Αντισυνταγματική, εξ υπαρχής άκυρη και άνευ οιουδήποτε απολύτως νομικού αποτελέσματος, κρίθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο η απόφαση της Βουλής να ελέγξει Γενικό και Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα σχετικά με τη διαχείριση του πορίσματος της Επιτροπής Νικολάτου, σύμφωνα με τη Νομική Υπηρεσία.
Σε ανακοίνωσή της, η Νομική Υπηρεσία αναφέρει πως το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ομόφωνα σήμερα πως η απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής των Αντιπροσώπων, ημερομηνίας 22 Απριλίου του 2021 είναι «αντισυνταγματική, εξ υπαρχής άκυρη και άνευ οιουδήποτε απολύτως νομικού αποτελέσματος».
Συγκεκριμένα, η απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής καλούσε τον Γενικό Εισαγγελέα και τον Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα όπως προχωρήσουν σε άμεση (δηλαδή, αυτούσια και χωρίς καμία επεξεργασία) δημοσιοποίηση του ενδιάμεσου πορίσματος της Ερευνητικής Επιτροπής, για τις κατ’ εξαίρεση πολιτογραφήσεις αλλοδαπών επενδυτών και επιχειρηματιών από το 2007 έως και τη 17η Αυγούστου 2020.
Επίσης, καλούσε τον Γενικό Εισαγγελέα και τον Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα όπως απέχουν από τη διαδικασία αξιολόγησης των ενδεχόμενων ποινικών, πειθαρχικών και διοικητικών ευθυνών, που προκύπτουν από το ενδιάμεσο πόρισμα και κατ’ επέκταση και από το τελικό πόρισμα.
Επιπλέον, με τη συγκεκριμένη απόφαση η Βουλή καλούσε το Ανώτατο Δικαστήριο να λειτουργήσει αυτεπάγγελτα «κατά την προβλεπόμενη συνταγματική διαδικασία» (δηλαδή, για παύση τους) σε περίπτωση μη συμμόρφωσής τους με την απόφαση της Βουλής των Αντιπροσώπων.
Όπως σημειώνει η Γενική Εισαγγελία, «η Βουλή των Αντιπροσώπων δημοσίευσε την απόφασή της αυτή στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, χωρίς να ακολουθηθούν οι συνταγματικές διαδικασίες και, δη, χωρίς την αποστολή της στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας πριν από τη δημοσίευσή της».
Προσθέτει ότι «κατά της απόφασης της Βουλής των Αντιπροσώπων και της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ο Γενικός Εισαγγελέας προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο, στις 14 Μαΐου του 2021, το οποίο σήμερα γνωμάτευσε ομόφωνα πως «ήταν αβάσιμη η προδικαστική ένσταση της Βουλής των Αντιπροσώπων πως ο Γενικός Εισαγγελέας δεν δικαιούτο να καταχωρήσει προσφυγή ή/και ότι αυτή ήταν καταχρηστική».
Επίσης, το Ανώτατο Δικαστηρίου αποφάσισε ομόφωνα πως «ήταν εσφαλμένη η προδικαστική ένσταση της Βουλής των Αντιπροσώπων και πως η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν ψήφισμα αμιγώς πολιτικού περιεχομένου».
Συναφώς, το Ανώτατο Δικαστήριο γνωμάτευσε πως η απόφαση της Βουλής των Αντιπροσώπων σκόπευε «στη γένεση δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, στόχος που έλαβε σάρκα και οστά, αλλά και περιβλήθηκε τον μανδύα νομικής ισχύος, μέσω της δημοσίευσής της» στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, παρότι αυτή η δημοσίευση έγινε σε συνταγματική εκτροπή, δηλαδή άνευ της εμπλοκής του Προέδρου της Δημοκρατίας».
«Ως έχουσα νομική ισχύ και προτιθέμενη να επιβάλει νομικές υποχρεώσεις, η υπό κρίση απόφαση παραβιάζει τις συνταγματικά κατοχυρωμένες εξουσίες του Γενικού Εισαγγελέα, παρεμβαίνει στις αποκλειστικές αρμοδιότητές του και πλήττει το ανέλεγκτο της εξουσίας του, η οποία κατοχυρώνεται από τα Άρθρα 112-114 του Συντάγματος», αναφέρει στην απόφασή του το Ανώτατο.
Καταληκτικά, το Ανώτατο αναφέρει ότι «κατά συνέπεια η απόφαση της Βουλής που αποτελεί το αντικείμενο της προσφυγής κηρύσσεται εξ υπαρχής άκυρη και άνευ οιουδήποτε απολύτως νομικού αποτελέσματος» και σημειώνει πως αυτή «ακυρώνεται στην ολότητά της».
Για αυτούσια την ομόφωνη Γνωμάτευση του Ανώτατου Δικαστηρίου, εδώ.