Η μηδενική ανοχή συμπεριφορών ή ενεργειών που συνιστούν διάκριση στη βάση του σεξουαλικού προσανατολισμού ή της ταυτότητας φύλου, είναι το βασικό μήνυμα που θα πρέπει, να αντικατοπτρίζεται μέσα από τις πολιτικές και δράσεις της πολιτείας, τονίζει η Επίτροπος Διοικήσεως και Προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Μαρία Στυλιανού-Λοττίδη.
Με αφορμή την 17η Μαΐου Διεθνή Ημέρα κατά της Ομοφοβίας και της Τρανσφοβίας, η κ. Λοττίδη σημειώνει πως το μήνυμα αυτό στέλνεται αναγνωρίζοντάς ότι αυτές οι συμπεριφορές είναι εξαιρετικά επιζήμιες για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, πλήττουν τον πυρήνα της ανθρώπινης υπόστασης, παραβιάζουν θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα και επικίνδυνες για κάθε άτομο και για κάθε δημοκρατική κοινωνία.
Ως Θεσμός, σημειώνει, υπογραμμίζουμε την προσήλωσή μας στα ζητήματα που αφορούν την ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα της χώρας και θα συνεχίσουμε την ενεργή μας συμμετοχή στο δημόσιο διάλογο που αφορά στο θέμα, καθώς και στις δράσεις με στόχο την περαιτέρω ευαισθητοποίηση γύρω από τα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ συνανθρώπων μας, την υπεράσπιση των δικαιωμάτων αυτών και την αποδόμηση ομοφοβικών/τρανσβοβικών στερεοτύπων αντιλήψεων, με στόχο την καταπολέμηση των διακρίσεων στη βάση του σεξουαλικού προσανατολισμού αλλά συνάμα και στην αναχαίτιση της ρητορικής μίσους η οποία μέσα απο μια επαναληπτική συμπεριφορά δύνανται να οδηγήσουν σε εγκλήματα μίσους.
Τονίζει πως η αποφασιστικότητα για την πάταξη τέτοιων συμπεριφορών αξιόποινων και μη εναντίον της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας, αντικατοπτρίζει και την υγεία της κοινωνίας.
Σε άλλο σημείο η Επίτροπος αναφέρει πως δεν είναι, επιπλέον, σπάνιες, περιπτώσεις κατά τις οποίες ομοφοβικές αντιλήψεις, φτάνουν στο σημείο να εκδηλώνονται με λεκτική ή/ και σωματική βία, η οποία θέτει σε κίνδυνο ανθρώπινες ζωές, ακόμα και σε κοινωνίες που χαρακτηρίζονται ως προοδευτικές.
Συναφώς, επιβεβαιώνεται η ανάγκη να παραμείνουμε, όλοι οι εμπλεκόμενοι φορείς, απόλυτα προσηλωμένοι στον σεβασμό, την προστασία και την προώθηση της πλήρους και ισότιμης άσκησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από λεσβίες, ομοφυλόφιλους και αμφιφυλόφιλους, τρανς και ίντερσεξ άτομα (ΛΟΑΤΙ).
Όπως αναφέρει, στην Κύπρο, η σημαντική νομοθετική εξέλιξη σε σχέση με το θέμα, θα πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να επισημαίνεται. Αυτή περιλαμβάνει την ποινικοποίηση της ομοφοβικής και τρανσφοβικής ρητορικής ως δήλωσης μίσους, την ποινική αναγνώριση του κινήτρου της προκατάληψης κατά ομάδας προσώπων που σχετίζεται, μεταξύ άλλων, με τον σεξουαλικό προσανατολισμό ή την ταυτότητα φύλου ως παράγοντα επιβαρυντικό της ποινής και η νομική αναγνώριση των ομόφυλων συμβιώσεων, μέσω της υιοθέτησης του θεσμού της πολιτικής συμβίωσης.
Το Γραφείο διαχρονικά, όπως σημειώνει, έχει ενεργό δράση σε ότι αφορά την επισήμανση και υποβολή εισηγήσεων σε σχέση με την ανάγκη για ενίσχυση του νομοθετικού πλαισίου προστασίας των ΛΟΑΤΚΙ ατόμων που ζουν στην Κύπρο και σχετικές παρεμβάσεις μας, έχουν λειτουργήσει υποβοηθητικά και ενισχυτικά στις αναφερόμενες, πιο πάνω, θεσμικές αλλαγές.
Σημαντική είναι η συνεισφορά μας, όπως επισημαίνει, και στην ευαισθητοποίηση της κοινωνίας στο θέμα των δικαιωμάτων του ατόμων που ανήκουν στη ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα, την υπεράσπιση των δικαιωμάτων τους, την ενίσχυση της ορατότητάς τους, την αποδόμηση ομοφοβικών/τρανσβοβικών στερεοτύπων αντιλήψεων και την ουσιαστική εμπέδωση της ισότητας και της καταπολέμησης των διακρίσεων στη βάση του σεξουαλικού προσανατολισμού και της ταυτότητας φύλου.
Η κ. Λοττίδου αναφέρεται στο μήνυμα της στην πρόσφατη Έκθεση η οποία προέκυψε μετά από εξέταση ατομικού παραπόνου, αναφορικά με τη μεταχείριση πολίτη από την Αστυνομία, ο οποίος είχε καταγγείλει ότι είχε δεχθεί ομοφοβική επίθεση.
Με αφορμή το περιστατικό αυτό, υπογραμμίστηκε, εκ νέου και μεταξύ άλλων, η αναγκαιότητα να αναγνωρίζονται και να αξιολογούνται ως ομοφοβικά/τρανσφοβικά τέτοια αδικήματα από την Αστυνομία, χωρίς να υποτιμάται η σοβαρότητα και η βιαιότητά τους, καθώς και η ανάγκη για καλλιέργεια κλίματος εμπιστοσύνης, συνεργασίας και ασφάλειας ανάμεσα στα θύματα και τις διωκτικές αρχές, ούτως ώστε να καταπολεμηθεί, μεταξύ άλλων, το φαινόμενο της απουσίας καταγγελιών (underreporting)
Μέσα από την υπόθεση αυτή, διαπιστώσαμε και διατυπώσαμε, για ακόμα μια φορά, την ανάγκη για ευαισθητοποίηση και περαιτέρω σχετική με το θέμα εκπαίδευση των μελών της Αστυνομίας, που είναι επιφορτισμένοι με τη διερεύνηση ομοφοβικών/τρανσφοβικών αδικημάτων, σημειώνει.