Στις 18 Δεκεμβρίου θα γίνει η άμεση από το λαό εκλογική αναμέτρηση για το νέο Αρχιεπίσκοπο και στις 5 Φεβρουαρίου ο α΄ γύρος των εκλογών για τις Προεδρικές εκλογές. Η χρονική σύμπτωση των δύο εκλογικών αναμετρήσεων κανονικά θα έπρεπε να δημιουργήσει κοινά μέτωπα στήριξης είτε για τις Αρχιεπισκοπικές, είτε για τις Προεδρικές εκλογές.
Ωστόσο, όχι μόνο δεν δημιουργούνται τέτοια μέτωπα, αλλά βλέπουμε ένα-ένα τα κόμματα να ανακοινώνουν ότι δεν θα ασχοληθούν με τις Αρχιεπισκοπικές εκλογές. Από την άλλη πλευρά οι Ιεράρχες που είναι υποψήφιοι για τον Αρχιεπισκοπικό θρόνο δεν εκδηλώνουν, ανοικτά τουλάχιστον, την υποστήριξη τους προς τους υποψηφίους για τις προεδρικές εκλογές.
Το φαινόμενο αυτό οφείλεται στο εύθραυστο τοπίο των προτιμήσεων των πολιτών τόσο για τις Αρχιεπισκοικές, όσο και για τις Προεδρικές εκλογές. Οι μεν υποψήφιοι για τις Προεδρικές εκλογές και τα κόμματα φοβούνται να εμπλακούν δημόσια υπέρ κάποιου υποψήφιου στις Αρχιεπισκοπικές εκλογές για να μην δυσαρεστήσουν ψηφοφόρους, ενώ το ίδιο γίνεται και από πλευράς Ιεραρχών οι οποίοι δεν θέλουν να χάσουν ψήφους από πολίτες που προκρίνουν άλλους υποψήφιους για τις προεδρικές.
Φυσικά, όλα αυτά ισχύουν στη δημόσια σφαίρα. Στο παρασκήνιο είναι σίγουρο ότι κάποιοι Ιεράρχες έχουν σχέση με υποψήφιους για τις προεδρικές εκλογές και αντίστροφα. Όμως, επειδή οι πολίτες τοποθετούνται διαφορετικά για τις προεδρικές και διαφορετικά για τις Αρχιεπισκοπικές εκλογές, τα κόμματα δεν θέλουν να ρισκάρουν.
Αν ήταν σε διαφορετική χρονική στιγμή οι Αρχιεπισκοπικές από τις προεδρικές εκλογές, σίγουρα θα είχαμε πιο φανερή εμπλοκή των κομμάτων στα του Αρχιεπισκοπικού θρόνου. Το ίδιο θα ίσχυε και για τις προεδρικές εκ μέρους των παραγόντων της Εκκλησίας.
Τώρα, ο καθένας προσέχει τα νώτα του, διότι οι ψηφοφόροι κινούνται με άλλα κριτήρια στις Αρχιεπισκοπικές και με άλλα στις Προεδρικές.