Τη συνολική ποινή φυλάκισης των 8 ετών επέβαλε σήμερα το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας σε προπονητή, για αδικήματα σεξουαλικής κακοποίησης/εκμετάλλευσης παιδιών και άσεμνων επιθέσεων, τονίζοντας το καθήκον του Δικαστηρίου να συμβάλλει στην προστασία των παιδιών από τέτοιες απαράδεκτες και ειδεχθείς συμπεριφορές.
Σύμφωνα με τη Νομική Υπηρεσία το Κακουργιοδικείο, λαμβάνοντας υπόψη ότι τα εν λόγω αδικήματα διαπράχθηκαν εναντίον τεσσάρων τότε ανήλικων αθλητριών, σε διαφορετικές στιγμές εντός χρονικού διαστήματος 12 ετών, επέβαλε σε αυτόν διαδοχικές ποινές φυλάκισης, σημειώνοντας ότι η μη επιβολή διαδοχικών ποινών φυλάκισης δεν θα αντανακλούσε τη συνολική εγκληματικότητα της συμπεριφοράς του.
Το Κακουργιοδικείο εξέδωσε, επίσης, διάταγμα για παραπομπή του κατηγορούμενου στην Αρχή Εποπτείας, το οποίο θα ισχύει τόσο καθ’ όλη τη διάρκεια της κράτησής του στις Κεντρικές Φυλακές όσο και για χρονικό διάστημα 3 ετών μετά την αποφυλάκισή του, καθώς και διάταγμα απαγόρευσης εργοδότησης του σε χώρους όπου βρίσκονται ή συχνάζουν παιδιά.
Όπως αναφέρεται, ο προπονητής κρίθηκε ένοχος, κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, σε συνολικά δέκα κατηγορίες, με παραπονούμενες τέσσερεις πρώην αθλήτριές του, οι οποίες κατά τον χρόνο τέλεσης των αδικημάτων ήταν ανήλικες και χωρίς σεξουαλική εμπειρία πριν από τις άνομες πράξεις του κατηγορούμενου.
Όπως αναφέρει η Νομική Υπηρεσία εύρημα του Δικαστηρίου αποτέλεσε το ότι οι ανήλικες τότε παραπονούμενες είχαν τον κατηγορούμενο ως πρότυπο και στο πρόσωπό του αναγνώριζαν στοιχεία πατρικής φιγούρας, αλλά και ότι βασίζονταν σε αυτόν για να πετύχουν τους αθλητικούς τους στόχους.
Ο κατηγορούμενος, εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι ως προπονητής παρείχε και υπηρεσίες αθλητικού μασάζ σε αθλήτριές του, προέβαινε σε αγγίγματα σεξουαλικής φύσεως εις βάρος των παραπονουμένων, παρουσιάζοντας τους ότι αυτό που έκανε ήταν αναγκαίο για τις αθλητικές τους επιδόσεις, όπως σημειώνεται.
Όπως αναφέρεται στην απόφαση του Δικαστηρίου, ο κατηγορούμενος καταχράστηκε τη θέση του προπονητή που κατείχε και τη συναισθηματική και πραγματική εξάρτηση που είχαν από αυτόν οι παραπονούμενες, για τις οποίες γνώριζε την ευαλωτότητά τους λόγω των οικογενειακών τους συνθηκών, με αποτέλεσμα ο αθλητισμός για αυτές να ήταν η διέξοδός τους.
«Άλλωστε», όπως σημειώνει το Δικαστήριο, «η εξάρτησή τους από τον κατηγορούμενο ήταν ένας από τους βασικούς λόγους που υπήρξε καθυστέρηση να καταγγείλουν την υπόθεση στην Αστυνομία, στοιχείο όμως που δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μετριαστικός παράγοντας σε υποθέσεις, όπου υπάρχει σχέση εμπιστοσύνης ή επιρροής μεταξύ θύματος και θύτη».
Σημειώνεται ότι μετά την καταγγελία των παραπονουμένων στην Αστυνομία, ο κατηγορούμενος, εκκρεμούσης της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου, επικοινώνησε με κάποιες από αυτές με σκοπό την αποτροπή προώθησης της υπόθεσης, με αποτέλεσμα, κατόπιν αιτήματος της Νομικής Υπηρεσίας, να τεθεί υπό κράτηση λόγω κινδύνου επηρεασμού μαρτύρων.