Το θέμα των υπό κάλυψη αστυνομικών, που θα χρησιμοποιούνται από τους Αδιάφθορους στην Αστυνομία, συζήτησε την Τετάρτη η Επιτροπή Νομικών της Βουλή.
Το νομοσχέδιο ορίζεται ως ο περί Ρυθμίσεως Ορισμένων Ανακριτικών Εξουσιών (Υπό Κάλυψη Αστυνομικοί) (Τροποποιητικός) Νόμος του 2022. Με βάση το νομοσχέδιο, η σύσταση της Υπηρεσίας Εσωτερικού Ελέγχου της Αστυνομίας υπάγεται επιχειρησιακά στον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.
Συνεπώς με βάση το νομοσχέδιο, που ετοίμασε η Νομική Υπηρεσία, η επικύρωση ή ο τερματισμός της έρευνας θα πρέπει να γίνεται από τον Γενικό Εισαγγελέα.
Σε ανακοίνωσή του, ο Κλάδος Αστυνομικού Σώματος ΙΣΟΤΗΤΑ αναφέρει ότι σε γραπτό υπόμνημα που κατέθεσε στην Επιτροπή Νομικών παρέθεσε τους προβληματισμούς τους, για τη συγκεκριμένη σκοπιμότητα.
«Εδώ και 5 χρόνια κάποιοι αποδέχθηκαν τον αντισυνταγματικό Νόμο των Αδιάφθορων, ο οποίος τους δίνει εξουσία χωρίς δικαστικά διατάγματα να κατάσχουν περιουσίες Αστυνομικών χωρίς στοιχειοθέτηση, να ελέγχουν τραπεζικούς λογαριασμούς μόνο με εύλογη υποψία, να υποβάλει σε άλκοτεστ και νάρκοτεστ, εν ώρα καθήκοντος σε Αστυνομικούς», αναφέρει.
Σύμφωνα με τον Κλάδο «ούτε σε ύποπτους και συλληφθέντες για φόνους και κιλά ναρκωτικών δεν υπάρχουν τέτοιες εξουσίες από την Αστυνομία, αλλά για τα Σώματα Ασφαλείας όλες οι αντισυνταγματικές νομοθετήσεις γίνονται».
Στο υπόμνημα του ο Κλάδος αναφέρει ότι πριν την θέσπιση του εν λόγω Νόμου, οι υπό κάλυψη αστυνομικοί ενεργούσαν στη βάση των αρχών της απόφασης της Πλήρους Ολομέλειας του Ανώτατου Δικαστηρίου στην υπόθεση «Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Οδυσσέα Κανάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 105».
Σύμφωνα με τις εν λόγω αρχές, αναφέρει, που θα πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά, θα πρέπει να υπάρχει συγκεκριμένη πληροφορία για διάπραξη αδικήματος, να κριθεί από αξιωματικό ότι με σκοπό την σύλληψη του δράστη θα διεισδύσει υπό κάλυψη αστυνομικός, ο οποίος θα επιβλέπεται από ανώτερο και ο υπό κάλυψη αστυνομικός δεν θα πρέπει να δελεάσει / παρακινήσει τον ύποπτο δράστη, αλλά να του παρέχει μια γνήσια ευκαιρία για να επαναλάβει το αδίκημα.
«Με τη θέσπιση του εν λόγω Νόμου, η ευχέρεια που παρέχετο σε αστυνομικούς της ΥΚΑΝ, του ΟΠΕ κ.ο.κ. να δράσουν άμεσα, έχει απολήξει σε γραφειοκρατία, σε τήρηση προϋποθέσεων και σε κατοχή διπλωμάτων από σεμινάρια, κάτι που σημαίνει ότι δεν μπορούν όλοι οι αστυνομικοί να ενεργούν υπό κάλυψη και θα πρέπει να ενεργούν μόνο κατόπιν άδειας από υψηλόβαθμά μέλη της Αστυνομίας. Συνεπώς θεωρούμε αχρείαστο τον εν λόγω Νόμο, απλή παράλειψη του οποίου ενδεχομένως να οδηγήσει σε αθώωση κατηγορουμένων», συμπληρώνει.
Επιπλέον, αναφέρει ότι ο εν λόγω Νόμος προνοεί διείσδυση υπό κάλυψη μέλους (άρθρο 3), μόνο όσο αφορά κακούργημα (δηλαδή δεν καλύπτει παράνομη ιδιωτική απασχόληση μελών της Αστυνομίας, αποδοχή ή συμμετοχή σε παράνομο ιπποδρομιακό στοίχημα, αποδοχή ή συμμετοχή σε στοίχημα Κλάσης Α΄από μη αδειούχο υποστατικό ή μη εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο, αποζείν από κέρδη πορνείας κλπ).
Όσο αφορά τα μέλη της Υπηρεσίας Εσωτερικού Ελέγχου (Αδιάφθορους), ο Κλάδος αναφέρει ότι «φαίνεται να μην καλύπτονται να δρουν υπό κάλυψη» και ότι «όλες οι υποθέσεις που ενεπλάκησαν μέχρι σήμερα, παρουσιάζουν πρόβλημα στην απόδειξη».
Τονίζει δε ότι «και μετά την τροποποίηση που γίνεται εισήγηση να γίνει δεν επιτρέπεται να δρουν υπό κάλυψη για πειθαρχικές υποθέσεις εναντίον Αστυνομικών».
«Εντούτοις παρά τη διαφωνία μας με την ύπαρξη του εν λόγω νόμου, παρατηρούμε ότι σε σχέση με το υφιστάμενο άρθρο 3(4) δεν υπάρχει λόγος για διαφοροποίηση σε σχέση με τήρηση προϋποθέσεων για άτομα κάτω των 21, αλλά θα έπρεπε το εν λόγω άρθρο να αναφέρεται σε περιπτώσεις ανηλίκων (κάτω των 18 ετών). Είναι απορίας άξιο, γιατί να δοθούν και αυτές οι εξουσίες στον Γενικό Εισαγγελέα, μετά από 5 χρόνια που υφίσταται ο συγκεκριμένος νόμος», αναφέρει.
Τέλος, κακίζει συγκεκριμένες πρόνοιες του Νόμου, οι οποίες όπως αναφέρει «περιορίζονται καταφανώς τα δικαιώματα των μελών της Αστυνομίας, ως πολιτών της Δημοκρατίας, τα οποία κατοχυρώνονται από το Μέρος ΙΙ του Συντάγματος».