Την θέση του πορίσματος Καραγιάννη ότι η ο θάνατος του Θανάση Νικολάου αποδίδεται σε εγκληματική ενέργεια και συγκεκριμένα στραγγαλισμό, υιοθέτησε η θανατική ανακρίτρια, δικαστής, Ντόρια Βαρωσιώτου.
Μετά από την πολύωρη τρίτη θανατική ανάκριση, η κ. Βαρωσιώτου δήλωσε πως αισθάνεται το καθήκον «να παρατηρήσω πως η θέση της Εισαγγελίας και της Αστυνομίας ήταν από την αρχή πως θα έπρεπε να αποκλείει την εγκληματική ενέργεια. Και αυτή η στάση διατηρήθηκε και μετά την απόφαση του ΕΔΑΔ».
Κατά την έναρξη της 3ης θανατικής ανάκρισης, τον περασμένο Οκτώβριο, οι δυο πλευρές είχαν αποφασίσει όπως η διαδικασία συνεχιστεί από εκεί που είχε σταματήσει, δηλαδή στη βάση των νέων δεδομένων που δημιουργήθηκαν μετά την εκταφή και εξέταση των οστών του Θανάση Νικολάου, το 2020, και τα οποία οδηγούσαν στο συμπέρασμα ότι ο θάνατος του οφειλόταν σε εγκληματική ενέργεια και όχι σε αυτοχειρία, όπως είχε αποφανθεί τότε ο ιατροδικαστής Πανίκος Σταυριανός.
Υπενθυμίζεται ότι, το δικαστήριο απέρριψε το αίτημα του ιατροδικαστή Πανίκου Σταυριανού να παρευρίσκεται στη διαδικασία ως ενδιαφερόμενο μέρος, ενώ ακολούθως αποκλείστηκε και από μάρτυρας, μετά από ένσταση των δικηγόρων της οικογένειας, στο αίτημα της Νομικής Υπηρεσίας να κατατεθεί νέα ιατροδικαστική του έκθεση.
Η θανατική ανακρίτρια είχε, επίσης, απορρίψει αίτημα της Νομικής Υπηρεσίας να καταθέσει ο παθολογοανατόμος Δρ Ανδρέας Μαρνερίδης και, από πλευράς δικηγόρων της οικογένειας, η ιατροδικαστής Ελπίδα Σπανουδάκη, υποδεικνύοντας ότι δεν είχαν οποιανδήποτε εμπλοκή στην όλη υπόθεση.
Ενώπιον της θανατικής ανακρίτριας κατέθεσαν, η πρωτοκολλητής του Πολιτικού Τμήματος του δικαστηρίου, η Πρωτοκολλητής του Ποινικού Τμήματος, ο Διευθυντής του Εργαστηρίου Δικανικής Γενετικής στο Ινστιτούτο Νευρολογίας και Γενετικής Δρ Μάριος Καριόλου, ο εξεταστής της υπόθεσης από πλευράς Αστυνομίας, η αρχιαστυφύλακας που μετέφερε τα πλακίδια οστών του Θανάση Νικολάου στην Ελλάδα, η ανθρωπολόγος Ελευθερία Χαριλάου, οι παθολογοανατόμοι Εμμανουήλ Αγαπητός και Δήμητρα Καραγιάννη, καθώς και ο ποινικός ανακριτής Σάββας Μάτσας.
Σημείωσε ακόμη ότι «η αλήθεια στην υπόθεση του Θανάση διαφάνηκε από τα αδιάσειστα στοιχεία που εντόπισε η κ. Καραγιάννη. Η επιστημονική γνωμοδότηση της την υποστήριξε με διαύγεια. Είναι χαρακτηριστική η αναφορά της πως δεν διατυπώνει προσωπική γνώμη, αλλά ότι τα ευρήματα αυτά μιλούν από μόνα τους. Τεκμηρίωσε τις αναφορές πως το έλλειμμα αποτελεί κάκωση γενόμενη εν ζωή από στραγγαλισμό». Η Δικαστής ανέφερε πως αποδέχεται τη θέση της κ. Καραγιάννη και τη μαρτυρία της ότι ο θάνατος του Θανάση οφείλεται σε στραγγαλισμό.
Αναγιγνώσκοντας το ογκωδέστατο πόρισμά της η θανατική ανακρίτρια Ντόρια Βαρωσιώτου σημείωσε ότι η διαδικασία της θανατικής ανάκρισης του Θανάση ήταν επίπονη και σημαδεύτηκε από εντάσεις και αντεγκλήσεις μεταξύ των δύο πλευρών κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, σημειώνοντας όμως ότι δεν ξέφυγε από το πλαίσιο.
Έκανε εκτενή αναφορά στο ιστορικό της υπόθεσης, τα όσα εφιαλτικά βίωνε ο Θανάσης στον στρατό όπως επίσης και τα καψώνια που του έκαναν οι στρατιώτες. Αναφορές έγιναν στα γεγονότα 19 χρόνων, από την ήμερα δηλαδή που εντοπίστηκε νεκρός κάτω από τη γέφυρα της Άλασσας, στις 29 Σεπτεμβρίου του 2005, την ιατροδικαστική εξέταση του ιατροδικαστή Πανίκου Σταυριανού αλλά και στις ενέργειες της Αστυνομίας.
Στο πολυσέλιδο πόρισμα περιλαμβάνονται επίσης οι δύο προηγούμενες θανατικές ανακρίσεις, οι έρευνες που έγιναν μέχρι και την καταδίκη της Κύπρου από το ΕΔΑΔ αλλά και στα όσα ακολούθησαν μέχρι την ολοκλήρωση της τρίτης θανατικής ανάκρισης.
Επισημαίνεται ότι η εξουσία του θανατικού ανακριτή, σύμφωνα με τον Περί Θανατικών Ανακριτών Νόμο περιορίζεται στην απάντηση του πώς, πότε και πού επήλθε ο θάνατος. Ο θανατικός ανακριτής δεν αποφαίνεται για την αξιοπιστία των μαρτύρων και δεν αξιολογεί στην ουσία τη μαρτυρία. Καλείται να αποφανθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας εάν πρόκειται για εγκληματική ενέργεια ή να αφήσει το πόρισμά ανοικτό, παραπέμποντας το στο Γενικό Εισαγγελέα. Άξιο αναφοράς είναι ότι ο θανατικός ανακριτής δεν έχει εξουσία εάν προκύπτει ποινικό αδίκημα να κατηγορήσει κάποιο πρόσωπο για συγκεκριμένο αδίκημα, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Συντάγματος που εναποθέτουν το δικαίωμα δίωξης αποκλειστικά στον Γενικό Εισαγγελέα.
Καταληκτικά στο πόρισμά της η δικαστής Ντόρια Βαρωσιώτου σημείωσε ότι «αποδέχομαι χωρίς κανένα δισταγμό τη θέση της κας Καραγιάννη. Κρίνω πως είχα ενώπιον μου μια πλήρως καταρτισμένη μάρτυρα που με εντιμότητα και αίσθημα καθήκοντος εξέφρασε με σαφήνεια και γλαφυρότητα τις επιστημονικές της θέσεις. Κρατώ αυτό που είπε πως δεν εκφράζει προσωπική άποψη καθώς τα ευρήματα της».