Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) επικύρωσε με σημερινή του απόφαση τις προηγούμενες αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της ΕΕ (ΓΔΕΕ) με τις οποίες είχε απορρίψει τις αγωγές αποζημιώσεως ιδιωτών και εταιρειών κατά θεσμικών οργάνων της ΕΕ στο πλαίσιο χρηματοπιστωτικής συνδρομής που χορηγήθηκε στην Κύπρο υπό τον όρο της αναδιάρθρωσης του τραπεζικού τομέα της.
Αντιθέτως, το ΔΕΕ έκρινε ότι το ΓΔΕΕ “υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο” κρίνοντας ότι “το eurogroup αποτελεί οντότητα της Ένωσης ιδρυθείσα από τις Συνθήκες, της οποίας οι πράξεις ή οι συμπεριφορές θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης”.
Συγκεκριμένα, “επιληφθέν των αιτήσεων αναιρέσεως που άσκησαν το Συμβούλιο (υποθέσεις C-597/18 P και C598/18 P) και οι ενδιαφερόμενοι ιδιώτες και εταιρίες (υποθέσεις C-603/18 P και C604/18 P), καθώς και των ανταναιρέσεων που άσκησε το Συμβούλιο (στις υποθέσεις C603/18 P και C604/18 P), το τμήμα μείζονος συνθέσεως του Δικαστηρίου αναιρεί τις αναιρεσιβαλλόμενες αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου καθόσον απορρίπτουν τις ενστάσεις απαραδέκτου τις οποίες προέβαλε το Συμβούλιο προς αμφισβήτηση του παραδεκτού των αγωγών που είχαν ασκήσει οι εν λόγω ιδιώτες και εταιρίες και οι οποίες στρέφονται κατά της Ευρωομάδας και βάλλουν κατά του άρθρου 2, παράγραφος 6, στοιχείο β΄, της απόφασης 2013/236 . Αντιθέτως, απορρίπτει τις προαναφερθείσες αιτήσεις αναιρέσεως των εν λόγω ιδιωτών και εταιριών.”
Αναλυτικά, σύμφωνα με την εκτίμηση του ΔΕΕ:
“Όσον αφορά, κατά πρώτον, τις αιτήσεις αναιρέσεως που άσκησε το Συμβούλιο στις υποθέσεις C-597/18 P και C-598/18 P, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η στοιχειοθέτηση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης βάσει του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ προϋποθέτει ότι μπορεί να προσαφθεί παράνομη συμπεριφορά σε «θεσμικό όργανο της Ένωσης», έννοια η οποία καταλαμβάνει όχι μόνον τα όργανα της Ένωσης που απαριθμούνται στο άρθρο 13, παράγραφος 1, ΣΕΕ, αλλά και όλα τα όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης που ιδρύονται με τις Συνθήκες, ή δυνάμει αυτών, και προορίζονται να συμβάλλουν στην πραγμάτωση των σκοπών της Ένωσης.”
Συναφώς, το ΔΕΕ επισημαίνει, πρώτον, ότι “η Ευρωομάδα αποτελεί διακυβερνητικό όργανο συντονισμού των οικονομικών πολιτικών των κρατών μελών με νόμισμα το ευρώ (στο εξής: ΚΜΖΕ)”.
Δεύτερον, η Ευρωομάδα “δεν μπορεί να εξομοιωθεί με σύνθεση του Συμβουλίου και χαρακτηρίζεται από την άτυπη φύση της. Τρίτον, δεν έχει ιδία αρμοδιότητα ούτε εξουσία να επιβάλλει κυρώσεις για την αθέτηση των πολιτικών συμφωνιών που συνάπτονται στο πλαίσιό της”.
Το ΔΕΕ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι “το ΓΔΕΕ ο κακώς έκρινε ότι η Ευρωομάδα είναι οντότητα «της Ένωσης» ιδρυθείσα από τις Συνθήκες, της οποίας οι ενέργειες θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης.
Το ΔΕΕ προσθέτει ότι, “στο μέτρο που οι πολιτικές συμφωνίες που συνάπτονται στο πλαίσιο της Ευρωομάδας συγκεκριμενοποιούνται και υλοποιούνται ειδικότερα μέσω πράξεων και ενεργειών των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, ιδίως του Συμβουλίου και της ΕΚΤ, οι πολίτες δεν στερούνται του δικαιώματός τους σε αποτελεσματική δικαστική προστασία, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεδομένου ότι, όπως εξάλλου έπραξαν εν προκειμένω, μπορούν να ασκήσουν αγωγή λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης κατά των εν λόγω θεσμικών οργάνων για τις πράξεις ή τις συμπεριφορές τις οποίες τα όργανα αυτά υιοθετούν κατόπιν τέτοιων πολιτικών συμφωνιών”.
Υπογραμμίζει, ειδικότερα, ότι “εναπόκειται στην Κομισιόν, υπό την ιδιότητά της ως θεματοφύλακα των Συνθηκών, να μεριμνά για το συμβατό των εν λόγω συμφωνιών με το δίκαιο της Ένωσης και ότι ενδεχόμενη αδράνεια της Επιτροπής συναφώς μπορεί να θεμελιώσει εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης”.
Το ΔΕΕ παρατηρεί επίσης ότι “το άρθρο 2, παράγραφος 6, στοιχείο βʹ, της απόφασης 2013/236 δεν συγκεκριμενοποιεί τους ειδικούς όρους για την εφαρμογή της εν λόγω μετατροπής, οπότε οι κυπριακές αρχές διέθεταν σημαντικό περιθώριο εκτίμησης προς τούτο, ιδίως όσον αφορά τον καθορισμό του αριθμού και της αξίας των μετοχών που έπρεπε να δοθούν στους καταθέτες της Τράπεζας Κύπρου έναντι των μη εξασφαλισμένων καταθέσεων που τηρούσαν στην τράπεζα αυτή”.
Κατά συνέπεια, φρονεί ότι το ΓΔΕΕ “υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η Κύπρος δεν διέθετε κανένα περιθώριο εκτίμησης δυνάμει της ως άνω διάταξης όσον αφορά τον καθορισμό των ειδικών όρων για την υλοποίηση της επίμαχης μετατροπής”.
Το ΔΕΕ υπενθυμίζει ακόμη ότι “το δικαίωμα ιδιοκτησίας δεν αποτελεί απόλυτο προνόμιο και ότι επιδέχεται περιορισμούς . Εκτιμά, μεταξύ άλλων, ότι, όπως κρίθηκε στην απόφαση Ledra Advertising κ.λπ. κατά Επιτροπής και ΕΚΤ , δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι τα μέτρα που διαλαμβάνονται στο μνημόνιο κατανόησης της 26ης Απριλίου 2013 συνιστούν υπέρμετρη και ανεπίτρεπτη επέμβαση η οποία θίγει το δικαίωμα ιδιοκτησίας των ενδιαφερόμενων ιδιωτών και εταιριών”.
Κατά την κρίση του ΔΕΕ, “το γεγονός ότι, κατά τα προγενέστερα στάδια της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης, η χορήγηση χρηματοπιστωτικής συνδρομής σε άλλα ΚΜΖΕ δεν είχε εξαρτηθεί από τη λήψη ειδικών μέτρων δεν μπορεί να θεωρηθεί ως διαβεβαίωση ικανή να δημιουργήσει στους μετόχους, τους ομολογιούχους πιστωτές και τους καταθέτες της Λαϊκής και της Τράπεζας Κύπρου δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ότι το ίδιο θα συνέβαινε και στην περίπτωση της χορήγησης χρηματοπιστωτικής συνδρομής στην Κύπρο”.
Τέλος, αφού υπενθυμίζει ότι “η γενική αρχή της ίσης μεταχείρισης επιβάλλει να μην επιφυλάσσεται σε παρόμοιες καταστάσεις διαφορετική μεταχείριση ούτε σε διαφορετικές καταστάσεις όμοια μεταχείριση, εκτός αν μια τέτοια αντιμετώπιση δικαιολογείται αντικειμενικώς”, το ΔΕΕ απορρίπτει την ύπαρξη παραβίασης της αρχής αυτής.
Συγκεκριμένα, διαπιστώνει ότι “οι ενδιαφερόμενες εταιρίες και ιδιώτες δεν βρίσκονται σε κατάσταση παρόμοια ούτε με την κατάσταση της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, της οποίας η δράση υπαγορεύεται αποκλειστικά από σκοπούς δημοσίου συμφέροντος, ούτε των καταθετών των ελληνικών υποκαταστημάτων της Λαϊκής και της Τράπεζας Κύπρου, ούτε σε κατάσταση παρόμοια με εκείνη των καταθετών των δύο αυτών τραπεζών, των οποίων οι καταθέσεις δεν υπερέβαιναν τα 100 000 ευρώ, των καταθετών και των μετόχων των τραπεζών των άλλων ΚΜΖΕ στα οποία χορηγήθηκε χρηματοπιστωτική συνδρομή πριν από την Κύπρο ή ακόμη των συνεταίρων του συνεταιριστικού τραπεζικού τομέα της Κύπρου”.
Εν κατακλείδι, το ΔΕΕ απορρίπτει στο σύνολό τους τις αιτήσεις αναιρέσεως των ενδιαφερόμενων εταιριών και ιδιωτών (υποθέσεις C-603/18 P και C-604/18 P), αναιρεί τις αναιρεσιβαλλόμενες αποφάσεις του ΓΔΕΕ καθόσον απορρίπτουν τις ενστάσεις απαραδέκτου τις οποίες προέβαλε το Συμβούλιο προς αμφισβήτηση του παραδεκτού των αγωγών που στρέφονται κατά της Ευρωομάδας και βάλλουν κατά του άρθρου 2, παράγραφος 6, στοιχείο β΄, της απόφασης 2013/236 και, αποφαινόμενο οριστικώς επί των ενστάσεων αυτών , δέχεται τις εν λόγω αιτήσεις αναιρέσεως.