Τιμωρητικές αποζημιώσεις €3.000 σε έκαστο από δύο πολίτες, οι οποίοι είχαν υποστεί ξυλοδαρμό από μέλη της Αστυνομικής Δύναμης επιδίκασε το Ανώτατο Δικαστήριο, έπειτα από έφεση που έγινε, καθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε επιδικάσει τέτοιες αποζημιώσεις.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε υπόθεση παράνομου ξυλοδαρμού, βασανισμού και κακοποίησης από μέλη της Αστυνομικής Δύναμης Κύπρου που βρίσκονταν εν ώρα καθήκοντος και υπηρεσίας σε βάρος των Εφεσειόντων.
Διαπίστωσε ευθύνη της Κυπριακής Δημοκρατίας για την επίθεση που διενεργήθηκε στους Εφεσείοντες, με βάση τα διαλαμβανόμενα στο Άρθρο 172 του Συντάγματος, επιδίκασε υπέρ των Εφεσειόντων γενικές αποζημιώσεις για τον πόνο και ταλαιπωρία που, όπως σημειώνει, υπέστησαν στις οποίες συμπεριέλαβε και επαυξημένες (aggravated) αποζημιώσεις προς αποκατάσταση της πληγείσας αξιοπρέπειας και περηφάνιας «συνεπεία της επίδικης επίθεσης και γενικά της συμπεριφοράς» των μελών της Αστυνομίας, καθώς και «για την παράνομη σύλληψη και κράτηση» των Εφεσειόντων.
Ειδικότερα, σε σχέση με τον Εφεσείοντα 1, το ποσό των γενικών αποζημιώσεων που επιδικάσθηκε ανήλθε σε €8.000, ενώ σε σχέση με τον Εφεσείοντα 2 σε €12.000.
Όσον αφορά την επιδίκαση τιμωρητικών αποζημιώσεων, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε, στην απόφασή του, σε σχετική νομολογία αναφορικά με περιπτώσεις όπου λειτουργοί του κράτους ενεργούν με καταπιεστικό και αντισυνταγματικό τρόπο, έκρινε ότι δεν μπορούσαν, στην υπό συζήτηση περίπτωση, να επιδικασθούν τιμωρητικές αποζημιώσεις «στην απουσία μαρτυρίας ή παραδεκτού γεγονότος ότι ο Εναγόμενος 1», δηλ. η Δημοκρατία, «ενεθάρρυνε» τα μέλη της Αστυνομίας «να συμπεριφερθούν όπως συμπεριφέρθηκαν».
Το Ανώτατο έκρινε ότι «είναι εντελώς εσφαλμένη η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι στην απουσία μαρτυρίας ή παραδεκτού γεγονότος ότι το κράτος ενεθάρρυνε τα μέλη της Αστυνομίας που εμπλέκονταν στην επίδικη επίθεση να συμπεριφερθούν όπως συμπεριφέρθηκαν, δεν μπορούσαν να επιδικασθούν τιμωρητικές αποζημιώσεις».
Προς αυτό παραθέτει, μεταξύ άλλων, απόσπασμα από υπόθεση του 2012 στο οποίο επισημαίνεται: «Αλίμονο εάν το κράτος ενθαρρύνει τέτοιου είδους ενέργειες από τα μέλη της Αστυνομίας. Σε κάθε περίπτωση παραμένει υπεύθυνο για τις πράξεις των ενεργούντων ή αντλούντων εξουσία από αυτό. Αυτό ορίζεται ρητά από το Άρθρο 172 του Συντάγματος. Ούτε και έχει σημασία ότι το κράτος πλήρωσε και θα συνεχίσει να πληρώνει για την ανάρμοστη συμπεριφορά των λειτουργών της ως ανέφερε το Δικαστήριο ως μέρος της αιτιολογίας του να μην επιδικάσει τιμωρητικές αποζημιώσεις. Οι τιμωρητικές αποζημιώσεις αποδίδονται ακριβώς για να δείξει το Δικαστήριο τον αποτροπιασμό του για τέτοιου είδους συμπεριφορές…»
Σύμφωνα με το Ανώτατο Δικαστήριο, «παρά το γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά επεσήμανε ότι με τις πράξεις και τη συμπεριφορά τους τα μέλη της Αστυνομίας που εμπλέκονταν στην επίδικη επίθεση είχαν καταχραστεί το αξίωμα τους και την εξουσία που τους δίνεται από τον Νόμο, αναγνωρίζοντας, συνάμα, το αυξημένο μέγεθος της βλάβης που τα αισθήματα, η αξιοπρέπεια και η περηφάνια των Εφεσειόντων είχε υποστεί λόγω της συμπεριφοράς των αστυνομικών οργάνων, λανθασμένα δεν επιδίκασε οποιεσδήποτε παραδειγματικές αποζημιώσεις».
«Κρίνουμε ότι ένα ποσό της τάξης των €3000 προς όφελος εκάστου Εφεσείοντα υπό μορφή τιμωρητικών αποζημιώσεων θα ήταν, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, εύλογο», σημειώνεται στην απόφαση.
Κατ’ ακολουθίαν όλων των πιο πάνω η Έφεση επιτυγχάνει και επιδικάζονται, επιπρόσθετα με τα ποσά των γενικών αποζημιώσεων που έχουν επιδικασθεί, και ποσό τιμωρητικών αποζημιώσεων το οποίο καθορίζεται σε €3000 προς όφελος εκάστου Εφεσείοντα, καταλήγει η απόφαση του Ανωτάτου.