Απορρίφθηκε η έφεση που κατατέθηκε εκ μέρους του Νάσου Δημητρίου, ο οποίος καταδικάστηκε τον Ιούλιο του 2019 σε 10 χρόνων φυλάκιση για την απόπειρα φόνου εναντίον του Μιχάλη Βασιλείου, στον Μαζωτό της Επαρχίας Λάρνακας.
Υπενθυμίζεται ότι τον Δεκέμβριο του 2016, μετά από λεκτική αψιμαχία και συμπλοκή, ο Δημητρίου επιτέθηκε στο θύμα με μαχαίρι, καταφέρνοντας δύο κτυπήματα, το δεύτερο εκ των οποίων στο μέρος της καρδιάς, όπως αναφερόταν στην απόφαση του Κακουργιοδικείου. Ο κατηγορούμενος για την απόπειρα βρέθηκε ένοχος σε τρεις κατηγορίες, και του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης, με μέγιστη αυτή των 10 ετών για την απόπειρα φόνου.
Μέσω της έφεσης, ο καταδικασθέντας υποστήριξε ότι κατά την απόφαση για το μέγεθος της ποινής που του επιβλήθηκε, δε λήφθηκαν υπόψη μετριαστικοί παράγοντες, όπως η οικονομική εξάρτηση της οικογένειάς του από την εργασία του, το λευκό ποινικό μητρώο, το νεαρό της ηλικίας, η συνεργασία του με τις αρχές, η ομολογία και η ένδειξη μεταμέλειας, όπως και το γεγονός ότι η επίθεση ακολούθησε έπειτα από λεκτική πρόκληση του θύτη από το θύμα. Αναφέρει, επίσης, ότι «η επιβληθείσα ποινή δεν είναι αναμορφωτική αλλά έκδηλα τιμωρητική».
Το Εφετείο απέπεμψε τους ισχυρισμούς της έφεσης, αναφέροντας ότι το Κακουργιοδικείο στήριξε την απόφασή του στην αξιολόγηση της κατηγορίας για απόπειρα φόνου, που «είναι από τα σοβαρότερα αδικήματα που περιέχονται στον Ποινικό Κώδικα, όπως καταφαίνεται από την ανώτατη στον νόμο προβλεπόμενη ποινή, τη δια βίου φυλάκιση». Προσθέτει, δε, πως ορθά έκρινε ότι «στόχος του εφεσείοντα ήταν η φόνευση του θύματος», πράγμα που, σύμφωνα με την απόφαση, τοποθετεί «τη σοβαρότητα του αδικήματος σε υψηλό επίπεδο».
Επιπρόσθετα, το Εφετείο τονίζει ότι ρόλος του δεν είναι η επέμβαση για επανακαθορισμό της ποινής, αλλά επεμβαίνει μόνο όταν διαπιστωθεί ότι «η ποινή είναι αποτέλεσμα σφάλματος αρχής ή έκδηλα ανεπαρκής ή έκδηλα υπερβολική, όπως αναφέρεται στην απόφαση».
«Το Κακουργιοδικείο στηρίχθηκε στη σοβαρότητα των αδικημάτων σε συνάρτηση με τις περιστάσεις που το περιέβαλλαν», αναφέρει η απόφαση του Εφετείου. Σημειώνει, δε, ότι λήφθηκαν υπόψη και μετριαστικοί παράγοντες για την επιβολή της ποινής, όμως επιβαρυντικά αξιολογήθηκαν οι συνέπειες του τραυματισμού, καθώς το θύμα, «εντός σύντομου χρόνου από το μαχαίρωμα, υπέστη καρδιακή ανακοπή», ενώ μετά την επαναφορά του, εισήλθε δύο φορές στο χειρουργείο για να διαπιστωθεί, εν τέλει με την αποσωλήνωσή του ότι υπέστη νευρολογική βλάβη», πράγμα που συνεπάγεται ότι «ο τραυματισμός αλλοίωσε την ποιότητα της ζωής του, χωρίς περιθώριο καλυτέρευσης».
Το Εφετείο καταλήγει ότι δεν διαπιστώθηκε «οποιαδήποτε παράλειψη ή σφάλμα αρχής στην απόφαση του Κακουργιοδικείου» και ότι «η ποινή στη βάση των δεδομένων και των νομικών αρχών» είναι τέτοια ώστε να μη χωρεί παρέμβασή του.