Η Επιτροπή Θεσμών απέρριψε ομόφωνα την αναπομπή του νόμου, που είχε ψηφίσει στις 3 Νοεμβρίου η Βουλή και προνοεί έλεγχο της ανάληψης εργασίας στον ιδιωτικό τομέα από πρώην κρατικούς αξιωματούχους και δικαστές και ορισμένους πρώην υπαλλήλους του δημόσιου και ευρύτερου δημόσιου τομέα.
Οι βουλευτές όλων των κομμάτων που συμμετέχουν στην Επιτροπή, εξέφρασαν τις αντιρρήσεις τους για την αναπομπή από τον Πρόεδρο και ομόφωνα το σώμα αποφάσισε να ζητήσει από την Ολομέλεια της Βουλής την καταψήφιση της αναπομπής του νόμου από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Ο Πρόεδρος της Επιτροπής και βουλευτής του ΔΗΣΥ, Δημήτρης Δημητρίου, δήλωσε αποθαρρημένος από την αναπομπή του νόμου και σημείωσε ότι ο νόμος ούτε παρεμβαίνει ούτε στη Διάκριση των Εξουσιών, ούτε παραβιάζει το άρθρο 158.3 του Συντάγματος, αναφερόμενος στα δύο κύρια επιχειρήματα της αναπομπής.
Η εκπρόσωπος της Νομικής Υπηρεσίας που παρουσίασε την αναπομπή ενώπιον των μελών της Επιτροπής, ανέπτυξε ιδιαίτερα το επιχείρημα της αντισυνταγματικότητας του νόμου, αφενός λόγω παραβίασης της Αρχής Διάκρισης των εξουσιών, καθώς και λόγω παραβίασης του άρθρου 158.3 του Συντάγματος, που αφορά την αλλοίωση των όρων εργοδότησης δικαστών του Ανώτατου Δικαστηρίου, καθώς και του Γενικού Εισαγγελέα (ΓΕ) και Βοηθού ΓΕ.
Όπως εξήγησε η κ. Συμεωνίδου, «οι όροι εργασίας των δικαστών μετά την εργοδότησή τους, δεν θα πρέπει να αλλοιώνονται δυσμενώς μετά τον διορισμό τους». Συνέχισε λέγοντας ότι «η νομοθεσία έρχεται σε στάδιο που είναι εν ενεργεία οι δικαστές, Γενικός Εισαγγελέας και Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας, για να διαμορφώσει τους όρους εργοδότησής τους» και πρόσθεσε ότι οι δικαστές υπόκεινται σε δυσμένεια, υποβάλλοντας αίτημα στην επιτροπή ελέγχου, με λεπτομερή καταγραφή όλων των υποθέσεων που έχουν χειριστεί κατά τη θητεία τους στον δημόσιο τομέα. Αναφέρθηκε, δε, σε παλαιότερη περίπτωση εκδίκασης απόφασης για αποκοπή αναλογικής σύνταξης από δικαστή, η οποία κρίθηκε αντισυνταγματική, βάσει του συγκεκριμένου άρθρου του Συντάγματος.
Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε από την εκπρόσωπο της Νομικής Υπηρεσίας στην παραβίαση της Αρχής της Διάκρισης Εξουσιών, υποστηρίζοντας ότι «θα υπάρξει παρέμβαση σε ζήτημα το οποίο θεωρείται αμιγώς δικαστικό». Αναφέρθηκε στην πρόθεση του Ανώτατου Δικαστηρίου από το 2016 για έκδοση οδηγιών για τα ζητήματα πόθεν έσχες των δικαστών, προκειμένου να μην προκαθορίζεται ο τρόπος ελέγχου από «εξωγενείς προς το δικαστικό σώμα παράγοντες, ήτοι ελεγκτές», ώστε να αποφεύγεται η διάβρωση της Αρχής της Διάκρισης των Εξουσιών, όπως εξήγησε η κ. Συμεωνίδου.
Τέλος, ανέφερε ότι και σε πρακτικό επίπεδο τίθενται ζητήματα λόγω του νόμου που ψήφισε η Βουλή, καθώς «οι θεσμοί του ΓΕ και του Βοηθού ΓΕ λειτουργούν διαμέσου της εκπροσώπησης των λειτουργών της Νομικής Υπηρεσίας, οι οποίοι επιλαμβάνονται χιλιάδες ζητημάτων, επομένως εκ των πραγμάτων θα είναι δύσκολο να μπορούν οι αξιωματούχοι να υποβάλουν αναλυτικές πληροφορίες σε σχέση με τις συναλλαγές που είχαν στο πλαίσιο της άσκησης των καθηκόντων τους, οι οποίες μπορεί να αφορούν μελλοντικό εργοδότη».
Στην τοποθέτησή του κατά τη συνεδρίαση, ο Πρόεδρος της Επιτροπής και Βουλευτής του ΔΗΣΥ, Δημήτρης Δημητρίου, σημείωσε ότι πρέπει να προέχουν η ισονομία, η ισοπολιτεία και η διαφάνεια. «Δεν κατανοώ τη δυσμένεια, εφόσον μετά την αφυπηρέτησή τους οι αξιωματούχοι είναι πολίτες της Κυπριακής Δημοκρατίας, με κατοχυρωμένη σύνταξη ως περιουσιακό στοιχείο και με κατοχυρωμένα δικαιώματα, μεταξύ των οποίων και αυτού στην εργασία», σημείωσε, προσθέτοντας ότι δεν απαγορεύθηκε σε κανένα η εργασία, αλλά ζητήθηκε η έγκριση επιτροπής για τις περιπτώσεις υψηλόβαθμων αξιωματούχων, για τα δύο πρώτα χρόνια μετά την αφυπηρέτησή τους «ώστε να προστατεύεται η διαφάνεια και η αποτροπή φαινομένων διαπλοκής».
Αναφερόμενος στην απόφαση του 2016 για τη ρύθμιση του ελέγχου πόθεν έσχες, τόνισε ότι μέχρι σήμερα η δικαστική εξουσία δε φρόντισε για τη ρύθμιση του ζητήματος αυτού με αποκλειστική δική της αρμοδιότητα. «Αν είχε ρυθμιστεί από τους δικαστές ο έλεγχος του πόθεν έσχες, θα κέρδιζαν στη συνείδηση και την αξιοπιστία τους» και κατέληξε ότι «αυτό που γίνεται σήμερα, είναι καταρράκωση της αξιοπιστίας των θεσμών».
Όσον αφορά ΓΕ και Βοηθό ΓΕ, επεσήμανε ότι από την αρμοδιότητά τους περνούν όλα τα μεγάλα συμβόλαια του κράτους και έθεσε το ζήτημα ποιος προστατεύει το κράτος, αλλά και τον ίδιο τον υπάλληλο, αν βρεθεί να εργάζεται ένας τέτοιος πρώην υψηλόβαθμος αξιωματούχος, σε μία εταιρεία που διαχειρίζεται τέτοια μεγάλα συμβόλαια.
Τέλος, ανέφερε ότι θα μπορούσε να υπάρξει και πλήρης απαγόρευσης της απασχόλησης για τα δύο πρώτα χρόνια μετά την αφυπηρέτηση, δεδομένου του ευρέως φάσματος υποθέσεων που χειρίζονται διαμέσου των λειτουργών της Νομικής Υπηρεσίας.
Ο Βουλευτής του ΑΚΕΛ, Ανδρέας Πασιουρτίδης, κατά την τοποθέτησή του στην Επιτροπή σημείωσε ότι ήδη από το 2012, ο Περί Δικηγόρων Νόμος απαγορεύει για ένα χρόνο μετά την αφυπηρέτηση, να εμφανίζεται ένας δικηγόρος σε δικαστήριο ασκώντας έργο και διερωτήθηκε γιατί δεν αποτελεί αυτό ζήτημα για τη Διάκριση των Εξουσιών, αλλά αποτελεί ζήτημα ο νόμος που αποπέμφθηκε.
Έθεσε, δε, το ζήτημα ότι ΓΕ και Βοηθός ΓΕ έχουν την εξουσία να αναστέλλουν ποινικές διώξεις, χωρίς να ελέγχονται από κάποιον και αναρωτήθηκε τι θα γίνει, αν μετά από αναστολή δίωξης, ένας τέτοιος αξιωματούχος επιλέξει να εργαστεί για άτομο του οποίου αναστάλθηκε η δίωξη, εφόσον δεν θα μπορεί να το ελέγξει κανείς.
«Θεωρώ ότι θα έπρεπε να ήταν πιο διαλλακτικοί, και οι δικαστές και οι εισαγγελείς, γιατί ο νόμος δεν τους απαγορεύει να εργαστούν, αλλά ζητά να παρουσιάσουν το αίτημά τους στην επιτροπή και εφόσον δεν υπάρχει καμία σύγκρουση συμφέροντος να τους επιτραπεί», σημείωσε και πρόσθεσε ότι «δεν μπορούμε να επικαλούμαστε τη διαφάνεια και τη λογοδοσία, όμως να σταματά εκεί που ξεκινά η δικαστική εξουσία».
Ο Βουλευτής του ΔΗΚΟ, Ζαχαρίας Κουλίας, στην παρέμβασή του τόνισε ότι από τη στιγμή που αφυπηρετούν οι δικαστές, είναι πλέον συνταξιούχοι και απλοί πολίτες και «δεν κληρονομούν» και τους όρους εργοδότησής τους. «Το Σύνταγμα δεν είναι κληρονομικό δικαίωμα, ούτε η Διάκριση Εξουσιών τους ακολουθεί μέχρι το τέλος της ζωής τους», είπε και κατέληξε ότι υπάρχει αντίλογος για καθένα από τα επιχειρήματα της αναπομπής που παρουσίασε η Νομική Υπηρεσία.
«Πρέπει να παραμείνουμε στην ίδια θέση και ας κρίνει το Ανώτατο Δικαστήριο αν ευσταθεί η δική μας θέση ή η θέση της Νομικής Υπηρεσίας», σημείωσε ο Βουλευτής της ΔΗΠΑ, Μαρίνος Μουσιούττας.
Η Βουλευτής του Κινήματος Οικολόγων – Συνεργασία Πολιτών, Αλεξάνδρα Ατταλίδου, σε δηλώσεις της μετά τη συνεδρίαση ανέφερε ότι «ισονομία και ισοπολιτεία πρέπει να αφορά όλους τους πολίτες, ιδίως όταν δεν εξασκούν πλέον επάγγελμα για το οποίο επικαλούνται εξαίρεση από τον όποιο νόμο», και πρόσθεσε ότι την επόμενη ημέρα της συνταξιοδότησης, δικαστές, εισαγγελείς, βουλευτές και υπουργοί θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ίσα από τον νόμο.
Είπε, ακόμα, πως «για σκοπούς διαφάνειας και αποφυγής σύγκρουσης συμφέροντος, θα έπρεπε οι ίδιοι οι δικαστές, ο ΓΕ και ο Βοηθός ΓΕ, να μη ζητούσαν αυτή την εξαίρεση, η οποία ελπίζω ότι θα καταψηφιστεί από την Ολομέλεια της Βουλής». Τέλος κάλεσε τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να μην αναφέρει τον νόμο στο Ανώτατο Δικαστήριο.