Στα χέρια του Υπουργού Δικαιοσύνης βρίσκονται από τη Δευτέρα 38 νομοσχεδία που αφορούν τη μεταρρύθμιση του θεσμού του Γενικού Εισαγγελέα, αφού έτυχαν επεξεργασίας από τη Νομική Υπηρεσία.
Όπως αποκάλυψε ο ίδιος ο Γενικός Εισαγγελέας Γιώργος Σαββίδης σε συζήτηση στρογγυλής τραπέζης στο Πανεπιστήμιο Κύπρου με τίτλο «Η μεταρρύθμιση του θεσμού του Γενικού Εισαγγελέα και κράτος δικαίου», η Νομική Υπηρεσία έκανε μια τεράστια εργασία για αξιολόγηση των νομοσχεδίων που κατατέθηκαν από την εκτελεστική εξουσία τον Οκτώβριο του 2024. Την περασμένη Δευτέρα, πρόσθεσε, έδωσε δια χειρός στον Υπουργό Δικαιοσύνης 38 νομοσχέδια και την αιτιολογική τους έκθεση, ενώ υπάρχουν ακόμα 9 που θα πρέπει να εξεταστούν. Ο μεγάλος αριθμός νομοσχεδίων, όπως είπε, οφείλεται στην εκτενή αναφορά του Γενικού Εισαγγελέα που γίνεται σε πολλούς νόμους και διεθνείς συμβάσεις.
Παράλληλα ο κ. Σαββίδης επεσήμανε ότι θα πρέπει να απασχολήσει το γεγονός ότι ο ίδιος δεν ρωτήθηκε από την εκτελεστική εξουσία αν πρέπει ή δεν πρέπει να γίνει η μεταρρύθμιση αλλά επρόκειτο για μια πολιτική απόφαση της Κυβέρνησης Χριστοδουλίδη. Πρόσθεσε ότι ο θεσμικός του ρόλος περιορίστηκε μέχρι σήμερα στην νομοτεχνική επεξεργασία που έγινε και μετατράπηκε τελικά και σε νομοπαρασκευαστική, αφού έγινε πολλή δουλειά στα νομοσχέδια σε σχέση με τα αρχικά κείμενα.
Διευκρίνισε ότι ο ίδιος δεν έχει κανένα συμφέρον ή δεν επηρεάζεται από το αν θα γίνει ή όχι η μεταρρύθμιση.
Ο κ. Σαββίδης ανέφερε επίσης ότι επειδή υπήρχαν σοβαρά συνταγματικά θέματα που θα έπρεπε να συζητηθούν διόρισε μια Συνταγματική Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων από εκλεκτούς νομικούς, ενώ σε αυτή συμμετείχαν ως ανεξάρτητοι σύμβουλοι δυο δικαστές.
Παράλληλα είπε ότι στην έκθεση που συνοδεύει τα νομοσχέδια καταγράφεται όχι μόνο η προσωπική του καταληκτική θέση σε ένα τριαντασέλιδο κείμενο αλλά έχει επισυνάψει τη θέση του κάθε μέλους της συγκεκριμένης Επιτροπής.
Ο Γενικός Εισαγγελέας υπογράμμισε ακόμα την ανάγκη σοβαρού προβληματισμού αναφορικά με την απουσία προληπτικού ελέγχου από το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο. Όπως επεσήμανε, στην περίπτωση που η μεταρρύθμιση υλοποιηθεί χωρίς να προηγηθεί τέτοιος έλεγχος, ενδέχεται να ανακύψουν σοβαρά συνταγματικά ζητήματα.
«Φανταστείτε τη δύσκολη θέση στην οποία θα βρεθούμε, όταν με την πρώτη καταγγελία και δίωξη από τον δημόσιο κατήγορο εγερθεί θέμα συνταγματικότητας και το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο αποφανθεί ότι όσα κάναμε ήταν λανθασμένα», ανέφερε.
Ο ίδιος τόνισε πως το ζήτημα απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή και εξέφρασε τη θέση ότι θα πρέπει να επιληφθεί του θέματος το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, «το μόνο αρμόδιο να κρίνει επί της ουσίας και τελεσίδικα τη συνταγματικότητα».
Την ίδια ώρα σημείωσε ότι θα πρέπει να ληφθούν υπόψη και οι ιδιαιτερότητες του δοτού, δικοινοτικού Συντάγματος και τα προβλήματα και οι δυσκολίες που υπάρχουν.
Ο κ. Σαββίδης εξέφρασε επίσης την πλήρη διαφωνία του με το να συμπίπτει η θητεία του Γενικού Εισαγγελέα ως νομικού συμβούλου του κράτους με τη θητεία του Προέδρου της Δημοκρατίας, αναφέροντας ότι κάτι τέτοιο θα υπονόμευε την ανεξαρτησία του.
Είπε επίσης ότι δεν πρέπει να υπάρχει η ψευδαίσθηση ότι υπάρχει δυνατότητα πλήρους δικαστικού ελέγχου όλων των αποφάσεων του Γενικού Εισαγγελέα.
«Δεν μπορούμε να αφήσουμε μια ανοικτή διαδικασία αμφισβήτησης όλων των αποφάσεων του Γενικού Εισαγγελέα από τα δικαστήρια επί της ουσίας», ανέφερε, προσθέτοντας ότι στο τέλος θα μπλοκάρουν τα δικαστήρια και δεν θα μπορούν να κάνουν τίποτα. Αυτό όπως είπε, φάνηκε και στις διαβουλεύσεις που έγιναν και με το Ανώτατο Δικαστήριο όπου συζητήθηκε αν θα υπάρχει αυτός ο έλεγχος και ποια μορφή θα πάρει.
Βενιζέλος: Σκόπιμος ο διαχωρισμός των ρόλων του Γεν. Εισαγγελέα για αποφυγή διεθνούς δικαστικού ελέγχου
Στην τοποθέτησή του ο Πρώην Αντιπρόεδρος της Ελληνικής Κυβέρνησης και μέλος της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων Ευάγγελος Βενιζέλος, ανέφερε ότι το νομοσχέδιο προβλέπει διαχωρισμό των ρόλων του Γενικού Εισαγγελέα ως νομικού συμβούλου της Κυβέρνησης και ως γενικού δημόσιου κατήγορουο που ασκεί την ποινική δίωξη, με προδιαγραφές που προσιδιάζουν την ευρωπαϊκή αντίληψη για το κράτος δικαίου.
Εξέφρασε την άποψη ότι η σκοπιμότητα του διαχωρισμού είναι προφανής, αφού δεν ανταποκρίνεται στις προδιαγραφές του ευρωπαϊκού κράτους δικαίου η συνένωση και η συγχώνευση και η παράλληλη άσκηση αυτών των αρμοδιοτήτων.
Παράλληλα είπε ότι είναι παράδοξο που το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) δεν έχει αποφανθεί μέχρι στιγμής για το θέμα της αντιφατικής φύσης του Γενικού Εισαγγελέα σε κάποια ατομική προσφυγή, αφού υπάρχει παραβίαση της δίκαιης δίκης.
«Το γεγονός ότι δεν έχει αποφανθεί το ΕΔΔΑ μέχρι στιγμής δεν σημαίνει ότι δεν θα συμβεί στο μέλλον και μάλιστα στο εγγύς μέλλον», ανέφερε.
Εξέφρασε την άποψη ότι είναι σκόπιμος ο διαχωρισμός για να αποφευχθούν εμπλοκές διεθνούς δικαστικού ελέγχου που θα έρθουν αργά ή γρήγορα και επειδή ήδη έχει ασκηθεί ο διεθνικός πολιτικός έλεγχος από Επιτροπή GRECO, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κ.α. Εξέφρασε επίσης ότι κάτι τέτοιο επιτρέπεται και από το κυπριακό Σύνταγμα.
Παράλληλα εξέφρασε την άποψη ότι η Κυπριακή Δημοκρατία πρέπει να λειτουργεί υποδειγματικά από πλευράς θεσμικής συγκρότησης γιατί είναι και ένα επιχείρημα διεθνοπολιτικού χαρακτήρα. Τόνισε ότι οποιαδήποτε θεσμική αλλαγή που αφορά το Σύνταγμα θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη την εκκρεμότητα του Κυπριακού, προειδοποιώντας πως διαφορετικά ενδέχεται να διαμορφωθεί μια πραγματικότητα που θα καθιστά περιττή τη διεκδίκηση πολιτικής λύσης.
Επιφυλακτικός ο Πολυβίου για τη μεταρρύθμιση
Στην τοποθέτησή του, ο νομικός και μέλος της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων Πόλυς Πολυβίου εμφανίστηκε επιφυλακτικός απέναντι στη μεταρρύθμιση του θεσμού του Γενικού Εισαγγελέα, υποστηρίζοντας ότι οποιαδήποτε αλλαγή πρέπει να βασίζεται σε αδιάσειστα τεκμήρια και όχι σε θεωρητικές προσεγγίσεις ή γενικές απόψεις. Όπως ανέφερε, «η υπερβολική επικέντρωση στη μεταρρύθμιση είναι επικίνδυνη, επειδή εγκαταλείπεις το γνωστό – έστω και ελαττωματικό – προς το άγνωστο, εκτός αν πρόκειται για περιορισμένη και στοχευμένη αλλαγή».
Ο κ. Πολυβίου τόνισε τη βαρύτητα του ρόλου του Γενικού Εισαγγελέα στην Κυπριακή Δημοκρατία, τον οποίο χαρακτήρισε ως θεσμό με τεράστια εξουσία, ικανό να διαμορφώσει πολιτικές ακόμα και να διαμορφώσει το πολίτευμα. Επεσήμανε ότι η ισχύς αυτή εξαρτάται εν μέρει και από το πρόσωπο που ασκεί το ρόλο, τονίζοντας ωστόσο την ανάγκη να γίνεται σαφής διάκριση ανάμεσα στο πρόσωπο και τον θεσμό.
Ανέφερε ότι οι προτάσεις για αλλαγές πρέπει να αντιμετωπίζονται με σκεπτικισμό και ότι απαιτείται σαφής εικόνα για τον σκοπό και το τελικό αποτέλεσμα της μεταρρύθμισης. «Πρέπει να ξέρεις πού στοχεύεις, πού θα πάει και κατά πόσο το τέρμα θα είναι πολύ καλύτερο από αυτό που έχεις τώρα». Σύμφωνα με τον ίδιο, το σημερινό σύστημα χαρακτηρίζεται από μια ισορροπία που διαμορφώθηκε με την πάροδο του χρόνου και λειτουργεί αποτελεσματικά.
Καταλήγοντας, ο κ. Πολυβίου ξεκαθάρισε ότι δεν θα ήταν υπέρ μιας θεσμικής αλλαγής στον ρόλο του Γενικού Εισαγγελέα, επισημαίνοντας ότι, παρά τους κινδύνους που ενυπάρχουν στον θεσμό, οι προτεινόμενες εναλλακτικές δεν φαίνεται να προσφέρουν συγκεκριμένα και ουσιαστικά πλεονεκτήματα. Αντιθέτως, τάχθηκε υπέρ της βελτίωσης του υφιστάμενου μοντέλου.
Αιμιλιανίδης: Ο διαχωρισμός δεν λύνει το πρόβλημα, χρειάζεται αυτονόμηση των δημοσίων κατηγόρων
Τη διαφωνία του με την πρόταση για καθορισμό της θητείας του Γενικού Εισαγγελέα ώστε να ταυτίζεται με αυτήν του Προέδρου της Δημοκρατίας, εξέφρασε το μέλος της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων, Κοσμήτορας της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Λευκωσίας και Πρόεδρος της Κυπριακής Ακαδημίας Επιστημών, Γραμμάτων και Τεχνών, Αχιλλέας Αιμιλιανίδης σημειώνοντας ο Γενικός Εισαγγελέας δεν αποτελεί όργανο της κυβέρνησης αλλά ανεξάρτητο αξιωματούχο.
Αναφερόμενος στις συνταγματικές ισορροπίες, μετά το 1964 εξήγησε, η παρουσία των Τουρκοκυπρίων λειτουργούσε ως αντίβαρο αποκλειστικά εντός του πλαισίου του δικοινοτισμού και όχι σε ευρύτερο θεσμικό επίπεδο. Κατά τον ίδιο, το βασικό θεσμικό αντίβαρο στο κυπριακό σύστημα παραμένει η Βουλή έναντι της εκτελεστικής εξουσίας.
Παράλληλα αναφέρθηκε σε παρανόηση για τον τρόπο που τίθεται πολιτικά ο διαχωρισμός των εξουσιών του Γενικού Εισαγγελέα. Ρεαλιστικά, όπως είπε, δεν υπάρχει περίπτωση ακόμα και σε σύστημα διαχωρισμού ένας δημόσιος κατήγορος να κάνει ποινική δίωξη σε Υπουργό ο οποίος ζήτησε και ακολουθεί τη γνώμη του Γενικού Εισαγγελέα που είναι ο νομικός σύμβουλος του κράτους.
«Ακόμα και αν γίνει ο διαχωρισμός δεν θα επιλύσει παρόμοια πολιτικά θέματα που συζητούνται πολλές φορές στην επικαιρότητα. Ο διαχωρισμός έχει νόημα σε τεχνικό επίπεδο, σε επίπεδο κράτους δικαίου, σε πολλά επίπεδα, αλλά δεν έχει αυτή την πολιτική σημασία που αποδίδεται κατά τη γνώμη μου εσφαλμένα ότι θα επιλύσει παρόμοια ζητήματα», ξεκαθάρισε.
Το μείζον ζήτημα, κατά τον ίδιο, είναι αυτό που επισημαίνει και η GRECO, δηλαδή η ανάγκη αυτονόμησης των δημοσίων κατηγόρων και των λειτουργών του Γραφείου του Γενικού Εισαγγελέα, κάτι που η παρούσα μεταρρύθμιση δεν αντιμετωπίζει.
Αν, όπως υποστήριξε, ανοίξει η συζήτηση για την αυτονομία των δημοσίων κατηγόρων, τότε θα μπορεί να θεσμοθετηθεί και ουσιαστικός ιεραρχικός έλεγχος εντός της Νομικής Υπηρεσίας, κάτι που σήμερα δεν λειτουργεί αποτελεσματικά.
Αναφορικά με τον προτεινόμενο στα νομοσχέδια δικαστικό έλεγχο, εξέφρασε δυσπιστία, εξηγώντας πως τα κυπριακά δικαστήρια, όπως είναι σήμερα διαμορφωμένα, δεν είναι κατάλληλα να ασκούν έλεγχο σκοπιμότητας στις αποφάσεις του Γενικού Εισαγγελέα. Εξέφρασε την άποψη ότι αντί να περιορίσει το ανέλεγκτο του Γενικού Εισαγγελέα, ο προτεινόμενος δικαστικός έλεγχος «θα καταλήξει να το επικυρώνει».
Ολοκληρώνοντας, χαρακτήρισε προβληματικό το γεγονός ότι η διαδικασία μεταρρύθμισης ξεκίνησε χωρίς διαβούλευση με τον ίδιο τον Γενικό Εισαγγελέα και τη Νομική Υπηρεσία, παρότι συμφώνησε επί της ουσίας με την ανάγκη μεταρρύθμισης.
Παρασκευάς: Χρειάζονται θεσμικά αντίβαρα στο διορισμό των αξιωματούχων
Υπέρ του διαχωρισμού των ρόλων του Γενικού Εισαγγελέα σε νομικό σύμβουλο της Πολιτείας και σε δημόσιο κατήγορο τάχθηκε ο Αναπληρωτής Καθηγητής και Πρόεδρος του Τμήματος Νομικής του Πανεπιστημίου Κύπρου, Κώστας Παρασκευάς. Όπως ανέφερε, πρόκειται για μια μεταρρύθμιση που κάποια στιγμή θα επιβληθεί νομοτελειακά από το εξωτερικό, υποδεικνύοντας πως ήδη υπάρχουν προσφυγές στο ΕΔΔΑ που θίγουν τη διττή ιδιότητα του Γενικού Εισαγγελέα στην Κύπρο. Αν και μέχρι στιγμής οι προσφυγές δεν έχουν γίνει δεκτές, εκτίμησε πως πολύ σύντομα μπορεί να έχουμε δικαστική απόφαση που να θίγει τον θεσμό.
Ο θεσμός του Γενικού Εισαγγελέα, υποστήριξε, έχει με την πάροδο του χρόνου επιβαρυνθεί με πληθώρα εξουσιών, ενώ υποστήριξε πως η θητεία του δεν πρέπει να ταυτίζεται με αυτήν του Προέδρου της Δημοκρατίας. Τόνισε, ωστόσο, ότι μια μεταρρύθμιση που δεν θα θίγει το ζήτημα του ποιος διορίζει τον Γενικό Εισαγγελέα και τον Δημόσιο Κατήγορο, θα αποτελεί ελλιπή προσπάθεια.
«Υπάρχει από το 1964 ένα τεράστιο θεσμικό κενό σε σχέση με τα αντίβαρα στον διορισμό των ανώτατων αξιωματούχων», επεσήμανε. Με την αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων από την Κυβέρνηση, χάθηκε το συνταγματικά κατοχυρωμένο αντίβαρο του Τουρκοκύπριου Αντιπροέδρου, με αποτέλεσμα ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας να διορίζει πλέον μόνος του τους επικεφαλής βασικών θεσμών.
Ο κ. Παρασκευάς σημείωσε ότι «η ελευθερία των εξουσιαζομένων δεν μπορεί να εξαρτάται από την ποιότητα των εξουσιαζόντων», προσθέτοντας πως είναι κρίσιμο να υπάρχουν θεσμικά αντίβαρα, ιδίως όταν ο Πρόεδρος που διορίζει τα πρόσωπα αυτά μπορεί να υπερβεί τον θεσμικό του ρόλο ή να επηρεαστεί από προσωπικά ή πολιτικά κριτήρια. Κατά συνέπεια, επισήμανε ότι η μεταρρύθμιση δεν μπορεί να είναι πλήρης εάν δεν αγγίξει και αυτό το ζήτημα.