Δεν υπήρξαν σημαντικές παραβάσεις της προεκλογικής νομοθεσίας από τα κανάλια, δήλωσε στο ΚΥΠΕ ο Νεόφυτος Επαμεινώνδας, Διευθυντής της Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (ΑΡΚ).
Αναφερόμενος σε πιθανές παραβάσεις της νομοθεσίας της προεκλογικής περιόδου από τους ραδιοτηλεοπτικούς σταθμούς, ο κ. Επαμεινώνδας ανέφερε ότι «δεν φαίνεται να υπήρξαν σημαντικές παραβάσεις από τους σταθμούς, ειδικά στις 40 ημέρες που καθορίζει ο νόμος μας ως προεκλογική περίοδο». Εξήγησε ότι κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου η Αρχή πραγματοποιεί εποπτεία όλων των σταθμών για να εξετάσει αν υπήρξε ισότιμη μεταχείριση ή τηλεοπτική/ραδιοφωνική προβολή των υποψηφίων.
Ο Πρόεδρος της ΑΡΚ πρόσθεσε ότι υπάρχει πλαφόν, σύμφωνα με το οποίο ο κάθε υποψήφιος δικαιούται συνολικά 100 λεπτά τηλεοπτικής διαφήμισης και 60 ραδιοφωνικής διαφήμισης. Φέτος, είπε, «οι σταθμοί δεν ξέφυγαν και πολύ, γιατί η περισσότερη πολιτική διαφήμιση πήγε στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης και όχι στα παραδοσιακά Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης».
Ο κ. Επαμεινώνδας ανέφερε ότι η Αρχή ελέγχει τις δημοσκοπήσεις, οι οποίες τερματίζονται μία εβδομάδα πριν από την ημέρα των εκλογών. «Απόψε τα μεσάνυχτα είναι η τελευταία ώρα που οι σταθμοί δικαιούνται να μεταδώσουν πολιτική διαφήμιση», συμπλήρωσε.
Ακόμη, είπε ότι η Αρχή ελέγχει και το θέμα της ισότιμης μεταχείρισης «που δεν είναι και τόσο εύκολο». Εξήγησε ότι υπάρχουν κενά, υπό την έννοια ότι υπήρξαν παράπονα κάποιων υποψηφίων για τις διακαναλικές τηλεμαχίες, όπου συμμετείχαν μόνο οι τρεις επικρατέστεροι υποψήφιοι. «Ως Αρχή κάναμε κάποιες παρεμβάσεις και τελικά στην πιο πρόσφατη τηλεμαχία συμμετείχαν και άλλοι υποψήφιοι εκτός από τους τρεις επικρατέστερους», επεσήμανε.
Συγκεκριμένα, ο κ. Επαμεινώνδας δήλωσε στο ΚΥΠΕ ότι η ΑΡΚ έλαβε παράπονα από τον Αχιλλέα Δημητριάδη και το ΕΛΑΜ, που δεν είχαν κληθεί στην πρόσφατη τηλεμαχία υποψηφίων Προέδρων, στην οποία προσκλήθηκαν τρεις υποψήφιοι. «Οι σταθμοί θεωρούν ότι έχουν το δικαίωμα να διοργανώσουν διακαναλική τηλεμαχία και να καλέσουν τους τρεις βασικούς υποψηφίους, γιατί έχουν καλέσει τους υπόλοιπους υποψηφίους σε άλλες συζητήσεις που έχουν διοργανώσει», πρόσθεσε.
Η ακολουθούμενη διαδικασία
—————–
Ο Πρόεδρος της ΑΡΚ είπε ότι η διαδικασία εξέτασης, διερεύνησης εκδίκασης και έκδοσης απόφασης για μια υπόθεση είναι «μια οιονεί δικαστική διαδικασία, δηλαδή σαν να είμαστε δικαστήριο». Σύμφωνα με τη διαδικασία, ο Διευθυντής της Αρχής αναθέτει σε λειτουργό το παράπονο που καλείται να εξετάσει. Με τη σειρά του ο λειτουργός εξετάζει το παράπονο και συντάσσει σημείωμα το οποίο υποβάλλεται ενώπιον του Συμβουλίου της Αρχής που λειτουργεί σαν δικαστήριο.
Αν ο λειτουργός κρίνει ότι υπάρχουν πιθανές παραβάσεις, άρα υπάρχει υπόθεση, το Συμβούλιο ως επί το πλείστον συμφωνεί με τους λειτουργούς. Αμέσως ενημερώνεται ο υπό κατηγορίαν οργανισμός ότι η Αρχή εξετάζει μια συγκεκριμένη υπόθεση εναντίον του. Η Αρχή δίνει στον σταθμό περίοδο 25-30 ημερών για να τοποθετηθεί, εξήγησε στο ΚΥΠΕ ο κ. Επαμεινώνδας.
Πρόσθεσε ότι η τοποθέτηση του σταθμού μπορεί να είναι γραπτή και να αποσταλεί, διαφορετικά έχει το δικαίωμα να ζητήσει να παρευρεθεί ενώπιον της Αρχής την ημέρα που θα αρχίσει η εκδίκαση της υπόθεσης και να κάνει προφορική αγόρευση. Σε τέτοια περίπτωση συνήθως έρχεται ένας δικηγόρος μαζί με τον διευθυντή του σταθμού και τοποθετούνται. Αυτή είναι η Α’ φάση της διαδικασίας, είπε ο Πρόεδρος της ΑΡΚ.
Εάν ο σταθμός σε εκείνη τη φάση κριθεί ένοχος, η Αρχή τον ενημερώνει ξανά γραπτώς και καθορίζει μια ημερομηνία όπου θα επιβληθεί η ποινή του σταθμού, εξήγησε ο κ. Επαμεινώνδας. Η Αρχή μπορεί να καλέσει τον σταθμό -εάν το θέλει- είτε να τοποθετηθεί γραπτώς είτε να ξαναέρθει στα γραφεία της Αρχής για μετριασμό της ποινής που του επιβλήθηκε. Αυτή είναι η Β’ φάση της διαδικασίας, συμπλήρωσε.
«Μετά την ακρόαση του σταθμού, η Αρχή τού επιβάλλει κύρωση. Η απόφαση υπογράφεται από τον Πρόεδρο της Αρχής και αποστέλλεται αμέσως στον κατηγορούμενο σταθμό. Ακολούθως, ο κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα να προσφύγει στο Διοικητικό Δικαστήριο. Εάν δεν τον ικανοποιήσει η απόφαση, μπορεί να προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο», είπε ο διευθυντής της ΑΡΚ.
«Όλη η διαδικασία διαρκεί τουλάχιστον τρεις μήνες. Εάν υπάρξουν εξωγενείς παράγοντες, όπως το αίτημα του σταθμού για εξασφάλιση παράτασης ή η ασθένεια του δικηγόρου του, τότε οι τρεις μήνες θα ξεπεραστούν», κατέληξε ο κ. Επαμεινώνδας.