Το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε πρόσφατα απόφαση των αρχών σε υπόθεση που είχε να κάνει με τη διερεύνηση ενδεχόμενου εικονικού γάμου.
Συγκεκριμένα, στην απόφαση του, η οποία λήφθηκε δευτεροβάθμια, το Ανώτατο έκρινε ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα της ακρόασης και ακύρωσε απόφαση της Διευθύντριας του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης ημερομηνίας 10 Απριλίου 2012 στο πλαίσιο της οποίας είχε καταλήξει ότι οι δύο εφεσείοντες, Βρετανός πολίτης και Ουκρανή πολίτης, είχαν τελέσει εικονικό γάμο και είχε απορρίψει το αίτημα της εφεσείουσας για άδεια παραμονής ως σύζυγος Ευρωπαίου πολίτη και είχε ακυρώσει τη βεβαίωση εγγραφής του εφεσείοντος ο οποίος ήταν τότε μόνιμος κάτοικος Κύπρου.
«Είναι προφανές ότι η διοίκηση, σε κάθε στάδιο της επανεξέτασης της υπόθεσης των εφεσειόντων, (Υ.Α.Μ., Συμβουλευτική Επιτροπή, Διευθύντρια), βασίστηκε, ως επί το πλείστο, στα όσα προφορικά και ανώνυμα είχαν, ουσιαστικά, καταγγείλει σε βάρος τους, η εγγονή του εφεσείοντος και η “γειτόνισσα”», αναφέρεται στην απόφαση.
Δεν φαίνεται δε, προστίθεται, «να αναζητήθηκε η άποψη του Κοινοτάρχη Παραλιμνίου, ο οποίος είχε, σε κάποιο προγενέστερο στάδιο, βεβαιώσει εγγράφως τις Αρχές ότι το ζεύγος διέμενε μαζί μετά το γάμο».
«Όπως προκύπτει από την έκθεση, οι ισχυρισμοί της “γειτόνισσας” αναφορικά με τις προσωπικές περιστάσεις της εφεσείουσας λήφθηκαν “μετά το πέρας των προσωπικών συνεντεύξεων” του ζεύγους, οπότε παρέμειναν αναπάντητοι», συνεχίζει η απόφαση του Ανωτάτου.
Οι εφεσείοντες, σημειώνεται, «είχαν δικαίωμα ακρόασης, ώστε να εξέθεταν τις απόψεις τους επί των σοβαρών, ως προς την εγκυρότητα του γάμου τους, αναφορών και ισχυρισμών που περιέχονται στην έκθεση και στο πόρισμα της Συμβουλευτικής Επιτροπής».
«Αυτό επιβαλλόταν, λαμβανομένου υπόψη ότι οι πληροφορίες που είχαν συλλεγεί, οι οποίες έμελλε, τελικά, να καθορίσουν την έκβαση του αιτήματός τους, αφορούσαν πτυχές του χαρακτήρα και της, εν γένει, συμπεριφοράς τους».
«Δεδομένης της κατοχύρωσης, από το άρθρο 43(2) του Ν. 158(Ι)/1999, του δικαιώματος ακρόασης σε περιπτώσεις όπως η παρούσα και νοουμένου ότι δεν υπήρξε ουσιαστικός αντίλογος σε σχέση με την εμβέλεια της πιο πάνω νομοθετικής ρύθμισης, εφόσον δεν έχει υποδειχθεί από τη Δημοκρατία πώς θα ήταν δυνατό αυτή να παρακαμφθεί, στοιχειοθετείται λόγος ακυρότητας», αναφέρεται.
Ως εκ τούτου, σημειώνει το Ανώτατο, «η έφεση πρέπει να επιτύχει πάνω στη βάση στην οποία η εξέτασή της έχει προηγηθεί».
«Η διαπίστωση για την παραβίαση του νομοθετημένου δικαιώματος ακρόασης των εφεσειόντων καθιστά, αναπόφευκτα, πλημμελή και ανεπαρκή την έρευνα που διεξήχθη για το σκοπό έκδοσης της απόφασης, η οποία πρέπει να ακυρωθεί», προστίθεται.
«Για τους λόγους που αναφέρονται πιο πάνω, η έφεση επιτυγχάνει, η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και η απόφαση της Διευθύντριας ημερομηνίας 10.4.2012 ακυρώνεται», καταλήγει η απόφαση του Ανωτάτου.
ΠΗΓΗ: ΚΥΠΕ