Θετική είναι η αποτίμηση της Κυβέρνησης αναφορικά με τη συνάντηση που πραγματοποίησε ο Τουρκοκύπριος ηγέτης Τουφάν Ερχιουρμάν με τον Ειδικό Απεσταλμένο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Κυπριακό, Γιοχάνες Χαν, ενώ ξεκαθαρίζει πως η Ad Hoc επιτροπή για θέματα ΕΕ που επιδιώκουν τα κατεχόμενα, είχε συσταθεί παλαιότερα σε προηγούμενη διαπραγματευτική διαδικασία.
Σε δηλώσεις του στο κρατικό ραδιόφωνο ο Κυβερνητικός Εκπρόσωπος, Κωνσταντίνος Λετυμπιωτης ανέφερε πως «είναι θετικό το γεγονός ότι ο κ. Ερχιουρμάν έχει πραγματοποιήσει την συνάντηση με τον Ειδικό Αποσταλμένο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να θυμίσουμε ότι αυτό δεν κατέστη εφικτό με τον κ. Τατάρ αφού δεν αποδέχθηκε να συναντήσει τον κ. Χαν, ιδιαίτερα λαμβάνοντας υπόψη δεν μπορεί να υπάρξει λύση του Κυπριακού χωρίς την Ευρωπαϊκή Ένωση, η Κυπριακή Δημοκρατία είναι πλήρες κράτος μέλος της ΕΕ και θα παραμείνει και μετά την λύση του Κυπριακού, άρα η παρουσία, η συζήτηση και η ανταλλαγή απόψεων με την ΕΕ, πόσο μάλλον με τον Ειδικό Απεσταλμένο, είναι κάτι το οποίο αποτιμάται ως θετικό και αυτονόητο».
Αναφερόμενος στο κατά πόσο τέθηκε θέμα ενεργότερης εμπλοκής της ΕΕ κατά την συνάντηση του Προέδρου Χριστοδουλίδη με τον Τουρκοκύπριο Ηγέτη, σημείωσε ότι «είναι κάτι που τίθεται σε κάθε πτυχή της συζήτησης εκ των πραγμάτων, αν δείτε κάποια από τα σημεία που ήγειρε ο κ. Ερχιουρμάν, υπάρχουν σημεία εξ αυτών τα οποία αφορούν την ίδια την ΕΕ ή διαδικασίες της, άρα η παρουσία και η ενεργότερη εμπλοκή της ΕΕ στην περαιτέρω πρόοδο αλλά πολύ περισσότερο στην επανέναρξη των διαπραγματεύσεων, είναι επιτακτική γιατί η λύση του Κυπριακού θα πρέπει να συνάδει πλήρως με τις αρχές, τις αξίες, το κεκτημένο και τις νομοθεσίες της ΕΕ, είναι κάτι που ο ίδιος ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας αναφέρει σε κάθε περίπτωση».
Σε σχέση με την πρόταση για δημιουργία ad hoc επιτροπής για θέματα ΕΕ από πλευράς των κατεχομένων, ο Κυβερνητικός Εκπρόσωπος ανέφερε ότι «καμία από τις προτάσεις δεν μπορεί να ενοχλήσει, σε όλες τις προτάσεις που έχουν τεθεί, ο Πρόεδρος Χριστοδουλίδης έχει απαντήσει συγκεκριμένα σε κάθε σημείο και κατά την πρόσφατη συνάντηση, πρόκειται για μία Επιτροπή η οποία θα επαναδραστηριοποιηθεί και αν δεν κάνω λάθος είχε συσταθεί κατά την προηγούμενη διαπραγματευτική διαδικασία και αφορούσε την εναρμόνιση με το ευρωπαϊκό κεκτημένο». Όπως πρόσθεσε, «αντιλαμβάνεστε ότι εδώ είναι που θα πρέπει στον κατάλληλο χρόνο να γίνουν όλες οι ενέργειες, αυτή τη στιγμή ακόμη και η παρουσία και συμμετοχή της ΕΕ, τίθεται εν αμφιβόλω, όλα θα πρέπει να γίνουν στον χρόνο που πρέπει, έχοντας πάντοτε ως στόχευση την επανέναρξη των διαπραγματεύσεων».
Παράλληλα επεσήμανε ότι «ο ίδιος ο κ. Ερχιουρμάν και ο Πρόεδρος Χριστοδουλίδης, μετά από το κοινό ανακοινωθέν των Ηνωμένων Εθνών, αναφέρουν ότι τα ΜΟΕ είναι σημαντικά, αλλά δεν μπορούν και δεν πρέπει να αντικαταστήσουν την διαπραγματευτική διαδικασία, άρα σε κάθε σημείο που έχει τεθεί έχουν δοθεί εκείνες οι απαντήσεις τεκμηριωμένα, με επιχειρήματα από πλευράς του Προέδρου της Δημοκρατίας και το κάθε σημείο, που δεν θέτει ζήτημα κυριαρχίας, πρέπει να ενεργοποιηθεί».
Ερωτηθείς αν η συγκεκριμένη επιτροπή μπορεί να θεωρηθεί τέτοιο μέτρο, ανέφερε ότι «δεν θα σχολιάσουμε δημόσια το κάθε σημείο που έχει θέσει ο κ. Ερχιουρμάν διότι τηρούμε αυτό που ο ίδιος ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας πράττει, με νηφαλιότητα, ότι δεν είναι μέσα από δημόσιες δηλώσεις που μπορεί να γίνει αυτή η συζήτηση ή να επέλθει πρόοδος προς την επανέναρξη των διαπραγματεύσεων». Πρόσθεσε ότι «ένα γενικό σχόλιο για την συγκεκριμένη επιτροπή, είναι πως αποτελεί ουσιαστικά η εναρμόνιση με το κεκτημένο στον ορίζοντα της επίλυσης του Κυπριακού, στη βάση μίας Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας με πολιτική ισότητα, όπως καθορίζεται στα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών».
Αναφερόμενος σε δημοσιεύματα για προγραμματισμένη τριμερή συνάντηση Κύπρου-Ελλάδας-Ισραήλ με αφορμή την επίσκεψη του Έλληνα Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, στα Ιεροσόλυμα στις 22 Δεκεμωρίου, ο κ. Λετυμπιώτης δήλωσε ότι «οι επικείμενες επισκέψεις του Προέδρου της Δημοκρατίας και των αρμόδιων υπουργών, ανακοινώνονται τον κατάλληλο χρόνο, όταν οριστικοποιηθεί αυτή η συνάντηση».
Τόνισε επίσης ότι «στο ζήτημα των τριμερών μηχανισμών που έχουν αποδειχθεί ως πολύ επιτυχείς και αποδοτικοί, είναι κάτι το οποίο είχαμε θέσει ως προτεραιότητα, να επαναδραστηριοποιηθούν και να επαναενεργοποιηθούν και το βλέπετε το τελευταίο χρονικό διάστημα με αρκετές τέτοιες πρωτοβουλίες». Όπως σημείωσε, «μία επικείμενη τριμερής Κύπρου Ελλάδα Ισραήλ, είχε συζητηθεί και το προηγούμενο διάστημα, όμως σε κάθε περίπτωση η σύγκλιση ενός τέτοιου μηχανισμού θα ανακοινωθεί στον κατάλληλο χρόνο». Υπογράμμισε ότι «εκείνο που έχει σημασία είναι η αξία των τριμερών μηχανισμών ιδιαίτερα σε μία περιοχή που οι προκλήσεις δεν σταματούν, είτε αυτές είναι περιφερειακές, είτε γεωπολιτικές, είτε είναι ζήτημα ασφάλειας και σταθερότητας».
Σε ό,τι αφορά το έργο του GSI και το ενδεχόμενο να τεθεί σε επόμενη τριμερή, ο κ. Λετυμπιώτης ανέφερε ότι «η ημερήσια διάταξη αν γίνει στην επόμενη τριμερή θα καθοριστεί, ασφαλώς τα έργα κοινού ενδιαφέροντος των χωρών που συμμετέχουν στους τριμερείς μηχανισμούς είναι ζητήματα τα οποία συζητούνται». Πρόσθεσε ότι «συγκεκριμένα για το έργο του GSI είναι γνωστό ότι έχει ανακοινωθεί σε ανώτατο επίπεδο από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τον Έλληνα Πρωθουργό η κοινή θεώρηση και ανάγκη της επικαιροποίησης των δεδομένων, είναι καλά γνωστό το ενδιαφέρον που προσδίδει και η ΕΕ και η περιοχή στην Ηλεκτρική Διασύνδεση Ελλάδας Κύπρου και Κύπρου Ισραήλ και ασφαλώς είναι προς την κατεύθυνση που κινούνται όλες μας οι ενέργειες για να καταστεί εφικτή η υλοποίηση αυτού του έργου».
Για το ζήτημα των Κεντρικών Φυλακών, ανέφερε ότι «αναμένουμε επίσημη ενημέρωση για το ποια ακριβώς ήταν τα δεδομένα και οι συνθήκες, είναι πολλά εκείνα που θα πρέπει να ληφθούν υπόψη, ενέργειες που πρέπει να γίνουν». Όπως είπε, «έχει αναφερθεί και ο νέος υπουργός Δικαιοσύνης και έχει επισκεφθεί ο ίδιος προσωπικά τις Κεντρικές Φυλακές ακριβώς για να δει και να αξιολογήσει τα δεδομένα για να μπορέσουν να διενεργηθούν εκείνες οι ενέργειες που μπορούν να γίνουν το συντομότερο δυνατό, έχοντας πάντα υπόψη με ρεαλισμό ποια από αυτά μπορούν να γίνει, να μπουν οι βραχυπρόθεσμοι και μεσοπρόθεσμοι στόχοι για να αντιμετωπιστούν στο μέγιστο δυνατό βαθμό αυτά τα ζητήματα».
Τέλος, σε σχέση με τη στάση εργασίας των δασκάλων, ο Κυβερνητικός Εκπρόσωπος ανέφερε ότι «την θέση μας την έχουμε πει αρκετές φορές, ως θέση αρχής, είναι απόλυτα σεβαστό το δικαίωμα των εκπαιδευτικών οργανώσεων να λάβουν δυναμικά μέτρα». Την ίδια ώρα, όπως σημείωσε, «θα πρέπει να μας προβληματίσει το γεγονός ότι μία συνδικαλιστική οργάνωση, με ένα τρόπο εκβιαστικό, να αναφέρει ότι αν δεν υιοθετηθούν στην ολότητα οι δικές της θέσεις, όχι μόνο από την Εκτελεστική Εξουσία αφού έχει προηγηθεί ένας εξαντλητικός διάλογος μαζί με την Υπουργό Παιδείας και αφού έχει εγκριθεί η πρόταση από το Υπουργικό Συμβούλιο και έχει προηγηθεί η προώθηση στην Βουλή και ακολούθησε ένας δεύτερος γύρος διαβουλεύσεων, αφού η αρμόδια επιτροπή έχει ακούσει τις απόψεις των οργανώσεων και συμφωνεί με την στόχευση που έχει θέσει η κυβέρνηση αλλά και τα επιχειρήματα που τέθηκαν το προηγούμενο διάστημα και όλες τις προηγούμενες δεκαετίες και δεν έχουν πείσει, τώρα έρχονται και ανακοινώνουν απεργιακά μέτρα ταλαιπωρόντας τους γονείς και χάνοντας τον εκπαιδευτικό χρόνο των παιδιών μας».
Καταληκτικά ανέφερε ότι «θα πρέπει να δούμε τι μηνύματα στέλνουν οι εκπαιδευτικές οργανώσεις στους μαθητές, στους συναδέρφους τους, στους γονείς, στην κοινωνία, εμείς θεωρούμε ότι αυτή η μεταρρύθμιση είναι αναγκαία και άργησε και οι πρώτοι που θα έπρεπε να την απαιτούν θα έπρεπε να ήταν οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί».