Την ακύρωση της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, υπό μονομελή σύνθεση, για ακύρωση εντάλματος έρευνας σε οικία και όχημα ατόμου-υπόπτου για σωρεία αδικημάτων, αποφάσισε το Ανώτατο Δικαστήριο, υπό τριμελή σύνθεση, κατόπιν έφεσης του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, αναφέρει σε ανακοίνωση η Νομική Υπηρεσία.
Η υπόθεση, προστίθεται, αφορά σε έκδοση εντάλματος έρευνας, το οποίο ακυρώθηκε από μονομελές Ανώτατο Δικαστήριο μέσω έκδοσης προνομιακού εντάλματος (Certiorari) και ακολούθως, στην ακύρωση της απόφασης του μονομελούς Ανωτάτου Δικαστηρίου από τριμελές Σώμα δικαστών του Ανωτάτου. Η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου (υπό τριμελή σύνθεση) εκδόθηκε την Πέμπτη, προστίθεται.
Συγκεκριμένα, αναφέρεται, τον Μάρτιο 2024, Επαρχιακό Δικαστήριο εξέδωσε ένταλμα έρευνας σε οικία και όχημα ατόμου-υπόπτου για σωρεία αδικημάτων, στη βάση εύλογης αιτίας. «Ο ύποπτος καταχώρισε στο Ανώτατο Δικαστήριο αίτηση για έκδοση προνομιακού εντάλματος (Certiorari), ζητώντας ακύρωση του εντάλματος έρευνας του Επαρχιακού Δικαστηρίου, με το αίτημά του να γίνεται αποδεκτό από το Ανώτατο Δικαστήριο (υπό μονομελή σύνθεση)», προστίθεται.
«Θέση του μονομελούς Ανωτάτου Δικαστηρίου ήταν ότι το ένταλμα έρευνας εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο καθ’ υπέρβαση της δικαιοδοσίας του», αναφέρεται, σημειώνοντας ότι, επί της απόφασης αυτής, ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας άσκησε έφεση. Προστίθεται πως θέση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ήταν, μεταξύ άλλων, «ότι το ένταλμα έρευνας είχε εκδοθεί νομότυπα από το Επαρχιακό Δικαστήριο και ότι το μονομελές Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας το ένταλμα έρευνας, είχε, στην ουσία, προβεί σε έλεγχο της ορθότητας της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Επαρχιακού Δικαστηρίου αντί να περιοριστεί, ως επιβάλλει ο νόμος και η νομολογία, σε έλεγχο νομιμότητας της απόφασης».
«Το Ανώτατο Δικαστήριο, υπό την τριμελή του σύνθεση, αποδέχθηκε πλήρως τις θέσεις του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, όπως παρουσιάστηκαν από τον Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα κατά την εξέταση της έφεσης και αποφάσισε την ακύρωση της απόφασης του μονομέλους Ανωτάτου Δικαστηρίου με το οποίο είχε ακυρωθεί το ένταλμα έρευνας», προστίθεται. Συμπληρώνεται πως το Ανώτατο στην απόφασή του δεικνύει πως «η εξουσία του Δικαστηρίου να εκδίδει προνομιακά εντάλματα, δεν έχει ως αντικείμενο την ορθότητα των αποφάσεων κατώτερων Δικαστηρίων (σ.σ. Επαρχιακά Δικαστήρια), ούτε τον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειάς τους».
«Μια προνομιακή διαδικασία ως η υπό συζήτηση, δεν συνιστά υποκατάστατο της δευτεροβάθμιας διαδικασίας και μέσο για τον έλεγχο της ορθότητας των αποφάσεων των κατώτερων Δικαστηρίων. […] Ό,τι ενδιαφέρει, είναι η νομιμότητα των ελεγχόμενων ενεργειών, η σύννομη δηλαδή, άσκηση της δικαιοδοσίας του κατώτερου Δικαστηρίου. Ακόμα και στην περίπτωση που το Δικαστήριο έχει λανθασμένα αντιληφθεί και ερμηνεύσει ένα νομοθέτημα, αυτό διορθώνεται κατ’ έφεση και όχι μέσω προνομιακών ενταλμάτων» προστίθεται.
«Ενδιαφέρουσα επίσης είναι η αναφορά στην απόφαση του τριμελούς Ανωτάτου ότι, η κατάσχεση κινητών τηλεφώνων δεν ισοδυναμεί με πρόσβαση σε ιδιωτική επικοινωνία και ότι τα κινητά τηλέφωνα, ως αντικείμενα καθημερινής χρήσης, αναμένεται εύλογα ότι θα μπορούν να εντοπιστούν στην οικία όπου διαμένει ύποπτο πρόσωπο, υποδεικνύοντας και το χαμηλό του πήχη που πρέπει να υπερπηδηθεί για τη δημιουργία της σχετικής εύλογης υποψίας», αναφέρεται. Προστίθεται ότι, «προς αυτή την κατεύθυνση είναι που λειτούργησε το Επαρχιακό Δικαστήριο που εξέδωσε το ένταλμα και η κρίση του δεν είναι επιτρεπτό να ελεγχθεί και να αντικατασταθεί».
Σημειώνεται ότι πέραν από τον Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, τον Γενικό Εισαγγελέα εκπροσώπησαν η Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, Πολίνα Ευθυβούλου, και ο Δικηγόρος της Δημοκρατίας, Πέτρος Βαρνάβα.