Τον πρώην Διευθυντή των Φαρμακευτικών Υπηρεσιών (ΦΥ) Αρθούρο Ισσέγιεκ και το φαρμακοποιό των ΦΥ Αντώνη Κοντεμενιώτη αθώωσε το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, σήμερα, από σειρά κατηγοριών που αντιμετώπιζαν σε σχέση με κατάχρηση εξουσίας, συνωμοσία προς διάπραξη πλημμελήματος και απόκρυψης πληροφοριών ή στοιχείων από τον Γενικό Ελεγκτή της Δημοκρατίας.
Η υπόθεση αφορούσε την προκήρυξη διαγωνισμού το 2011 που αφορούσε την προμήθεια του φαρμάκου Deferasirox (Exjade®) στα κρατικά νοσηλευτήρια για τις ανάγκες 118 ασθενών για περίοδο 3 ετών, δηλαδή ποσότητας 204, 195, 600 mg. Ο πρώην Διευθυντής των Φαρμακευτικών Υπηρεσιών αντιμετώπιζε την κατηγορία ότι γνώριζε ότι υπήρχε έγκριση από το Υπουργείο Υγείας για προμήθεια του Exjade για τις ανάγκες μόνο 38 ασθενών.
«Η Κατηγορούσα Αρχή απέτυχε να αποδείξει τις κατηγορίες πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Ως εκ τούτου οι κατηγορούμενοι 1 και 2 αθωώνονται και απαλλάσσονται σε σχέση με όλες τις κατηγορίες που αντιμετωπίζουν», αποφαίνεται ο Δικαστής στην απόφασή του.
Η Κατηγορούσα Αρχή, σημειώνει ο Δικαστής, «όφειλε να αποδείξει ότι ο κατηγορούμενος 1 διέταξε τη χορήγηση του Exjade στα εν λόγω πρόσωπα πάλι χωρίς την έγκριση του Υπουργείου Υγείας».
Οφείλω να πω, σημειώνει ο Δικαστής σε άλλο σημείο της απόφασης, «ότι μου προκάλεσε εντύπωση η διάσταση απόψεων μεταξύ των μαρτύρων». «Η διάσταση αυτή, έχοντας κατά νου ότι έδωσαν και καταθέσεις στην Αστυνομία, δεν φαίνεται να απασχόλησε τις διωκτικές αρχές», αναφέρει. Έπρεπε όμως, επισημαίνει, «γιατί έθετε τη γραμμή της σε αμφιβολία, αφού δεν ήταν ξεκάθαρη η ακολουθητέα πρακτική. Δεν ήταν θέμα επιλογής «ερμηνείας» κάποιων μαρτύρων αλλά πρακτικής η οποία σχετίζεται και με τη διαπίστωση πρόθεσης για τη διάπραξη των αδικημάτων που καταλογίζονται στους κατηγορούμενους».
«Οι αποφάσεις που ακολούθησαν του διαγωνισμού και που αφορούσαν διευκρινίσεις ειδικά για το Exjade δείχνουν ότι προέκυψε πρόβλημα μετά από διαφωνία για την ακολουθητέα πρακτική παρά σκοπιμότητα», αναφέρει.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι λεπτομέρειες σε όλες τις κατηγορίες παραπέμπουν σε έγκριση του «Υπουργείου Υγείας» και όχι του Υπουργού Υγείας ή της Επιτροπής Φαρμάκων.
«Με βάση τα πιο πάνω ευρήματα μου ότι δηλαδή δεν απαιτείτο απόφαση του ΥπΥ (ούτε δηλαδή του «Υπουργείου Υγείας») για την αύξηση των ασθενών εφόσον υπήρχαν οι αναγκαίες πιστώσεις δεν διαπιστώνω ότι ο κατηγορούμενος 1 ενήργησε αυθαίρετα εξουσιοδοτώντας την προκήρυξη του εν λόγω διαγωνισμού» σημειώνεται.
Κατά τρόπο ανάλογο, προσθέτει, «δέχομαι ότι και ο κατηγορούμενος 2 προέβη στη σύνταξη και αποστολή του Τεκμηρίου 48 με την εξουσιοδότηση του κατηγορούμενου 1, οπότε και δεν υπήρξε αυθαίρετη αναθεώρηση του αριθμού των ασθενών».
Η Κατηγορούσα Αρχή σε κάθε περίπτωση απέτυχε να αποδείξει ότι ενήργησαν κατά τρόπο που να γνώριζαν ότι οι ανάγκες δεν θα μπορούσαν να ανέλθουν στους 118 ασθενείς ούτε ότι δεν υπήρχαν ή ότι δεν είχαν εγκριθεί οι αναγκαίες πιστώσεις.
Η Κατηγορούσα Αρχή, αναφέρεται σε άλλο σημείο της απόφασης, «όφειλε να αποδείξει ότι οι κατηγορούμενοι 1 και 2 μεταξύ της 29/2/2012 και της 7/5/2012, εν γνώσει τους, απέκρυψαν στοιχεία σε σχέση με τον εν λόγω διαγωνισμό».
Αν και, διευκρινίζεται, «στο κατηγορητήριο δεν εξειδικεύεται ακριβώς τι ήταν αυτό που απέκρυψαν, αν και θα έπρεπε, προέκυψαν από τη μαρτυρία του Μάρτυρα Κατηγορίας 10 (τέως διευθυντής ελέγχου τής Ελεγκτικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας, Αντρέας Χασαπόπουλος) συγκεκριμένοι ισχυρισμοί τους οποίους έχω απορρίψει».
«Από τη μαρτυρία που έχει τεθεί ενώπιον μου δεν διαπιστώνω προσπάθεια κανενός από τους δύο κατηγορούμενους να αποκρύψει οτιδήποτε από τον εκπρόσωπο του Γενικού Ελεγκτή», σημειώνεται, μεταξύ άλλων στο πολυσέλιδο κείμενο της απόφασης.
ΠΗΓΗ: ΚΥΠΕ