Στην αναπομπή του νόμου που ψήφισε η Βουλή των Αντιπροσώπων για τροποποιήσεις στη νομοθεσία που αφορά στους όρους εργασίας των εκπαιδευτικών αορίστου χρόνου, προχώρησε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ασκώντας τις εξουσίες που του χορηγούνται από το Σύνταγμα.
Στην επιστολή του προς την Πρόεδρο της Βουλής, Αννίτα Δημητρίου, ο Πρόεδρος Αναστασιάδης παραθέτει σειρά από λόγους που οδήγησαν στη αναπομπή, μεταξύ των οποίων η αντισυνταγματικότητα λόγω επέμβασης της νομοθετικής εξουσίας στις αρμοδιότητες της εκτελεστικής και λόγω αύξησης των κρατικών δαπανών.
Ο νόμος, που ψηφίστηκε από τη Βουλή στις 22 Σεπτεμβρίου, προβλέπει την εισαγωγή τροποποιητικού άρθρου στον υπάρχοντα νόμο, ώστε οι εκπαιδευτικοί αορίστου χρόνου που εργάζονται στη δημόσια εκπαίδευση, να απολαμβάνουν τα ίδια δικαιώματα με τους μόνιμους εκπαιδευτικούς, όσον αφορά τις άδειες ασθενείας και τα ωφελήματα αφυπηρέτησης. Επίσης, η τροποποίηση αυτή καθιστά αρμόδια την Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (ΕΕΥ) για τον καθορισμό των υπόλοιπων όρων απασχόλησης των εκπαιδευτικών αορίστου χρόνου, αφού η ΕΕΥ είναι αρμόδια και για τους όρους απασχόλησης των μόνιμων εκπαιδευτικών.
Η τροποποίηση αυτή καθίσταται αντισυνταγματική, όπως επισημαίνεται στην επιστολή του Προέδρου της Δημοκρατίας, λόγω επέμβασης της νομοθετικής εξουσίας στις αρμοδιότητες της εκτελεστικής, εξηγώντας ότι τα ζητήματα που αφορούν στους όρους απασχόλησης των εκπαιδευτικών αορίστου, καθορίζονται από τον Υπουργό Παιδείας, ο οποίος είναι ο εργοδότης, σε συνεννόηση με τον Υπουργό Οικονομικών. «Η Βουλή των Αντιπροσώπων […] νομοθετεί «επί παντί θέματι», εκτός αν αυτό καταστρατηγεί την Αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών ή συγκεκριμένο άρθρο του Συντάγματος», αναφέρει η επιστολή.
Σημειώνεται, δε, ότι η τροποποίηση που ψήφισε η Βουλή, προσκρούει στο άρθρο 32(2) του βασικού νόμου, που καθορίζει ότι «η διάρκεια της σύμβασης, η αμοιβή και λοιποί όροι του διορισμού εκπαιδευτικών δυνάμει σύμβασης, αποφασίζονται από τον Υπουργό Παιδείας, Αθλητισμού και Νεολαίας, σε συνεννόηση με τον Υπουργό Οικονομικών» και ότι οι συμβάσεις που έχουν συναφθεί μεταξύ εκπαιδευτικών και εργοδότη, παρέχουν στον δεύτερο το δικαίωμα να τερματίσει την απασχόληση, ενώ η τροποποίηση που ψηφίστηκε απαγορεύει τον τερματισμό των υπηρεσιών. «Πρέπει να συνεχίσει να υφίσταται η δυνατότητα τερματισμού του εκπαιδευτικού αορίστου χρόνου όταν προκύψει πλεονασμός», αναφέρεται στην επιστολή, η οποία εξηγεί ότι είναι τέτοια η φύση των καθηκόντων των εκπαιδευτικών, ώστε να μη μπορεί μία ειδικότητα να κληθεί να εκτελέσει καθήκοντα άλλης.
Στη συνέχεια, η επιστολή του Προέδρου Αναστασιάδη αναφέρει ότι ο υπό αναπομπή νόμος «καταστρατηγεί και την αρχή της ισότητας» λόγω εξομοίωσης των ωφελημάτων αφυπηρέτησης εκπαιδευτικών αορίστου χρόνου και μόνιμων εκπαιδευτικών, ενώ ενδεχομένως προκαλεί και ανισότητα μεταξύ των εκπαιδευτικών αορίστου χρόνου και άλλων εργοδοτούμενων αορίστου χρόνου στη δημόσια υπηρεσία.
Σημειώνει, εξάλλου, ότι αυτή η εξομοίωση των ωφελημάτων και η απαγόρευση τερματισμού των υπηρεσιών των εκπαιδευτικών αορίστου χρόνου, «θα επιφέρει αύξηση των δαπανών του Κράτους, αφού το Κράτος θα κληθεί να καταβάλει παροχές και εισφορές».
Όσον αφορά στην εξομοίωση των αδειών ανάπαυσης και αδειών ασθενείας μόνιμων και αορίστου χρόνου εκπαιδευτικών, «η διάταξη του υπό αναπομπή νόμου έχει καταστεί άνευ αντικειμένου», όπως αναφέρεται στην επιστολή, αφού το ζήτημα έχει ρυθμιστεί με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου τον Φεβρουάριο του 2022, η οποία τέθηκε σε αναδρομική ισχύ από τον Σεπτέμβριο του 2021.