Το Ανώτατο απέρριψε έφεση κατά απόφασης σε υπόθεση απαλλοτρίωσης τεμαχίου στα Κούκλια της επαρχίας Πάφου, ιδιοκτησίας αποβιώσαντος Τουρκοκυπρίου, κρίνοντας ότι ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο είχε κρίνει ότι η προσφυγή, που είχε υποβληθεί κατά του διατάγματος απαλλοτρίωσης, ήταν εκπρόθεσμη, αφού ο δικηγόρος και διαχειριστής της περιουσίας διέμενε στις ελεύθερες περιοχές και είχε τη δυνατότητα αλλά και την υποχρέωση να πληροφορηθεί για την κατάσταση της επίδικης περιουσίας, έχοντας διοριστεί διαχειριστής της περιουσίας του αποβιώσαντος πριν την έκδοση του διατάγματος απαλλοτρίωσης.
Σύμφωνα με τα γεγονότα της υπόθεσης, όπως αυτά αναφέρονται στην απόφαση του Ανωτάτου, ημερομηνίας 1ης Νοεμβρίου, αντικείμενο απαλλοτρίωσης αποτέλεσε τουρκοκυπριακό ακίνητο, στην κοινότητα Κουκλιών της επαρχίας Πάφου, για το οποίο δημοσιεύθηκε γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 10 Απριλίου, 2009, ενώ το διάταγμα απαλλοτρίωσης, που ακολούθησε δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 19 Ιουνίου, 2009.
Ο αποβιώσας είναι κατά 1/6 ιδιοκτήτης του εν λόγω ακινήτου. Διαχειριστής της περιουσίας του αποβιώσαντος διορίστηκε, στις 17 Ιουνίου, 2009, ο εφεσείων. Η προσφυγή κατά του διατάγματος απαλλοτρίωσης καταχωρίστηκε στις 18 Φεβρουαρίου, 2010.
Το πρωτόδικο δικαστήριο είχε κρίνει ότι με βάση το άρθρο 146.3 του Συντάγματος η προσφυγή θα έπρεπε να είχε καταχωριστεί εντός 75 ημερών από την ημερομηνία δημοσίευσης του διατάγματος απαλλοτρίωσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
«Όπως ορθά επισημάνθηκε από το Πρωτόδικο Δικαστήριο, στην υπό εξέταση περίπτωση ο εφεσείων είχε διοριστεί διαχειριστής της περιουσίας του αποβιώσαντος στις 17 Ιουνίου, 2009, δηλαδή πριν την έκδοση του διατάγματος απαλλοτρίωσης», σημειώνεται.
Ορθή, επίσης, προστίθεται, «ήταν και η επισήμανση ότι ο ίδιος είχε πρόσβαση τόσο στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας όσο και στο επίδικο ακίνητο», διακρίνοντας την περίπτωση αυτή από άλλη υπόθεση του 2009. Παρατίθεται απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση σύμφωνα με το οποίο «στην υπόθεση εκείνη οι αιτητές, ιδιοκτήτες απαλλοτριωθέντων τεμαχίων, ήταν μέλη της τουρκικής κοινότητας, οι οποίοι μετά την τουρκική εισβολή μετακινήθηκαν στις κατεχόμενες περιοχές, δεν είχαν τη δυνατότητα να διαβάσουν την Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, αλλά ούτε και να επισκεφθούν την περιουσία τους στις ελεύθερες περιοχές, πριν το άνοιγμα των οδοφραγμάτων, το Σεπτέμβριο του 2004».
«Η έλλειψη πρόσβασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και στην απαλλοτριωθείσα περιουσία τους, καθώς και το γεγονός ότι ουδέποτε τους απεστάλη ειδοποίηση της απαλλοτρίωσης, οδήγησε το Δικαστήριο στο να θεωρήσει ότι η προθεσμία των 75 ημερών για την καταχώρηση της προσφυγής τους άρχιζε από την ημερομηνία λήψης σχετικής επιστολής από το δικηγόρο των αιτητών», αναφέρθηκε στην πρωτόδικη απόφαση.
Επιπλέον, συνεχίζει το Ανώτατο, «ορθά υπογραμμίστηκε ότι ένεκα της ιδιότητας του ως διαχειριστής της περιουσίας του αποβιώσαντος προσώπου, ο εφεσείων είχε υποχρέωση, όπως εξάλλου ρητά διαλαμβάνετο στο διάταγμα διαχείρισης, να προχωρήσει, εντός καθορισμένου χρόνου, σε απογραφή της περιουσίας».
«Υπό αυτά τα δεδομένα, η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο εφεσείων είχε τη δυνατότητα, αλλά και την υποχρέωση να πληροφορηθεί για την κατάσταση της επίδικης περιουσίας, ήταν αναπόφευκτη και δεν ενείχε, πλέον, οποιαδήποτε σημασία ούτε το γεγονός ότι η δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας είχε γίνει στην ελληνική γλώσσα, ούτε και το ότι δεν είχε επιδοθεί στους προηγούμενους διαχειριστές η γνωστοποίηση της απαλλοτρίωσης».