Οι δικηγόροι Ευστάθιος Ευσταθίου και Αναστάσιος Βαβούσκος σε ανακοίνωση τους αναφέρουν ότι γνωστοποίησαν την Τετάρτη στον Αρχιεπίσκοπο Γεώργιο και στα μέλη της Ιεράς Συνόδου “νέα πρόσθετα στοιχεία (φωτογραφικό υλικό), που ισχυροποιούν την άποψη της Αδελφότητας της Ιεράς Μονής Αββακούμ ότι ο ιερομόναχος π. Βαρνάβας Χρυσάνθου είναι – βάσει των ιερών κανόνων και του Καταστατικού Χάρτη – αναξιόπιστος ως κατήγορος των μελών της Αδελφότητας”.
Για τον λόγο αυτόν, σημειώνεται, “είναι ανυπόστατες και απαράδεκτες όλες οι κατηγορίες, που αυτός κατέθεσε στον Μητροπολίτη Ταμασού και Ορεινής κ. Ησαΐα, μετά από παρότρυνση του τελευταίου”.
Όπως αναφέρεται, τα νέα στοιχεία αυτά, “τα οποία απρόκλητα στάλθηκαν μέσω κινητού τηλεφώνου από τον ανωτέρω ιερομόναχο σε μέλος της Αδελφότητας, στην σχετική ένσταση μόνον περιγράφονται, χωρίς να περιλαμβάνονται και οι απεικονίσεις τους (δηλαδή οι σχετικές φωτογραφίες), επειδή είναι ευαίσθητου περιεχομένου”.
«Τα στοιχεία αυτά, που έχουν ως μοναδικό σκοπό να αμφισβητήσουν την ιδιότητα του ανωτέρω προσώπου μόνον ως κατηγόρου και όχι ως ιερομονάχου, θα προσκομισθούν και θα επιδειχθούν μόνο στα μέλη της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Κύπρου», προστίθεται.
Ειδικότερα, επισημάνθηκε στον Αρχιεπίσκοπο και στην Ιερά Σύνοδο ότι τα στοιχεία, που έχουν ήδη κατατεθεί, καθώς και τα πρόσθετα στοιχεία που κατατέθηκαν σήμερα, είναι ιδιαιτέρως σημαντικά για τον χαρακτηρισμό του Πανοσιολογιωτάτου Αρχιμανδρίτη π. Βαρνάβα Χρυσάνθου ως “αναξιόπιστου” κατηγόρου συμφώνως προς τους ιερούς κανόνες (21ο της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου και 8ο της συνόδου της Καρθαγένης) και τον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Κύπρου, αναφέρεται.
Επιπλέον ότι ο χαρακτηρισμός του ανωτέρω ιερομονάχου ως “αναξιόπιστου” κατηγόρου επιφέρει υποχρεωτικώς και την άμεση απόσυρση των κατηγοριών εναντίον των μελών της Αδελφότητας, που εξαιτίας του τους αποδόθηκαν, προστίθεται.
Περαιτέρω σημειώνεται πως επισημάθηκε ότι εκκρεμεί εναντίον του ανωτέρω ιερομονάχου επίσημη καταγγελία και δικογραφία για σεξουαλική παρενόχληση κατά μέλους της Αδελφότητας της Ιεράς Μονής Αββακούμ, γεγονός, που από μόνο του είναι αρκετό, για τον χαρακτηρισμό αυτού ως “αναξιόπιστου” κατηγόρου και την απόρριψη των κατηγοριών του εναντίον των μελών της Αδελφότητας.
Επισημαίνεται ακόμη ότι προκύπτουν «σαφείς ευθύνες και βεβαία υπαιτιότητα για τον Πανιερώτατο Μητροπολίτη Ταμασού και Ορεινής κ. Ησαΐα», διότι “ενώ ήταν υποχρεωμένος να ελέγξει το ανεπίληπτο του ανωτέρω ιερομονάχου ως κατηγόρου αυτός όχι μόνον δεν το έλεγξε αλλά και τον παρότρυνε να βρει και να καταθέσει ‘στοιχεία’ εναντίον των μελών της Αδελφότητας”.
Επισημαίνουμε, συνεχίζουν στην ανακοίνωση τους οι συνήγοροι, ότι όπως προκύπτει από την κατάθεση του ανωτέρω ιερομονάχου, η «συλλογή των στοιχείων» διήρκεσε δύο μήνες, άρχισε στις 5 Ιανουαρίου 2024 και ολοκληρώθηκε στις 29 Φεβρουαρίου 2024, πέντε ημέρες πριν από την παράνομη και πρωτοφανή εισβολή κουκουλοφόρων στην Ιερά Μονή Αββακούμ.
Οι συνήγοροι αναφέρουν ότι τα στοιχεία, “που μέχρι και σήμερα έχουμε θέσει υπόψιν του Μακαριωτάτου και της Ιεράς Συνόδου και τα οποία στοιχεία προτιθέμεθα να προσκομίσουμε και να επιδείξουμε μόνον στον Μακαριότατο και τα λοιπά μέλη της Ιεράς Συνόδου κατά την έκτακτη συνεδρίαση αυτής, δημιουργούν τις προϋποθέσεις όχι μόνον για κήρυξη αυτού ως αναξιόπιστου κατηγόρου αλλά και για επιβολή σ’ αυτόν κανονικής ποινής”.
“Εκφράζουμε την ελπίδα, ότι έστω και τώρα” σημειώνεται, “η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Κύπρου θα απαλλάξει τα μέλη της Αδελφότητας από κάθε κατηγορία, αφού θα διαπιστώσει, ότι όλα ξεκίνησαν από έναν ‘αναξιόπιστο’ κατήγορο, ο οποίος με παρότρυνση του Μητροπολίτη Ταμασού και Ορεινής κ. Ησαΐα ανέλαβε επί δίμηνο (από 5/1/2024 μέχρι 29/2/2024), να παρακολουθεί τους αδελφούς του μοναχούς, χωρίς αυτοί να το γνωρίζουν, να συλλέγει παρανόμως διάφορα ‘στοιχεία’ και να τα καταθέτει στον Μητροπολίτη Ταμασού και Ορεινής, τα οποία αυτός μετά χρησιμοποίησε, προκειμένου να στοιχειοθετήσει τα παραπτώματα, για τα οποία επιδιώκεται έκτοτε η κατά τα δημοσιεύματα καθαίρεση τους”.
Αναμένουμε, συνεπώς, σημειώνεται, «την έκτακτη συνεδρίαση της Ιεράς Συνόδου, στην οποία είμαστε βέβαιοι ότι θα κληθούμε μετά των εντολέων μας, ότι θα ληφθεί η σωστή απόφαση και θα αρθούν οι κατηγορίες, δίδοντας ένα αίσιο και δίκαιο τέλος σε μία υπόθεση, που άνευ λόγου δημιουργήθηκε, άνευ λόγου ταλαιπωρεί εδώ και καιρό την Ιερά Σύνοδο και άνευ λόγου σκανδαλίζει το πλήρωμα της Εκκλησίας της Κύπρου, θίγοντας παραλλήλως μία μοναστική Αδελφότητα, παραγωγική, αγαπητή στον κόσμο και ενεργέστατη, που μέχρι την 5η Μαρτίου 2024 μόνο επαίνων και συγχαρητηρίων απολάμβανε».