Έχουν αποφασιστεί ενέργειες για αντιμετώπιση αδικιών σε ό,τι αφορά την καταβολή επιδομάτων σε αιχμάλωτους του πολέμου του 1974, δήλωσε έπειτα από σημερινή συνεδρίαση της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Προσφύγων, που συζήτησε το θέμα ο Πρόεδρός της, Βουλευτής του ΑΚΕΛ, Νίκος Κέττηρος.
Σύμφωνα με τον κ. Κέττηρο, κατά τη συζήτηση διαπιστώθηκε ότι η ύπαρξη πολλαπλών μητρώων, καθώς και η διασύνδεση των επιδομάτων με το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων, προκαλούν κάποιες από αυτές τις αδικίες και αποφασίστηκαν ενέργειες για την αντιμετώπισή τους.
Συγκεκριμένα, ο κ. Κέττηρος ανέφερε ότι, με πρωτοβουλία της Επιτρόπου Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα θα αρχίσει τώρα η διαδικασία για ενοποίηση των μητρώων, αρχικά των κρατικών και ακολούθως και των μητρώων του Ερυθρού Σταυρού.
Σήμερα υπάρχουν το μητρώο που κρατά το Υπουργείο Εσωτερικών, το μητρώο του Υπουργείου Άμυνας, αλλά και το μητρώο του κυπριακού και του διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, καθώς και το μητρώο του Συνδέσμου Αιχμαλώτων του 1974, εξήγησε ο κ. Κέττηρος.
Ερωτηθείς αν τοο φαινόμενο που είχε συζητηθεί σε προηγούμενη συνεδρίαση της Επιτροπής, έπειτα από καταγγελίες για επιδόματα σε μη δικαιούχους, οφείλεται αποκλειστικά στην ύπαρξη παράλληλων μητρώων, ο κ. Κέττηρος εξήγησε ότι «το μητρώο του Υπουργείου Άμυνας δεν βασίζεται εξ ολοκλήρου σε αρχεία, αλλά και σε μαρτυρίες, γιατί πολλά από τα αρχεία των στρατοπέδων ή των μονάδων από περιοχές της Κερύνειας, της Λευκωσίας ή της Αμμοχώστου, έχουν χαθεί κατά τον πόλεμο του 1974», και πρόσθεσε ότι «για αυτά που βασίζονται σε μαρτυρίες, υπήρξαν καταγγελίες ότι δεν είναι αντικειμενικά».
«Υπάρχουν για παράδειγμα περιπτώσεις ανθρώπων οι οποίοι ήταν στο ίδιο σημείο και κρατούνταν στο ίδιο σημείο το 1974, κάποιοι από αυτούς βρέθηκαν να είναι στον κατάλογο ή στο μητρώο για να λαμβάνουν επίδομα, και κάποιοι που ήταν στον ίδιο χώρο κρίθηκαν μη δικαιούχοι», εξήγησε ο κ. Κέττηρος, σημειώνοντας ότι υπάρχουν συγκεκριμένα παραδείγματα και αναφέρθηκαν συγκεκριμένες περιπτώσεις ενώπιον της Επιτροπής.
Επιδόματα αιχμαλώτων ύψους 5-8 ευρώ, λόγω διασύνδεσης με Ταμείο Κ.Α.
Την Επιτροπή απασχόλησε, επίσης, το ύψος του επιδόματος, κυρίως του μηνιαίου επιδόματος, που λαμβάνουν οι αιχμάλωτοι. Ο Πρόεδρος της Επιτροπής εξήγησε ότι υπάρχουν στρεβλώσεις, λόγω του ότι το επίδομα είναι συνδεδεμένο με τις συντάξεις του Ταμείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων.
«Υπάρχουν συμπολίτες μας που πολέμησαν, που άφησαν τα κομμάτια τους στον Πενταδάκτυλο, και παίρνουν μηνιαίο επίδομα 5 ή 8 ευρώ, γιατί η σύνταξη τους είναι πιο ψηλή από κάποιων άλλων», επεσήμανε ο κ. Κέττηρος.
Εξήγησε ότι όσοι το 1974 έφυγαν από την Κύπρο και δεν λαμβάνουν σύνταξη Κοινωνικών Ασφαλίσεων δεν μπορούν να λάβουν ούτε επίδομα. Το ίδιο συμβαίνει και με όσους, λόγω ψυχολογικών ή άλλων προβλημάτων, δεν μπορούσαν να εργαστούν μετά το 1974, είπε.
Για την αδικία αυτή, είπε ο κ. Κέττηρος, η Επιτροπή θα απευθυνθεί στον αρμόδιο Υπουργό. Επεσήμανε ότι η Βουλή δεν έχει τη δικαιοδοσία να αυξήσει επιδόματα, καθώς κάτι τέτοιο συνιστά αύξηση δαπανών και κρίνεται αντισυνταγματικό.
Επίσης, απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με τη διασύνδεση των επιδομάτων και του Ταμείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ο κ. Κέττηρος σημείωσε ότι η νομοθεσία ψηφίστηκε το 2017 και το 2021 για μηνιαίο και ετήσιο επίδομα αντίστοιχα, όταν πρώτη μέριμνα ήταν να δοθεί επιτέλους ένα επίδομα ύστερα από 40+ χρόνια στους ανθρώπους αυτούς.
«Εμείς τουλάχιστον είχαμε τοποθετηθεί από τότε ότι η διασύνδεση δεν θα έπρεπε να ήταν με τις συντάξεις γιατί υπάρχει αυτή η στρέβλωση, σήμερα όμως κατά τη συζήτηση υπήρξε αναγνώριση από όλους και από όλα τα πολιτικά κόμματα, αλλά και από τους ανθρώπους οι οποίοι συμμετείχαν στην Επιτροπή, ότι αυτή η στρέβλωση υπάρχει και αδικεί πάρα πολλούς συμπολίτες μας, κυρίως αυτούς που λαμβάνουν μηδενικό επίδομα είτε γιατί εργάζονταν στο εξωτερικό είτε γιατί δεν μπορούσαν να δουλέψουν μετά το ‘74».
Τέλος, ο κ. Κέττηρος αναφέρθηκε στη στασιμότητα που παρατηρείται σχετικά με το αίτημα του Συνδέσμου Αιχμαλώτων του ‘74 για να περιληφθούν στη μειωμένη διατίμηση ηλεκτρικού ρεύματος, αφού το αίτημα απορρίφθηκε από τον Υπουργό Ενέργειας, και χρειάστηκε να σταλεί ξανά επιστολή από το Υφυπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας προς τον Υπουργό Ενέργειας για επανεξέταση του αιτήματος, όπως ανέφερε ο Πρόεδρος της Επιτροπής, υπογραμμίζοντας ότι το αίτημα αφορά 100 άτομα.