Οι εκθέσεις της Ελεγκτικής Υπηρεσίας για το θέμα των πολιτογραφήσεων που είχαν προηγηθεί της ενδιάμεσης Έκθεσης της Ερευνητικής Επιτροπής, καθώς και η δημόσια συζήτηση των θεμάτων αυτών που προκλήθηκε μετά τη δημοσίευση των εκθέσεών της Υπηρεσίας, συνέβαλαν θετικά στη διαμόρφωση ορθών και ασφαλών συμπερασμάτων από την πλειοψηφία της Επιτροπής.
Αυτό δηλώνει σε εκτενή ανακοίνωση της η Ελεγκτική Υπηρεσία σε σχέση με την ενδιάμεση Έκθεση της Επιτροπής για την παραχώρηση κυπριακής υπηκοότητας στο πλαίσιο του Κυπριακού Επενδυτικού Προγράμματος. Στην ανακοίνωση, η Υπηρεσία αρχικά αναφέρεται στις δύο της εκθέσεις και στις αντιδράσεις του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας καθώς και της Κυβέρνησης. Στις αντιδράσεις σημειώνει τη δήλωση του Γενικού Εισαγγελέα ότι το περιεχόμενό της έκθεσης του Ελεγκτή υπερέβαινε τις συνταγματικές εξουσίες του καθώς και του Κυβερνητικού Εκπροσώπου ότι ο Γενικός Ελεγκτής εκτρέπεται, παραβιάζει διατάξεις του Συντάγματος, περιφρονεί και υποσκάπτει άλλους θεσμούς.
Στη συνέχεια, η Υπηρεσία αναφέρεται σε παλαιότερη της ανακοίνωση με την οποία δήλωσε ότι το έργο της Ελεγκτικής Υπηρεσίας και της Ερευνητικής Επιτροπής δεν είναι αμοιβαίως αποκλειόμενα, αλλά αντίθετα μπορεί να είναι συμπληρωματικά και να γίνονται χωρίς κανένα πρόβλημα, παράλληλα και ταυτόχρονα.
Εν συνεχεία, σημειώνεται πως ο Οδυσσέας Μιχαηλίδης έδωσε πολύωρη κατάθεση ενώπιον της Ερευνητικής Επιτροπής την 1η Δεκεμβρίου 2020, σημειώνοντας ότι οι πολύ κριτικές ερωτήσεις, με έντονο το στοιχείο αμφισβήτησης, που υποβλήθηκαν από όλα τα μέλη της Επιτροπής προς τον Γενικό Ελεγκτή, καθιστούν ακόμη πιο σημαντικό το πόρισμα της Επιτροπής αφού είναι προφανές ότι, για να καταλήξει η πλειοψηφία των μελών σε αυτό, είχε αφετηρία μία εντελώς διαφορετική θέση.
Αυτό, ενισχύεται και από την αναφορά του πορίσματος, από τις οποίες προκύπτει ότι αρχικά η πλειοψηφία της Επιτροπής, με κάποια επιφύλαξη του μέλους κ. Π. Ιωάννου, είχε υιοθετήσει τη θέση ότι δήθεν οι πολιτογραφήσεις επενδυτών δεν συνιστούν διοικητικές πράξεις, αλλά «ιδιότυπες» αποφάσεις, προστίθεται
Σύμφωνα με την Υπηρεσία, η εγκατάλειψη στην πορεία από την πλειοψηφία της Επιτροπής των θέσεων αυτών «με μόνη εξαίρεση το μέλος της Επιτροπής, Βοηθό Γενικού Ελεγκτή, κ. Κ. Κυριάκου που για τους δικούς του λόγους παρέμεινε μέχρι τέλους προσκολλημένος σε αυτές» αποτελούν σοβαρή ένδειξη ότι οι εκθέσεις της Ελεγκτικής Υπηρεσίας που είχαν προηγηθεί, ενδεχομένως και η δημόσια συζήτηση των θεμάτων αυτών που προκλήθηκε μετά τη δημοσίευση των εκθέσεών μας, συνέβαλαν θετικά στη διαμόρφωση ορθών και ασφαλών συμπερασμάτων από την πλειοψηφία της Επιτροπής, συμπληρώνεται.
Η πιο πάνω διαπίστωση καταρρίπτει, σύμφωνα με την Ελεγκτική Υπηρεσία, τον ισχυρισμό ότι η εκ μέρους της Υπηρεσίας παράλληλη διεξαγωγή ελέγχου ή/και η δημοσιοποίηση των εκθέσεών μπορούσαν να επηρεάσουν αρνητικά το έργο της Ερευνητικής Επιτροπής. Αν υπήρξε κάποιος επηρεασμός, σημειώνεται στην ανακοίνωση, αυτός με βεβαιότητα ήταν θετικός, εάν το ζητούμενο ήταν η διαπίστωση των πραγματικών γεγονότων και η κατάληξη σε ορθά και ασφαλή συμπεράσματα.
Στην ανακοίνωση της, η Υπηρεσία αναφέρει πως από το εκτενές και τεκμηριωμένο ενδιάμεσο πόρισμα της Ερευνητικής Επιτροπής, μπορούν, να εξαχθούν τα τέσσερα συμπεράσματα που αφορούν την Ελεγκτική Υπηρεσία.
Πρώτον, ότι υπήρξε πλήρης επιβεβαίωση των ευρημάτων της Υπηρεσίας που αφορούν τις δεκάδες παράνομες πολιτογραφήσεις δήθεν διευθυντικών στελεχών της εταιρείας «Α», της εταιρείας που διαχειρίζεται το καζίνο θέρετρο και της εταιρείας που σχετίζεται με την Μαρίνα Αγίας Νάπας.
Αυτό, σημειώνεται, αποτελεί την καλύτερη απάντηση στην Κυβέρνηση που επιχείρησε να απαξιώσει τις εκθέσεις και να αποδώσει στον Γενικό Ελεγκτή ανάρμοστη συμπεριφορά, εκτροπή από τα συνταγματικά πλαίσια, πολιτικά κίνητρα και σκοπιμότητες.
Είναι πλέον σαφές, προστίθεται, ότι η παραχώρηση υπηκοοτήτων ορισμένα χρόνια μετά τη λήψη απόφασης και την έναρξη υλοποίησης μιας επένδυσης, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως κίνητρο για την επένδυση, ειδικά όταν αυτό αφορά πρόσωπα που ουδέποτε εργάστηκαν στην Κύπρο ως διευθυντές και γίνεται παράνομα και με αδιαφάνεια.
Δεύτερο, συνεχίζει η Υπηρεσία, υπήρξε πλήρης επιβεβαίωση των ευρημάτων της Υπηρεσίας που αφορούν τις παράνομες και καθ’ υπέρβαση εξουσίας πολιτογραφήσεις των μελών της οικογένειας χιλιάδων πολιτογραφηθέντων αλλοδαπών και της διαπίστωσής μας ότι, σε πολλές περιπτώσεις, τούτο χρησιμοποιήθηκε ως δούρειος ίππος για την πολιτογράφηση προσώπων με προφίλ υψηλού κινδύνου.
Τρίτο, πέραν των οδηγιών του τέως Υπουργού Εσωτερικών (νυν Υπουργού Οικονομικών) για επίσπευση της παράνομης πολιτογράφησης των 18 προσώπων συν 9 συγγενών τους που σχετίζονται με το καζίνο, ο ίδιος κατέθεσε ενώπιον της Ερευνητικής Επιτροπής ότι έδωσε οδηγίες για επίσπευση σε άλλες 9 περιπτώσεις που όπως ισχυρίστηκε «αφορούσαν διευκόλυνση επενδυτών κατόπιν τεκμηρίωσης για θέματα υγείας και άλλους ανθρωπιστικούς λόγους».
Ωστόσο, προστίθεται στην ανακοίνωση, στη σελίδα 167 του Πορίσματος υπάρχει παραδοχή του ίδιου του Υπουργού για οδηγίες του για επίσπευση αίτησης μετά από παρέμβαση μητροπολίτη, που τελικά αφορούσε πρόσωπο σχετιζόμενο με καζίνο στα κατεχόμενα και λαθρεμπόριο τσιγάρων, αίτηση που τελικά απορρίφθηκε.
Επίσης, δηλώνει η Υπηρεσία, υπάρχει αναφορά στο πόρισμα σε περίπτωση η οποία αρχικά είχε απορριφθεί, αλλά τελικά όχι μόνο εγκρίθηκε αλλά προωθήθηκε κατ’ επίσπευση. Ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι αντιμετώπιζε ιατρικά προβλήματα που καθιστούσαν αδύνατη τη μετάβασή του στη Δημοκρατία ώστε να ληφθούν τα βιομετρικά του στοιχεία και ζήτησε όπως τα βιομετρικά του στοιχεία ληφθούν στην Πρεσβεία της Δημοκρατίας στη χώρα διαμονής του. Τελικά, ο αιτητής πολιτογραφήθηκε χωρίς καν να έχει άδεια παραμονής όπως απαιτούσαν τα εν ισχύι κριτήρια, αναφέρεται.
Τέταρτο συμπέρασμα, σύμφωνα με την Ελεγκτική, είναι ότι υπήρξαν από την Ερευνητική Επιτροπή ανάλογης φύσεως ευρήματα όπως αυτά της Υπηρεσίας για τους 5 φακέλους, όπως πολιτογράφηση προσώπων που δεν κατείχαν λευκό ποινικό μητρώο, δεν κατείχαν μόνιμη κατοικία, χωρίς να διασφαλίζεται η προέλευση των χρημάτων από το εξωτερικό, των οποίων η επένδυση μπορεί να θεωρηθεί ως υψηλού κινδύνου για ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, που ήταν πολιτικά εκτεθειμένο πρόσωπο, για τα οποία υπήρχε εκκρεμής διερεύνηση από την Interpol της χώρας καταγωγής του για αδικήματα οικονομικής φύσεως, ευρήματα που αφορούν στοιχεία δεικνύοντα την ύπαρξη μη υγιών συναλλαγών.
Στην ανακοίνωση σημειώνεται πως η Ερευνητική Επιτροπή δεν εισήλθε στο ίδιο βάθος με την Ελεγκτική Υπηρεσία σε κάποιες πτυχές των περιπτώσεων που εξέτασε αφού οι έλεγχοι της Ελεγκτικής Υπηρεσίας είναι διαφορετικής φύσεως από το αντικείμενο έρευνας της Ερευνητικής Επιτροπής, κάτι που επιβεβαιώνει την θέση ότι το έργο της Ελεγκτικής Υπηρεσίας και της Ερευνητικής Επιτροπής δεν ήταν αμοιβαίως αποκλειόμενα, αλλά αντίθετα θα μπορούσε να είναι συμπληρωματικά και να γίνονται χωρίς κανένα πρόβλημα.
Αυτό, προστίθεται, μαζί με την ανάγκη προάσπισης των συνταγματικών εξουσιών της Ελεγκτικής Υπηρεσίας καθώς και των θεμελιωδών αρχών ανεξαρτησίας που διέπουν τη δράση και λειτουργία της, υπαγόρευαν την ανάγκη για απρόσκοπτη διεξαγωγή του ελέγχου που η Υπηρεσία μας είχε ξεκινήσει πριν διοριστεί η Ερευνητική Επιτροπή.
«Με προσήλωση στις αρχές αυτές, με αντικειμενικότητα και επαγγελματισμό, η Ελεγκτική Υπηρεσία, στο πλαίσιο πάντα του Συντάγματος και των σχετικών νόμων, συνεχίζει απερίσπαστη το έργο εφ’ ω ετάχθη», αναφέρει η Υπηρεσία σημειώνοντας πως αυτή την περίοδο διεξάγεται έλεγχος στις πολιτογραφήσεις που εγκρίθηκαν μετά τη θέσπιση των νέων Κανονισμών στις 18.8.2020 και οι οποίες δεν εμπίπτουν στους όρους εντολής της Ερευνητικής Επιτροπής.
Όσον αφορά τον έλεγχο που είχε εξαγγείλει η Υπηρεσία στις 28.8.2020 και ο οποίος δεν κατέστη δυνατό να ολοκληρωθεί λόγω της μη παραχώρησης πρόσβασης στους σχετικούς φακέλους, διαμηνύει πως όταν της δοθεί πρόσβαση στους φακέλους της περιόδου προ τις 18.8.2020, θα αποφασίσει αν θα ολοκληρωθεί ο έλεγχος όπως είχε αρχικά σχεδιαστεί.