Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε έφεση εταιρείας, η οποία αμφισβητούσε πρόσθετες επιβαρύνσεις και τόκους που της επιβλήθηκαν από τον Έφορο ΦΠΑ, μετά την καθυστέρηση καταβολής του ΦΠΑ. Οι επιπρόσθετες επιβαρύνσεις και τόκοι ανέρχονταν σε €231.084,49.
Οι δικαστές Γ.N. Γιασεμής, Δ. Σωκράτους και Ν.Γ. Σάντης, έκριναν ομόφωνα ότι η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται και επιδίκασαν έξοδα υπέρ του Εφόρου και εναντίον των εφεσειόντων, τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €3.500.
Το ιστορικό της υπόθεσης
Σύμφωνα με το Δικαστήριο, η εταιρεία K.K. NEW EXTRA LIMITED παρέλειψε να προβεί στην υποβολή σχετικών φορολογικών δηλώσεων και στην απόδοση του οφειλόμενου φόρου. Σύμφωνα με βεβαίωση φόρου εκροών που ετοίμασε ο Έφορος ΦΠΑ το 2001 και αφορούσε την περίοδο 1.3.1994 εώς 31.5.2000, το ποσό ανερχόταν σε €171.130,84.
Το ποσό επιβεβαιώθηκε με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερομηνίας 24.6.2003 και μαζί με αυτό επιβλήθηκαν πρόσθετες επιβαρύνσεις, καθώς, επίσης, τόκοι, ύψους των €231.084,49, με αποτέλεσμα, το συνολικό ποσό της οφειλής να ανέρχεται σε €402.221,49.
Οι εφεσείοντες, δεν κατέβαλαν οποιοδήποτε ποσό έναντι της πιο πάνω οφειλής τους και ως εκ τούτου, ο Έφορος, στις 5.3.2007, καταχώρησε εναντίον τους ποινική υπόθεση. Στο πλαίσιο αυτής, οι τελευταίοι αντιμετώπισαν κατηγορίες για παράλειψη πληρωμής των προαναφερθέντων ποσών, προστίθεται.
Αναφέρεται ότι στις 19.12.2007, ο Έφορος, διέκοψε την πιο πάνω υπόθεση. Στις 13.4.2008, μετά από πάροδο 4 μηνών, περίπου, οι εφεσείοντες παρέδωσαν στον Έφορο τραπεζική εγγύηση, για ποσό €171.137, που αντιστοιχούσε στον οφειλόμενο φόρο, για εξόφληση του.
Ωστόσο, με δεδομένο ότι οι εφεσείοντες δεν εξόφλησαν ολόκληρη την οφειλή τους προς τον Έφορο, ο τελευταίος καταχώρησε στις 10.6.2009 αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού. Με αυτήν, απαιτούσε από τους εφεσείοντες, την καταβολή ποσού €231.084,49 που ουσιαστικά αφορούσε πρόσθετες χρηματικές επιβαρύνσεις και τόκους.
Οι εφεσείοντες, προέβαλαν, ως υπεράσπιση, ότι με την ανάληψη από τον Έφορο του ποσού της προαναφερθείσας τραπεζικής εγγύησης, αυτοί εξόφλησαν κάθε οφειλή τους προς αυτόν. Μάλιστα, προέβαλαν ότι η τραπεζική εγγύηση δόθηκε προς τον Έφορο στο πλαίσιο συμφωνίας, την οποία συνήψαν μεταξύ τους και είχε ως αποτέλεσμα την απόσυρση, ως ανωτέρω, της προαναφερθείσας ποινικής υπόθεσης.
Το Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε ότι υπήρξε συνομολόγηση τέτοιας συμφωνίας, μεταξύ του Εφόρου και των εφεσειόντων. Αντίθετα, έκανε δεκτή τη θέση του πρώτου, ότι δεν ήταν δυνατό να υπάρξει τέτοια συμφωνία, δεδομένου ότι η βεβαίωση φόρου αποτελούσε εκτελεστή διοικητική πράξη, η νομιμότητα της οποίας είχε επιβεβαιωθεί με την πρωτόδικη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ημερομηνίας 24.6.2003. Όσον αφορά τις χρηματικές επιβαρύνσεις και τους τόκους, διαπίστωσε ότι τα ποσά στα οποία αφορούσαν, είχαν επιβληθεί, δυνάμει σχετικών προνοιών του Νόμου και δεν επιδέχοντο διαπραγμάτευσης από τον Έφορο, προς το σκοπό μείωσης τους.
Οι εφεσείοντες, καταχώρησαν έφεση, με την οποία επέκριναν ως λανθασμένη την απόφαση του Δικαστηρίου να μην κάνει δεκτή τη θέση που προβλήθηκε εκ μέρους τους, για συνομολόγηση συμφωνίας μεταξύ τους και του Εφόρου, που είχε ως αποτέλεσμα να περιορίσει την οφειλή τους, προς αυτόν, στο ποσό της τραπεζικής εγγύησης.
Σύμφωνα με την απόφαση του δικαστηρίου, η πραγματική και νομική βάση στην οποία το Δικαστήριο εξέτασε την αγωγή του Εφόρου, είναι ορθή, καθώς δεν υπήρχε μεταξύ των μερών διαφορά ως προς τα διάφορα ποσά που οι εφεσείοντες όφειλαν στον Έφορο και αφορούσαν φόρο, χρηματικές επιβαρύνσεις και τόκους. Επιπρόσθετα, το ανώτατο δικαστήριο διαπίστωσε πως και η νομική βάση στην οποία το δικαστήριο βασίστηκε, για να απορρίψει την αγωγή, είναι, επίσης, ορθή.
Η βεβαίωση του ποσού των €171.130,84 από τον Έφορο, αποτελούσε εκτελεστή διοικητική πράξη, η οποία κρίθηκε ως νόμιμη στο πλαίσιο της προσφυγής, η οποία, ακριβώς, για το λόγο αυτό, είχε απορριφθεί. Επομένως, αναφέρεται, το συγκεκριμένο ποσό, δεν θα μπορούσε να ήταν αντικείμενο διαπραγμάτευσης από τον Έφορο, με τους εφεσείοντες, για περαιτέρω μείωση του.
Επομένως, αναφέρει το Δικαστήριο, ορθώς δεν έγινε δεκτή η υπεράσπιση, περί ύπαρξης συμφωνίας η οποία οδήγησε και στην απόσυρση, από τον Έφορο, της ποινικής υπόθεσης, εναντίον των εφεσειόντων, καταλήγει το Ανώτατο. Ο Έφορος απέσυρε την ποινική υπόθεση, αποδεχόμενος, προφανώς, τις υποσχέσεις των εφεσειόντων ότι θα πλήρωναν τον οφειλόμενο φόρο, το οποίο και έπραξαν, με την προαναφερθείσα τραπεζική εγγύηση. Η εξόφληση, όμως, του οφειλόμενου φόρου δεν ήταν δυνατό, να οδηγήσει σε εγκατάλειψη από τον Έφορο των οφειλών των εφεσειόντων που αφορούσαν χρηματικές επιβαρύνσεις και τόκους, καθώς αυτές επιβλήθηκαν αυτόματα από το Νόμο, λόγω των προαναφερθέντων παραλείψεων τους, συμπληρώνεται.
Επομένως, δεν υπήρχε και δυνατότητα βεβαίωσης των ποσών στα οποία αυτές αφορούσαν από τον Έφορο, στο πλαίσιο εκτελεστής διοικητικής πράξης. Πόσο, μάλλον, να μπορούσε ο Έφορος να προβεί στη διαπραγμάτευση τους, με τους εφεσείοντες, προκειμένου αυτές να καθορίζονταν σε μικρότερα ποσά ή να διαγράφονταν εντελώς, όπως διατείνονται ότι είχε συμβεί, οι εφεσείοντες, αναφέρει η απόφαση, καταλήγοντας ότι η απόφαση του εκδικάσαντος Δικαστηρίου κρίνεται ορθή.