Με δυο ανακοινωθέντα που δόθηκαν στη δημοσιότητα το βράδυ της Δευτέρας η τουρκοκυπριακή ηγεσία αντέδρασε στην υιοθέτηση του ψηφίσματος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ για την ανανέωση της θητείας της ειρηνευτικής δύναμης.
«Το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ αγνόησε για άλλη μια φορά την κατάσταση επί τόπου και απέδειξε ότι δεν ενδιαφέρεται για την πραγματική λύση του προβλήματος», αναφέρει η γραπτή ανακοίνωση της «προεδρίας», σύμφωνα με την οποία «οι δηλώσεις στις παραγράφους του ψηφίσματος που αναφέρονται σε μια νέα πολιτική διαδικασία είναι απαράδεκτες» καθώς η τ/κ πλευρά «έχει αποσύρει τη συγκατάθεσή της από τη βάση (διαπραγματεύσεων) που καταδίκασε τον τ/κ λαό σε στέρηση δικαιωμάτων και απάνθρωπη απομόνωση και επέτρεψε στην ε/κ πλευρά να εκπροσωπεί ολόκληρο το νησί».
«Υπάρχει μόνο ένας καθιερωμένος κανόνας για την έναρξη των διαπραγματεύσεων. Τα διαφωνούντα μέρη πρέπει να συμφωνήσουν σχετικά με τη βάση επί της οποίας θα διαπραγματευτούν», συνεχίζει η ανακοίνωση του γραφείου του Ερσίν Τατάρ.
Προστίθεται ότι «η τουρκοκυπριακή πλευρά έχει επανειλημμένα δηλώσει τόσο προφορικά όσο και γραπτά ότι μια νέα και επίσημη διαδικασία διαπραγμάτευσης μπορεί να ξεκινήσει αμέσως μετά την επιβεβαίωση των κεκτημένων δικαιωμάτων μας, δηλαδή της κυριαρχικής μας ισότητας και του ισότιμου διεθνούς καθεστώτος μας. Με βάση το νέο όραμα του προέδρου μας, θα θέλαμε με την ευκαιρία αυτή να μεταφέρουμε στον Ε/κ ηγέτη που θα εκλεγεί την έκκληση να ξεκινήσουν επίσημες διαπραγματεύσεις για την οριστικοποίηση του Κυπριακού με ένα δίκαιο και διαρκή συμβιβασμό σε σύντομο χρονικό διάστημα».
Σύμφωνα με την ανακοίνωση «η απουσία αναφοράς στις έξι (τ/κ) προτάσεις για δικοινοτική συνεργασία στο ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας αποτελεί μειονέκτημα». Την ίδια ώρα, σύμφωνα πάντα με τον ισχυρισμό της τ/κ ηγεσίας, προβληματική είναι και η προσέγγιση του ζητήματος του Βαρωσιού. «Το γεγονός ότι οι πρώην κάτοικοι των Βαρωσίων έχουν υποβάλει αίτηση στην διεθνώς αναγνωρισμένη επιτροπή ακίνητης περιουσίας, η οποία συστάθηκε με τον νόμο αριθ. 67/2005 που εγκρίθηκε από το κοινοβούλιο μας, αποτελεί ένδειξη ότι τα βήματα που έχουν γίνει είναι σωστά» συμπληρώνεται.
«Σε πείσμα της ελληνοκυπριακής γραφειοκρατίας, ξεκίνησε συμβολικά η πώληση λίγων προϊόντων μας που προορίζονται για το εμπόριο μη ζωικών μεταποιημένων τροφίμων. Στα πλαίσια της προαναφερθείσας απόφασης γίνεται προσπάθεια για να προβληθεί αυτή η εξέλιξη ως επιτυχία. Το πραγματικό επίτευγμα θα ήταν οι Τουρκοκύπριοι παραγωγοί να είναι σε θέση να μεταφέρουν τα προϊόντα τους στις διεθνείς αγορές με προνομιακό τρόπο χωρίς να υπόκεινται σε περιορισμούς» προστίθεται.
Τέλος, η «προεδρία» αναφέρεται και στο μέλλον της δράσης της ειρηνευτικής δύναμης στα κατεχόμενα, λέγοντας πως «είναι σημαντικό να τεθούν οι δραστηριότητες της ειρηνευτικής δύναμης του ΟΗΕ στη χώρα μας σε νομική βάση».
Επί του παρόντος, αναφέρεται «διεξάγονται διαπραγματεύσεις για μια συμφωνία αποδεκτή τόσο από εμάς όσο και από τον ΟΗΕ. Ενώ τα Ηνωμένα Έθνη έχουν υποβάλλει αντιπρόταση στην πρόταση του υπουργείου εξωτερικών μας, η απόκρυψη αυτής της εξέλιξης και η αποτύπωση στην απόφαση ότι οι επιχειρήσεις αυτές θα συνεχιστούν για έναν ακόμη χρόνο με τη σύμφωνη γνώμη της ε/κ πλευράς είναι ασυμβίβαστη με την καλή πίστη».
Από την πλευρά του το «υπουργείο εξωτερικών», σε ανακοίνωσή του για το ψήφισμα του ΟΗΕ αναφέρει πως το γεγονός ότι ο οργανισμός εξακολουθεί «να αντιμετωπίζει το ένα από τα μέρη στο νησί ως ‘κράτος’ και το άλλο ως ‘κοινωνία’ είναι απαράδεκτο».
«Το ψήφισμα υιοθετεί μια παραπλανητική προσέγγιση που εξυπηρετεί τα συμφέροντα της ελληνοκυπριακής πλευράς, χρησιμοποιώντας εκφράσεις που είναι αποσυνδεδεμένες από την τρέχουσα πραγματικότητα στο νησί. Η συνέχιση της αναζήτησης κοινού εδάφους για την επιστροφή των μερών στο νησί στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, μια επιβολή που επιχειρείται με διπλωματικές εκφράσεις του τύπου ‘η επανέναρξη των επίσημων διαπραγματεύσεων στη βάση του μοντέλου της διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας’ είναι μεγάλη ασέβεια προς τη βούληση του τουρκοκυπριακού λαού», ισχυρίζεται το «υπεξ», το οποίο προσθέτει ότι «η μόνη ρεαλιστική λύση στο νησί σήμερα είναι να καταλήξουν τα δύο υφιστάμενα κράτη σε συμφωνία για να ζήσουν δίπλα-δίπλα στη βάση της κυριαρχικής ισότητας και του ίσου διεθνούς καθεστώτος».
Το «υπεξ» λέει ακόμη ότι ο ΟΗΕ δεν έρχεται σε συμφωνία με την τ/κ πλευρά για ένα νέο πλαίσιο συνεργασίας στα κατεχόμενα και για συνεννόηση σε θέματα, στα οποία είναι αναγκαία η συμβολή όλων των πλευρών, όπως λ.χ. το μεταναστευτικό ζήτημα. Γίνεται, μεταξύ άλλων, αναφορά στο «απευθείας εμπόριο» και στο ζήτημα του Βαρωσιού, με το «υπεξ» να επαναλαμβάνει τον ισχυρισμό ότι η κλειστή πόλη είναι επικράτεια του ψευδοκράτους. Επίσης, για το ζήτημα των υδρογονανθράκων εμπεριέχει τον ισχυρισμό ότι η τ/κ πλευρά είναι «συνιδιοκτήτης των φυσικών πόρων στο νησί και γύρω από αυτό».
Τέλος, το «υπεξ» στην ανακοίνωσή του αναφέρει ότι «είναι επιτακτική ανάγκη η Ειρηνευτική Δύναμη των Ηνωμένων Εθνών, η οποία διατηρεί την παρουσία της και διεξάγει τις δραστηριότητές της στη χώρα μας στο πλαίσιο της καλής θέλησης και της φιλοξενίας, να διεξάγει στο εξής τις δραστηριότητές της σε νόμιμη βάση. Η αναζήτησή μας για μια κοινή συναίνεση σε αυτό το θέμα θα συνεχιστεί με καλή πίστη».