Δεν υπάρχει όριο στη φιλία και τη συνεργασία μεταξύ Ισραήλ, Κύπρου και Ελλάδας, δήλωσαν οι εταίροι του Ισραηλινο-Ελληνικού Φόρουμ, το οποίο φιλοξενείται μεταξύ 19 και 21 Ιουνίου στη Λευκωσία, ενώ τόνισαν επίσης τον ρόλο που διαδραματίζουν τα ακαδημαϊκά ιδρύματα και οι δεξαμενές σκέψης στη διεθνή αγορά ιδεών.
Ο Πρόεδρος του Κυπριακού Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων του Πανεπιστημίου Λευκωσίας, Καθηγητής Ανδρέας Θεοφάνους, ανέφερε στην ομιλία του ότι είναι απαραίτητο να υπάρχουν τέτοιες εκδηλώσεις και φόρα στα οποία προβάλλονται και συζητούνται αναλυτικά ιδέες και προοπτικές.
Αναφέρθηκε στη σημερινή κατάσταση που επικρατεί στο διεθνές περιβάλλον λόγω της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία, των κυρώσεων κατά της Μόσχας και των ευρωπαϊκών επιδιώξεων για μια αρχιτεκτονική ασφάλειας χωρίς τη Ρωσία, καθώς και για τον τερματισμό της ενεργειακής εξάρτησης της Ευρώπης από τη Ρωσία, σημειώνοντας ότι οι εξελίξεις αυτές έχουν εκτεταμένες επιπτώσεις, ενώ επηρεάζεται και η ανατολική Μεσόγειος και η ευρύτερη Μέση Ανατολή. Αυτά είναι μερικά από τα θέματα που θα απασχολήσουν αύριο το Φόρουμ, πρόσθεσε.
Αναφέρθηκε επίσης στο Κυπριακό και είπε ότι είναι απαραίτητο να υπάρχει συνέπεια στις ενέργειες των μεγάλων δυνάμεων όταν παραβιάζεται το διεθνές δίκαιο, σημειώνοντας ότι οι ενέργειες της Τουρκίας έχουν λίγο πολύ τύχει ανοχής σε ό,τι αφορά την Κύπρο. Ο κ. Θεοφάνους υπογράμμισε επίσης τον ρόλο των ακαδημαϊκών ιδρυμάτων και των δεξαμενών σκέψης στην αντιμετώπιση του κυπριακού ζητήματος, καθώς και σημαντικών θεμάτων όπως η εξωτερική πολιτική και η οικονομία. Συμπλήρωσε ότι με την πάροδο των χρόνων το κράτος υποτίμησε τον ρόλο που μπορούν να διαδραματίσουν τα ίδια του τα ακαδημαϊκά ιδρύματα και οι δεξαμενές σκέψης στη διεθνή αγορά ιδεών. Δεν είναι τυχαίο ότι σήμερα, η Κύπρος δεν έχει αποτελεσματικό και συνεπές αφήγημα σε πολιτικό επίπεδο, πρόσθεσε.
Κλείνοντας, ο κ. Θεοφάνους εξέφρασε την ελπίδα ότι τόσο η Πολιτεία όσο και η επιχειρηματική κοινότητα «τελικά θα συνειδητοποιήσουν» ότι η στήριξη του κόσμου των δεξαμενών σκέψης είναι μια αναγκαιότητα και όχι μια πολυτέλεια.
Ο Daniel Mariaschin, Διευθύνων Σύμβουλος του B’nai B’rith International και Συντονιστής του Ισραηλινο-Ελληνικού Φόρουμ, δήλωσε ότι ο φορέας συνεργάζεται για άλλη μια φορά με το Κυπριακό Κέντρο Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων και το Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων, φέρνοντας σε επαφή εμπειρογνώμονες και υποστηρικτές των ισχυρών σχέσεων μεταξύ Κύπρου, Ελλάδας και Ισραήλ. Υπάρχουν πολλοί λόγοι για να γίνει αυτό, είπε, όπως οι περιφερειακές αντιπαλότητες, οι απειλές για τη σταθερότητα στην περιοχή, συμπεριλαμβανομένων των τρομοκρατικών οργανώσεων, οι εμπορικές σχέσεις και η ενέργεια, σημειώνοντας ότι οι ομιλητές θα ασχοληθούν με όλες αυτές τις προκλήσεις και όχι μόνο.
Ο κ. Mariaschin αναφέρθηκε επίσης στις ελληνοϊσραηλινές σχέσεις και είπε ότι σήμερα έχουν μετατραπεί σε στενούς δεσμούς σε ένα ευρύ μέτωπο αναφορικά με την ενέργεια, τη στρατιωτική συνεργασία, τον τουρισμό, την υψηλή τεχνολογία, και ότι η άνθιση των δεσμών της Ελλάδας, της Κύπρου και του Ισραήλ αντικατοπτρίζεται στις στενές σχέσεις εργασίας που έχουν δημιουργήσει η B’nai B’rith και άλλες οργανώσεις με τις ελληνοαμερικανικές κοινότητες, μεταξύ άλλων και με την AHEPA, για να γνωριστούν καλύτερα, να συναντηθούν με κυβερνητικούς αξιωματούχους και υπεύθυνους χάραξης πολιτικής και να συζητήσουν για τις κοινές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν στην ευρύτερη αμερικανική σκηνή.
«Δεν υπάρχει όριο στη φιλία και τη συνεργασία τους», τόνισε ο κ. Mariaschin, προσθέτοντας ότι είναι υπερήφανοι που είναι εταίροι στην οικοδόμηση αυτών των σχέσεων.
Ο Διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων (ΙΔΙΣ) του Παντείου Πανεπιστημίου, Καθηγητής Κώστας Υφαντής, ο οποίος είναι επίσης Επιστημονικός Διευθυντής του Κέντρου Σχεδιασμού Εξωτερικής Πολιτικής του Υπουργείου Εξωτερικών της Ελλάδας, δήλωσε στον χαιρετισμό του ότι η συνάντηση αυτή είναι επίκαιρη, καθώς λαμβάνουν χώρα πολιτικές, οικονομικές και γεωπολιτικές εξελίξεις που επηρεάζουν επίσης την Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή.
Σημείωσε ότι οι εταίροι του Φόρουμ έχουν πλήρη επίγνωση της περιφερειακής δυναμικής και των προκλήσεων και εξέφρασε την πεποίθηση ότι οι συζητήσεις των επόμενων δύο ημερών θα είναι γόνιμες και ενδιαφέρουσες, προσθέτοντας ότι αυτό δεν αποτελεί έκπληξη δεδομένης της ποιότητας και της ποσότητας της εμπειρογνωμοσύνης που έχει συγκεντρωθεί στην αίθουσα.
Ο κ. Υφαντής είπε επίσης ότι οι προσδοκίες ήταν «πραγματικά υψηλές» και ότι ήρθε η ώρα οι εταίροι να παρουσιαστούν πιο τολμηροί, πιο καινοτόμοι με τις συνεισφορές τους και να καταλήξουν σε περισσότερες ιδέες για μια πιο ουσιαστική δέσμευση.
Ο διευθυντής του Παγκόσμιου Κέντρου B’nai B’rith στην Ιερουσαλήμ, Alan Schneider, δήλωσε ότι οι συμμετέχοντες στην ολομέλεια του Φόρουμ θα συζητούσαν «πού πηγαίνει η γειτονιά μας, συλλογικά και ατομικά», με τη βοήθεια κορυφαίων αξιωματούχων και των σημαντικότερων εμπειρογνωμόνων από τις τρεις χώρες, σημειώνοντας ότι πρόκειται για τα τρία δημοκρατικά, προσανατολισμένα προς την ειρήνη κράτη της ανατολικής Μεσογείου.
Ευχαρίστησε επίσης όλους όσοι αποδέχθηκαν την πρόσκληση να συμμετάσχουν στις συζητήσεις του Φόρουμ και εξέφρασε τη «βαθιά και ειλικρινή του ευγνωμοσύνη» στον καθηγητή Ανδρέα Θεοφάνους για τη διοργάνωση.