοντας μια σημαντική κύρωση».
Το Δικαστήριο διαφωνεί με την θέση των εφεσίβλητων ότι με την απόφαση κατά της Διευθύντριας του ΑΞΙΚ συνηγορούσε ο Γενικός Εισαγγελέας και προς αυτό επικαλείται την σύμφωνο απόψή του για «να διεξαχθεί διοικητική έρευνα για τη διαπίστωση των τυχόν ευθυνών και εάν διαπιστωθεί απ’ αυτή ότι συγκεκριμένοι λειτουργοί φέρουν ευθύνη, να μελετηθεί το ενδεχόμενο πειθαρχικής δίωξής τους», προσθέτοντας ότι «κάτι τέτοιο όμως δεν έγινε».
Το Ανώτατο σημειώνει στην απόφασή του, «στη βάση του διοικητικού φακέλου διάφορα σημειώματα και έγγραφα προερχόμενα από το Υπουργείο Εργασίας καταδεικνύουν κοινή προσπάθεια του Υπουργείου με την Εφεσίβλητη σε συμφωνημένο πλαίσιο ενεργειών για διευθέτηση του προβλήματος, καθώς “το ΑΞΙΚ θα έμενε εκτεθειμένο λόγω των εκπαιδευτικών αναγκών του με αποτέλεσμα την απασχόληση των δύο εκπαιδευτών του”».
Όλα τα πιο πάνω, αναφέρει σε άλλο σημείο το Ανώτατο Δικαστήριο, «ενισχύουν το συμπέρασμα της ευπαιδεύτου πρωτόδικης Δικαστού για παραβίαση της αρχής της εμπιστοσύνης και της χρηστής διοίκησης».
«Η διοίκηση οφείλει να μη δρα αντιφατικά και σίγουρα δεν μπορεί με βάση δικές της ενέργειες ή παραλείψεις να πράττει εν τέλει κατά τρόπο αντίθετο προς τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του διοικούμενου», επισημαίνει.
Πηγή: ΚΥΠΕ