Τις απόψεις του σχετικά με πρόταση νόμου για την Κατάθεση Στοιχείων και Πληροφοριών στη Βουλή των Αντιπροσώπων και στις Κοινοβουλευτικές Επιτροπές, κατέθεσε σήμερα ο Γενικός Εισαγγελέας, Γιώργος Σαββίδης, ενώπιον της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Νομικών, επισημαίνοντας ότι θα ήταν αντισυνταγματικό να υποχρεώνει ο νόμος Γενικό Εισαγγελέα, Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα και Υπουργούς, να παρουσιάζονται ενώπιον της Βουλής.
Παραθέτοντας ερμηνείες του Συντάγματος ενώπιον της Επιτροπής, ο κ. Σαββίδης εξήγησε ότι η παρουσία Υπουργών στη Βουλή, στο πλαίσιο του μοντέλου της προεδρικής δημοκρατίας και της διάκρισης των εξουσιών, δεν συνιστά συνταγματική υποχρέωση, αλλά προέκταση της πολιτικής τους βούλησης και ανάληψης πολιτικής ευθύνης.
Ο κ. Σαββίδης είπε ότι, σύμφωνα με νομικές γνωματεύσεις του πρώτου Γενικού Εισαγγελέα, Κρίτωνα Τορναρίτη, στο πλαίσιο της προεδρικής δημοκρατίας, «η Βουλή έχει δικαίωμα πληροφόρησης υπό μορφή απάντησης σε ερωτήματα που θέτει σε θέματα διοικητικής φύσης, όμως δεν δύναται να ζητήσει προσαγωγή εγγράφων για σκοπό άσκησης ελέγχου, παρά μόνο στο πλαίσιο της νομοθετικής της δραστηριότητας».
Όσον αφορά την παρουσία του ιδίου και εκπροσώπων της Νομικής Υπηρεσίας, ο Γενικός Εισαγγελέας διαβεβαίωσε ότι η Νομική Υπηρεσία θα παρίσταται στη Βουλή εκεί και όπου μπορεί να προσφέρει βοήθεια.
Ξεκαθάρισε, όμως, και στις δηλώσεις του μετά τη συνεδρίαση, ότι για τη θέση του Γενικού Εισαγγελέα και του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, που είναι ανεξάρτητοι θεσμοί, «η ενάσκηση των συνταγματικών αρμοδιοτήτων τους, εκπίπτει εντελώς του ελέγχου της Βουλής των Αντιπροσώπων». Χαρακτηριστικά, ανέφερε κατά τη συνεδρίαση ότι «η υπαγωγή των Υπουργών, του Γενικού Εισαγγελέα, άλλων ανεξάρτητων αξιωματούχων, άλλων ανεξάρτητων αρχών και οργάνων, εντός της εμβέλειας του ελέγχου της Βουλής, αντίκειται στο Σύνταγμα».
Παρέπεμψε, δε, στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί της προσφυγής 4/2021, μετά από νόμο της Βουλής που προσπάθησε να θέσει κατευθυντήριες γραμμές στον τρόπο λειτουργίας των εξουσιών του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, στην οποία αναφέρεται ότι οι εξουσίες του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας είναι ανέλεγκτες και δεν μπορούν να ελεγχθούν από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, ούτε ακόμα και από τα δικαστήρια.
Στη βάση αυτή, διεξήχθη στην Επιτροπή μία συζήτηση με συνταγματικές και πολιτικές προεκτάσεις, η οποία αναμένεται να συνεχιστεί, σε μία προσπάθεια να θεσμοθετηθεί η παρουσία Υπουργών στη Βουλή, χωρίς να προσβάλλεται το Σύνταγμα.
Από την πλευρά του, ο Πρόεδρος της Επιτροπής και Βουλευτής του ΔΗΣΥ, Νίκος Τορναρίτης, επεσήμανε κατά τη συνεδρίαση ότι η Επιτροπή καλείται να συζητήσει για τα περιθώρια «ανάμεσα σε πολιτική ευθύνη και νομική υποχρέωση» και ζήτησε τη συνδρομή και τα φώτα της Νομικής Υπηρεσίας για το πώς θα μπορέσει να θεσμοθετηθεί η παρουσία Υπουργών στη Βουλή. Ανέφερε ότι είναι αίτημα της σύγχρονης κοινωνίας να ενημερώνεται πληρέστατα η Βουλή, όμως πρόσθεσε ότι χρειάζεται προσοχή σε απόπειρες αναθεώρησης του Συντάγματος, λόγω των ιδιαιτεροτήτων που ισχύουν μετά την τουρκική εισβολή.
Οι εκπρόσωποι της κυβέρνησης που συμμετείχαν στη συνεδρίαση, μεταξύ των οποίων η Γραμματέας του Υπουργικού Συμβουλίου και ο Διευθυντής του Γραφείου του Προέδρου της Δημοκρατίας, διαβεβαίωσαν ότι υπάρχει αγαστή συνεργασία με τη Βουλή και ότι οι Υπουργοί παρίστανται στις συνεδριάσεις των κοινοβουλευτικών επιτροπών, με οδηγίες και του Προέδρου της Δημοκρατίας. Εξάλλου, στο πλαίσιο αυτό ο κ. Τορναρίτης υπενθύμισε ότι αναμένεται από την Υπουργό Δικαιοσύνης η παρουσίαση της έκθεσης γεγονότων σχετικά με όσα εκτυλίχθηκαν πρόσφατα στη Χλώρακα.
Με παρέμβασή του στη συνεδρίαση, ο Γενικός Ελεγκτής, Οδυσσέας Μιχαηλίδης σημείωσε ότι δε θα έπρεπε να επαφίεται στη βούληση του καθενός η παρουσία στη Βουλή, αλλά ότι θα πρέπει να ρυθμίζεται θεσμικά. Ενδεικτικά, ανέφερε ότι θα έπρεπε και ο ίδιος να υποχρεούται να παρίσταται ενώπιον της Βουλής, σημειώνοντας ότι αν δεν προβλέπεται στη νομοθεσία, θα μπορούσε ο επόμενος στο εν λόγω αξίωμα να αποφασίσει να μην παρίσταται.
Ο κ. Μιχαηλίδης αναφέρθηκε στην ψήφιση σχετικής νομοθεσίας του 1985, σημειώνοντας ότι το νομοθετικό κείμενο φαίνεται να συντάχθηκε με τη συνδρομή της τότε Υπουργού Στέλλας Σουλιώτη, η οποία νομοθεσία αποσκοπεί στην υποβοήθηση της Βουλής στο νομοθετικό της έργο. «Η άποψή μας είναι ότι και αυτή η πρόταση νόμου», είπε ο κ. Μιχαηλίδης, αναφερόμενος στο κείμενο που βρίσκεται τώρα ενώπιον της Επιτροπής, «θα πρέπει να προσεγγιστεί στη βάση της υποβοήθησης της Βουλής στο νομοθετικό της έργο», επισημαίνοντας ότι και στις συστάσεις του ΟΟΣΑ προβλέπεται η ολοκληρωμένη ενημέρωση της Βουλής για τον χειρισμό των κονδυλίων από την κυβέρνηση, προκειμένου να μπορεί να νομοθετήσει.
Όσον αφορά την επέκταση της υποχρεωτικής παρουσίας των Υπουργών στη Βουλή, ο Γενικός Ελεγκτής σημείωσε ότι είναι καθαρά συνταγματικό ζήτημα. Διατύπωσε, όμως, την εισήγηση ότι θα μπορούσε για τον σκοπό αυτό να τροποποιηθεί το άρθρο 79.2 του Συντάγματος, το οποίο προβλέπει ότι δύναται Υπουργός να παρουσιάζεται στη Βουλή, και το οποίο, όπως είπε ο κ. Μιχαηλίδης, δεν είναι θεμελιώδες.
Σοβαρές επιφυλάξεις εξέφρασε κατά τη συνεδρίαση ο Βουλευτής του ΔΗΚΟ, Πανίκος Λεωνίδου, λέγοντας ότι δεν μπορεί να αλλάξει το άρθρο 1 του Συντάγματος, που προβλέπει ότι το σύστημα άσκησης της εξουσίας του κράτους είναι προεδρικό και ότι οποιαδήποτε άλλη αλλαγή, όπως του άρθρου 79.2, δεν θα πρέπει να αντίκειται στο πνεύμα του άρθρου 1.
Οι τόνοι ανέβηκαν, όταν ο Βουλευτής του ΑΚΕΛ, Άριστος Δαμιανού, υπογραμμίζοντας ότι στον πυρήνα του έργου της Βουλής είναι ο κοινοβουλευτικός έλεγχος, κάλεσε τους βουλευτές ΔΗΣΥ και ΔΗΚΟ να τοποθετηθούν για το αν είναι υπέρ ή κατά της ερμηνείας που παρουσίασε ο Γενικός Εισαγγελέας, κάτι που προκάλεσε την αντίδραση του κ. Λεωνίδου. Ο τελευταίος σημείωσε ότι είναι υπέρ του κοινοβουλευτικού ελέγχου, προσθέτοντας ότι αυτός δεν ασκείται μόνο με την παρουσία Υπουργών στη Βουλή.
Στις δηλώσεις του μετά τη συνεδρίαση, ο Γενικός Εισαγγελέας ανέφερε ότι, παρά τη θέση περί αντισυνταγματικότητας του κοινοβουλευτικού ελέγχου προς τον Γενικό Εισαγγελέα και τους Υπουργούς, υπάρχει «κοινή υποχρέωση που όλοι έχουμε να βοηθήσουμε στην καλύτερη λειτουργία της Βουλής και του νομοθετικού έργου της Βουλής, μέσα στο πλαίσιο των δικών μας αρμοδιοτήτων». Σημείωσε ότι υπάρχει «πλήρης συνεργασία και συνεννόηση μεταξύ της Βουλής των Αντιπροσώπων και της Νομικής Υπηρεσίας, με παρουσία του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ή νομικών λειτουργών της Νομικής Υπηρεσίας σε Επιτροπές».
Ο κ. Σαββίδης πρόσθεσε ότι στο παρελθόν, από την εγκαθίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, παρόμοιες προσπάθειες βουλευτών δεν προχώρησαν σε ψήφιση, γιατί η Βουλή δέχτηκε τότε τη θέση των Γενικών Εισαγγελέων ότι η συμπερίληψη των υπουργών ήταν αντισυνταγματική. Ερωτηθείς κατά πόσο ο ίδιος διακρίνει προσπάθεια έμμεσης ή μερικής αλλαγής του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, ώστε από Προεδρική Δημοκρατία να μεταβούμε σε Κοινοβουλευτική, ο κ. Σαββίδης απάντησε ότι δεν θεωρεί ότι αυτή η πρόταση, από μόνη της, δημιουργεί την εικόνα ότι προσπαθεί κάποιος να μετατραπούμε σε Κοινοβουλευτική Δημοκρατία.
Κληθείς να τοποθετηθεί στο θέμα των εξουσιών του εκάστοτε Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και κατά πόσον ο ίδιος θεωρεί ότι «με τις ανέλεγκτες εξουσίες του Γενικού Εισαγγελέα είναι σαν να είναι ένας βασιλιάς σε ένα βασίλειο ξεχωριστό από μόνος του, ο οποίος δεν υπόκειται σε κανέναν έλεγχο», απάντησε ότι «το ανέλεγκτο δεν σημαίνει ότι είσαι βασιλιάς» και ότι το Σύνταγμα απλώς καθορίζει ότι κάποιο συγκεκριμένο άτομο έχει τον τελικό λόγο πάνω σε πολύ σοβαρά, συγκεκριμένα θέματα όπως αν θα ξεκινήσει ή αν θα διακοπεί μια δίωξη. «Στα θέματα των ποινικών διώξεων το Σύνταγμα καθορίζει ότι τον τελικό λόγο τον έχει ο Γενικός Εισαγγελέας και έχει αποφασιστεί από το Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο εκείνο καθορίζει και ερμηνεύει το Σύνταγμα, ότι ούτε το Ανώτατο Δικαστήριο δεν μπορεί να ελέγξει τον Γενικό Εισαγγελέα», εξήγησε.
Απαντώντας τέλος κατά πόσον η Νομική Υπηρεσία και ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας θα συνδράμουν, ως η έκκληση του Προέδρου της Επιτροπής Νομικών, στη συζήτηση για θεσμοθέτηση του κοινοβουλευτικού ελέγχου επί της εκτελεστικής εξουσίας χωρίς η προτιθέμενη αυτή αλλαγή να παρεμβαίνει στο Σύνταγμα, ο κ. Σαββίδης είπε ότι «εκεί και όπου μπορούμε, είμαστε στη διάθεση της νομοθετικής εξουσίας και τούτο ανεξάρτητα από το ότι ο ρόλος του Γενικού Εισαγγελέα είναι να είναι νομικός σύμβουλος της εκτελεστικής εξουσίας», καταλήγοντας ότι τα μέλη της Βουλής θα έχουν τη βοήθεια της Νομικής Υπηρεσίας, αναφέροντας «είμαστε στη διάθεσή τους αν έχουν την οποιαδήποτε απορία».
Δηλώσεις Βουλευτών
Σε δηλώσεις του ο Πρόεδρος της Επιτροπής Νομικών, Κοινοβουλευτικός του ΔΗΣΥ, Νίκος Τορναρίτης, είπε ότι θα πρέπει να γίνει μία συζήτηση για τη θεσμοθέτηση του κοινοβουλευτικού ελέγχου, αλλά υπογράμμισε ότι η Βουλή εν γένει, πρέπει να λειτουργεί με βάση το Σύνταγμα και τους νόμους της Κυπριακής Δημοκρατίας», προσθέτοντας ότι «για να υπερασπιστούμε την ίδια τη δημοκρατία μας πρέπει πρώτα και πάνω από όλα θα υπερασπιστούμε το Σύνταγμα», και υπενθυμίζοντας τη διάκριση των εξουσιών που υφίσταται στην προεδρική δημοκρατία της Κύπρου.
Ο κ. Τορναρίτης είπε ότι δεν μπορεί η Βουλή να υποχρεώσει τους Υπουργούς να παραστούν ενώπιον μιας Επιτροπής ή ακόμα και να καταθέσουν έγγραφα. Σημείωσε ότι ο ΔΗΣΥ δεν υποστηρίζει την πρόταση νόμου, που κατατέθηκε στην Επιτροπή, λόγω αντισυνταγματικότητας και πρόσθεσε ότι ο Γενικός Εισαγγελέας, παρέθεσε «σωρεία γνωματεύσεων που αποκλείουν τη συγκεκριμένη πρόταση».
«Δεν μπορούμε να δεχτούμε τη συμπερίληψη του Γενικού Εισαγγελέα ή του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα σε αυτή τη συζήτηση», συνέχισε ο κ. Τορναρίτης, είπε όμως ότι «η διαφάνεια, η σύγχρονη σκέψη πολιτική σκέψη λέει ότι οι πολίτες οφείλουν να γνωρίζουν και οι πολιτικοί είναι υπόχρεοι να ενημερώνουν τους πολίτες» και ότι γι’ αυτό πρέπει να γίνει μία συζήτηση, ώστε να θεσμοθετηθεί κάτι τέτοιο. Διαβεβαίωσε ότι «η Νομική Υπηρεσία είναι πάντοτε παρούσα είναι απόλυτα υποβοηθητική και στις προτάσεις νόμου, άρα στην πράξη σε πολύ μεγάλο επίπεδο ο κοινοβουλευτικός έλεγχος ασκείται».
Σε ερώτηση για το τι θα συνεπαγόταν η άρνηση Υπουργού να παρουσιάσει έγγραφα στην Επιτροπή, όπως η έκθεση γεγονότων για τη Χλώρακα που αναμένεται τώρα από την Υπουργό Δικαιοσύνης, ο κ. Τορναρίτης είπε ότι αυτό θα σήμαινε «σοβαρή πολιτική τοποθέτηση», προσθέτοντας ότι «ο λαός αποφασίζει για τη δική μας τύχη, είτε ημών των βουλευτών είτε των υπουργών, γιατί αν υπάρξει σοβαρή λαϊκή δυσαρέσκεια προς έναν Υπουργό, τότε θα λάβει σοβαρά υπόψη ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας τι πιστεύει ο κόσμος».
Η Βουλευτής του ΑΚΕΛ, Ειρήνη Χαραλαμπίδου, εκ των εισηγητών της πρότασης νόμου, την οποία συνυπογράφουν άλλοι έξι βουλευτές από διαφορετικά κόμμα, είπε ότι η κατάθεσή της κρίθηκε αναγκαία όταν το Δεκέμβρη του 2020 ο τότε Υπουργός Εσωτερικών Νίκος Νουρής κατέθεσε γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα στην Επιτροπή Ελέγχου, ότι οι Υπουργοί δεν είναι υποχρεωμένοι να εμφανίζονται ενώπιον του Κοινοβουλίου ή να καταθέτουν στοιχεία.
Είπε ότι είναι ανησυχητική η θέση που εξέφρασε ο Γενικός Εισαγγελέας «ότι η Βουλή δεν μπορεί να ασκεί κοινοβουλευτικό έλεγχο, τουλάχιστον όχι με τον τρόπο που εμείς ως βουλευτές κατανοούμε ότι μπορούμε να ασκούμε», όπως ανέφερε. «Αυτό τι σημαίνει, σημαίνει από απονευρώνεται τελείως η Βουλή και ότι ο ρόλος μας ακούμπα τα όρια του διακοσμητικού παράγοντα στην πολιτική ζωή», σημείωσε. «Δεν μπορεί μία κοινωνία να μένει δέσμια γνωματεύσεων και ερμηνειών του 1975-1977», σημείωσε, προσθέτοντας ότι «το ζητούμενο σήμερα είναι η διαφάνεια, είναι η χρηστή διαχείριση της καθημερινότητας στην πολιτική».
Εξήγησε ότι σύμφωνα με τον νόμο του 1985, ανεξάρτητοι αξιωματούχοι είναι υποχρεωμένοι να εμφανίζονται ενώπιον της Βουλής, όχι όμως ο Πρόεδρος της ΕΔΥ και μέλη Διοικητικών Συμβουλίων.
«Θεωρούμενο ότι σε μία σύγχρονη κοινωνία ο κοινοβουλευτικός έλεγχος είναι υψίστης σημασίας, οι υπουργοί δεν μπορεί να επιλέγουν πότε θα εμφανιστούν ενώπιον του κοινοβουλίου, και αν ένα θέμα δυσχεραίνει την πολιτική τους θέση να αποφασίζουν να μην εμφανιστούν, αλλά αν άλλο θέμα προάγει και προβάλλει το έργο τους να εμφανίζονται πρόθυμοι να το παρουσιάσουν». Υπογράμμισε ότι η συζήτηση αυτή θα πρέπει να ανοίξει σε επίπεδο αρχηγών κομμάτων.
Όσον αφορά το ρόλο του Γενικού Εισαγγελέα, είπε ότι οι αποφάσεις του Γενικού Εισαγγελέα δεδομένου και του συντάγματος δεν μπορούν να ελεγχθούν, αλλά διερωτήθηκε ποιο θα ήταν το πρόβλημα να ενημερώσει το κοινοβούλιο για το μέγεθος των δαπανών που Κυπριακή Δημοκρατία καταβάλλει σε ξένους νομικούς οίκους, προκειμένου να υπερασπιστούν υποθέσεις σε διεθνή δικαστήρια. Σημείωσε ότι πρότεινε, για να προχωρήσει η πρόταση νόμου, να αφαιρεθεί ο Γενικός Εισαγγελέας από όλες τις πρόνοιες του κειμένου και να εστιάσει η πρόταση στη συμπερίληψη των Υπουργών.
Η Βουλευτής του ΔΗΚΟ, Χριστιάνα Ερωτοκρίτου, εκ των Βουλευτών που συνυπέγραψαν την πρόταση νόμου, είπε ότι «ο κοινοβουλευτικός έλεγχος και μπορεί και πρέπει να ασκείται πιο αποτελεσματικά, ώστε να διασφαλίζεται περισσότερη διαφάνεια την οποία η κοινωνία των πολιτών απαιτεί, αλλά και την οποία ο τόπος έχει ανάγκη».
Διευκρίνισε ότι «ο σκοπός μας δεν είναι να στήνουμε λαϊκά δικαστήρια στο κοινοβούλιο» και ανέδειξε ως προτεραιότητα μέσω αυτής της πρότασης «να εξασφαλίσουμε ότι θα γίνονται σεβαστές οι διαδικασίες της Βουλής, να ενισχυθεί ο ρόλος της Βουλής των Αντιπροσώπων και ταυτόχρονα να διατηρηθεί το κύρος και η αξιοπιστία του κοινοβουλευτικού ελέγχου». Επεσήμανε ότι ο έλεγχος πρέπει πάντοτε να γίνεται μέσα στα συνταγματικά πλαίσια και στη διατήρηση των νομών και των κανονισμών που διέπουν τη λειτουργία του κράτους.
Απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με τη θέση του Γενικού Εισαγγελέα, είπε ότι «ο οποιοσδήποτε νόμος, περιλαμβανομένου και του νόμου 21 του 1985, εφόσον δεν έχει αμφισβητηθεί ή κριθεί αντισυνταγματικός από το δικαστήριο, τότε ισχύει και τεκμαίρεται ότι είναι συνταγματικός μέχρι αποδείξεως αυτού».
Σε ερώτηση κατά πόσο διαβλέπει να είναι εφικτό να βρεθούν νομικές ρυθμίσεις, που θα δεσμεύουν τους Υπουργούς να παρίστανται στη Βουλή, είπε ότι είναι μία νομική συζήτηση, που θα πρέπει να συνεχιστεί σε ένα πνεύμα συνεννόησης και σωστής νομικής ανάλυσης, ώστε να μην υπάρξουν «παρατράγουδα» στην πορεία. «Οι καιροί στους οποίους ζούμε, απαιτούν την όσο δυνατόν μεγαλύτερη δημόσια λογοδοσία όλων των αξιωματούχων», είπε.
«Ως ΔΗΚΟ δεν έχουμε καμία ένσταση να υποστηρίξουμε αυτή τη διαδικασία, δεν έχουμε καμία αναστολή να πούμε ότι αυτή είναι και η δική μας πολιτική θέση, για την εξυπηρέτηση των καλώς νοούμενων συμφερόντων της κοινωνίας και του κράτους, και όχι ως εφαλτήριο για να κάνουμε ανέξοδες, αλλά συνταρακτικές συζητήσεις, είτε από τη Βουλή, είτε από την τηλεόραση, είτε στον δημόσιο διάλογο», κατέληξε.
Σε ερώτηση αν μία τέτοια αλλαγή στη νομοθεσία αλλάζει τη φυσιογνωμία του Συντάγματος, υπογράμμισε ότι δεν είναι μία απλή συζήτηση, αλλά ότι θα πρέπει να εξεταστούν όλες οι πτυχές και σημείωσε ότι η πρόταση νόμου θα μπορούσε να αλλάξει, έτσι ώστε να διασφαλιστεί ότι στην πορεία δεν θα υπάρξουν παρενέργειες.
Με τη σειρά του, ο Βουλευτής του ΔΗΚΟ, Πανίκος Λεωνίδου, σημείωσε ότι το άρθρο 1 του Συντάγματος καθορίζει με σαφήνεια το σύστημα άσκησης εξουσίας ως προεδρική δημοκρατία, διευκρινίζοντας ότι πρόκειται για υποχρεωτικό άρθρο, το οποίο δεν μπορεί να αλλάξει με τροποποίηση του Συντάγματος. Διευκρίνισε, ακόμα, ότι το άρθρο 79 καθορίζει τη δυνατότητα και όχι την υποχρέωση των Υπουργών να παρίστανται στο Κοινοβούλιο στο πλαίσιο άσκησης ελέγχου.
«Η άποψή μας είναι ότι ο τρόπος άσκησης του κοινοβουλευτικού ελέγχου που γίνεται σήμερα είναι ξεκάθαρο ότι έχει δημιουργήσει μία συνταγματική πρακτική, δηλαδή οι Υπουργοί και όλοι οι θεσμοί του Κράτους να έρχονται στη Βουλή για άσκηση του ελέγχου που απαιτούν οι Βουλευτές και τα θέσμια», πρόσθεσε ο κ. Λεωνίδου.
«Είμαστε ανοιχτοί και είμαστε έτοιμοι να συζητήσουμε κι άλλες πτυχές αυτής της άσκησης κοινοβουλευτικού ελέγχου, γιατί ο κοινοβουλευτικός έλεγχος είναι το μέσο με το οποίο ενισχύεται η δημοκρατία, ενισχύεται η διαφάνεια, ενισχύεται το κράτος δικαίου», κατέληξε.
Εξάλλου, κατά τη συνεδρίαση, ο Βουλευτής του Κινήματος Οικολόγων, Χαράλαμπος Θεοπέμπτου, υποστήριξε ότι θα πρέπει να βρεθεί τρόπος να λειτουργήσει θεσμοθετημένα ο κοινοβουλευτικός έλεγχος, υπογραμμίζοντας ότι χρειάζεται διαφάνεια στη λειτουργία του κράτους.