Έχουν κατατεθεί ή ετοιμάζονται νομοσχέδια και προτάσεις νόμου που πλήττουν την ελευθερία του Τύπου, ανέφεραν στην κοινοβουλευτική επιτροπή Θεσμών εκπρόσωποι της Ένωσης Συντακτών και της Επιτροπής Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, κατά τη συζήτηση του κεφαλαίου που αφορά τα ΜΜΕ, της έκθεσης του 2024 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το κράτος δικαίου.
Οι δημοσιογράφοι αναφέρθηκαν, μεταξύ άλλων, σε επερχόμενο εναρμονιστικό νομοσχέδιο με τον Ευρωπαϊκό Κανονισμό για την Ελευθερία του Τύπου, που, όπως είπαν, δεν τέθηκε σε επαρκή διαβούλευση και φαίνεται να διαστρεβλώνει το πνεύμα και το γράμμα του ευρωπαϊκού κανονισμού, αφού καθορίζει το πλαίσιο άρσης του απορρήτου των πηγών από τον Γενικό Εισαγγελέα.
Ο Πρόεδρος της Ένωσης Συντακτών Κύπρου (ΕΣΚ) Γιώργος Φράγκος είπε ότι συμφωνεί πλήρως με το περιεχόμενο του κεφαλαίου 3 της έκθεσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. «Μας απασχολεί έντονα η διολίσθηση της Κύπρου από την 55η στην 65η θέση του πίνακα παγκόσμιας κατάταξης στην ελευθεροτυπία», είπε.
Αναφερόμενος στα επιμέρους ζητήματα που θέτει η έκθεση, αναφέρθηκε στη διαφάνεια στο ιδιοκτησιακό καθεστώς των ΜΜΕ. «Θεωρούμε ότι είναι επιβεβλημένο να ενισχυθεί περαιτέρω», καθώς, όπως είπε, είναι εχέγγυο πλουραλισμού, αφού η υπερσυγκέντρωση ΜΜΕ στα χέρια λίγων ελλοχεύει κινδύνους. Ζήτησε από τη Βουλή να μπουν ασφαλιστικές δικλείδες που να απαλλάσσουν από «εικονικούς μετόχους ή αχυρανθρώπους», σημειώνοντας ότι γίνονται ανακατατάξεις στο πορτφόλιο μεγάλων οργανισμών και δεν ενημερώνονται τα αρμόδια όργανα.
Το δεύτερο θέμα που θέτει η έκθεση, αφορά την κατανομή της κρατικής διαφήμισης. «Θεωρούμε ότι όλα τα κριτήρια που μπαίνουν πρέπει να είναι μετρήσιμα, αξιολογικά, διάφανα και αντικειμενικά», είπε ο κ. Φράγκος, προσθέτοντας ότι δεν χρειάζεται να παρεμβάλλονται μεσάζοντες, αλλά τα κονδύλια να διαχέονται απευθείας στις επιχειρήσεις από το ΓΤΠ. Όπως είπε, είναι κεφαλαιώδους σημασίας η κατανομή της κρατικής διαφήμισης, διότι η βιωσιμότητα των πλείστων ΜΜΕ «κρέμεται από μια κλωστή. Μια μεροληπτική κατανομή ενδεχομένως να ευνοήσει κάποια ΜΜΕ και να αφήσει άλλα σε δεύτερη μοίρα».
Το τρίτο ζήτημα που εξετάζεται στην έκθεση είναι η νομοθεσία για την πρόσβασης του κοινού σε πληροφορίες του δημοσίου. Όπως είπε ο κ. Φράγκος, ενώ η έκθεση καταγράφει ότι η νομοθεσία είναι επαρκής, «δεν πιστεύουμε ότι εφαρμόζεται με την ίδια επάρκεια», καθώς προσκρούει «στον φορμαλισμό, την ευθυνοφοβία και τη γραφειοκρατία του δημοσίου». Όπως είπε, η ΕΣΚ έχει δεχτεί παράπονα για το θέμα.
Επιπλέον, ο κ. Φράγκος αναφέρθηκε σε αριθμό νομοσχεδίων και προτάσεων νόμου που είτε εκκρεμούν ενώπιον της Βουλής ή που ετοιμάζονται να κατατεθούν, που «τείνουν να ελέγχουν και να θέτουν περιορισμούς στο δημοσιογραφικό περιεχόμενο». Σημείωσε τη θέση αρχής ότι «δεν αποδεχόμαστε ό,τι εκφεύγει από την αρχή της αυτορρύθμισης».
Αναφέρθηκε, συγκεκριμένα στον νόμο για εξύβριση που συζητήθηκε για τρία χρόνια στην Επιτροπή Νομικών και για τον οποίο «ξεσηκώθηκε όλη η υφήλιος» για να σταματήσει, με επιστολές από ΟΑΣΕ, Ευρωπαϊκή και Διεθνή Ομοσπονδία Δημοσιογράφων, Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα κ.λπ. και το οποίο τελικά πάγωσε, αλλά δεν αποσύρθηκε.
Επιπλέον, αναφέρθηκε σε «δήθεν εναρμονιστικό» νομοσχέδιο που ετοιμάζει το Υπουργείο Εσωτερικών για την προστασία των δημοσιογράφων και των πηγών τους. Όπως είπε, το νομοσχέδιο «διαστρεβλώνει το νόημα, το πνεύμα και το γράμμα» του ευρωπαϊκού Κανονισμού, ενώ δεν έγινε δημόσια διαβούλευση. «Μας το έστειλαν και μας είπαν θέλουμε γραπτώς απόψεις σε 15 μέρες και θεωρούν ότι αυτός είναι δημόσιος διάλογος», είπε, σημειώνοντας ότι μετά τις αντιδράσεις κλήθηκε συνάντηση των ενδιαφερόμενων μερών στις 15 Απριλίου.
Όπως διευκρίνισε, αυτό που διακυβεύεται είναι η προστασία των δημοσιογραφικών πηγών, καθώς όταν χαθεί, χάνεται και η διερευνητική δημοσιογραφία. Το επίμαχο νομοσχέδιο, σύμφωνα με τον κ. Φράγκο, προνοεί την άρση απορρήτου για δημοσιογράφους με απόφαση Γενικού Εισαγγελέα ή επικεφαλής της ΚΥΠ. Σημείωσε ότι η άρση απορρήτου προβλέπεται στον ευρωπαϊκό Κανονισμό με κριτήρια που έχουν καθοριστεί σε ανώτατο επίπεδο, σε διαβούλευση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τις αρμόδιες οργανώσεις δημοσιογράφων και μπήκαν ασφαλιστικές δικλείδες, τις οποίες «δεν βλέπουμε στο νομοσχέδιο».
Ακόμα, αναφέρθηκε σε νομοσχέδιο ενώπιον της Επιτροπής Εσωτερικών, στο πλαίσιο του εκλογικού νόμου, που περιορίζει όχι μόνο τη διενέργεια δημοσκοπήσεων, αλλά και τον τρόπο που αυτές προβάλλονται. «Η διενέργεια να νομοθετηθεί, το πώς θα προβληθεί εναπόκειται στην κρίση του δημοσιογράφου», είπε.
Καταληκτικά, σημείωσε ότι «το πλέγμα που κυοφορείται νομοθετικά μας βάζει σε σκέψεις» και κάλεσε τους Βουλευτές να είναι σε εγρήγορση για να μην περάσουν «πράγματα που μπορεί να ελλοχεύουν κινδύνους».
Από την πλευρά της, η Πρόεδρος της Επιτροπής Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, Έλλη Κοτζιαμάνη είπε ότι ενώ στην έκθεση αναφέρεται ότι κατοχυρώνεται συνταγματικά η προστασία των δημοσιογράφων, «το χάος που επικρατεί κάθε άλλο παρά προστατεύει τη δουλειά των δημοσιογράφων».
Όσον αφορά το νομοσχέδιο περί εξύβρισης, είπε ότι αυτό όχι μόνο δεν αποσύρθηκε, αλλά το Υπουργείο Δικαιοσύνης κάλεσε σε νέα διαβούλευση και αυτό θα επανέλθει. «Εξακολουθεί να υπάρχει ερωτηματικό αν θα προστατεύει ή εξαιρεί τους δημοσιογράφους ή αν θα συνεχίσει να είναι νομοσχέδιο που παραβιάζει την ελευθερία της έκφρασης», είπε.
Πρόσθεσε ότι υπάρχουν δύο προτάσεις για τις δημοσκοπήσεις, μία στην Επιτροπή Θεσμών και μία στην Επιτροπή Εσωτερικών, μέσα από τις οποίες προκύπτουν κι άλλα θέματα, καθώς επιχειρείται να μπει έλεγχος στα δικαιώματα των ΜΜΕ και των δημοσιογράφων σε προεκλογικές περιόδους.
«Το δημοσιογραφικό περιεχόμενο και το ποιος το ελέγχει, θεωρούμε ότι πρέπει να αντικριστεί από την πολιτεία συλλογικά», είπε, σημειώνοντας και τους αυστηρούς ελέγχους της Αρχής Ραδιοτηλεόρασης, οι οποίοι σε πολλά σημεία είναι «μη επιτρεπόμενοι», ενώ «δεν θα έπρεπε να γίνεται από ένα ΔΣ που διορίζεται από την εκτελεστική εξουσία».
Πρόσθεσε ότι ο νόμος περί Τύπου, είναι πεπαλαιωμένος και δεν προχώρησε η προσπάθεια επικαιροποίησης του. Όπως είπε, για το νέο εφαρμοστικό νομοσχέδιο «δεν θεωρούμε ότι γίνεται σωστά η δημόσια διαβούλευση», αφού παρουσιάζεται σε περιορισμένους φορείς και όχι στην κοινή γνώμη και αφού αυτό παραβιάζει τη βασική αρχή της προστασίας δημοσιογράφων και ΜΜΕ.
Όσον αφορά τα ζητήματα περί απειλών ή παρεμβάσεων στο έργο των δημοσιογράφων, η κ. Κοτζαμάνη κάλεσε τους θεσμούς του κράτους να καταλάβουν την ανάγκη να στηριχθούν τα ΜΜΕ απέναντι στο χάος πληροφορίας που διαρρέεται από τα ΜΚΔ, την παραπληροφόρηση και την προπαγάνδα. «Οι δημοσιογράφοι να αφεθούν ελεύθεροι να κάνουν το έργο τους», σημείωσε.
Τέλος, η κ. Κοτζαμάνη κάλεσε την Επιτροπή, όταν συζητούνται τέτοια θέματα, να καλούνται και άλλοι ενδιαφερόμενοι, όπως οι εκδότες, οι εκδότες ηλεκτρονικών μέσων και το ΚΥΠΕ.
Ο Γενικός Διευθυντής του ΡΙΚ, Θανάσης Τσόκκος συμφώνησε με όσα είπαν οι προηγούμενοι. Σημείωσε ότι στις 15 Απριλίου «θα βρεθούμε όλοι γύρω από το ίδιο τραπέζι» ως πρώτο βήμα για τη δημόσια διαβούλευση για το εναρμονιστικό νομοσχέδιο. Η συνάντηση θα φιλοξενηθεί στο ΡΙΚ, όπως είπε και ανέφερε ότι στόχος είναι η αποτύπωση μιας κοινής θέσης επί του θέματος. «Σε αυτή την προσπάθεια συμμέτοχοι να είναι κι άλλοι φορείς, που να λειτουργήσουν ενισχυτικά», είπε, προσθέτοντας ότι «προσπαθούμε να αποτρέψουμε τον περιορισμό των δημοσιογράφων και της αποστολής τους», ενώ αναφέρθηκε σε πολλά φαινόμενα πιέσεων.
Από την πλευρά της, η Επίτροπος Πληροφοριών, Ειρήνη Λοϊζίδου-Νικολαΐδου, αναφέρθηκε στη νομοθεσία για παροχή πληροφοριών δημοσίου στο κοινό. Σημείωσε ότι υπάρχει πρόβλημα στην ανταπόκριση των δημοσίων αρχών, ενώ επισήμανε ότι αν δεν απαντήσουν μετά από ένα μήνα, υπάρχει δικαίωμα υποβολής παραπόνου, ενώ η ίδια, ως ρυθμιστική αρχή, έχει τη δυνατότητα επιβολής προστίμου.
Εκ μέρους του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου, ο Χρίστος Καράς είπε ότι στην έκθεση της Επιτροπής αναφέρεται ότι «ουδεμία εξέλιξη ή αναβάθμιση/βελτίωση έχει εντοπιστεί για την ελευθερία του Τύπου», σημειώνοντας ότι η έκθεση είναι πολύ αρνητική για την ελευθερία του Τύπου.
Όσον αφορά τα επιμέρους σημεία, είπε ότι σύμφωνα με την έκθεση γίνεται αναφορά σε «πλαίσιο νόμου για την προστασία της ελευθερίας του Τύπου», αναφερόμενος στην κρατική διαφήμιση, τη διαφάνεια των ιδιοκτητών ΜΜΕ, τα δημόσια ΜΜΕ, την πεπαλαιωμένη νομοθεσία για τον Τύπο, το νομοσχέδιο ελευθερίας Τύπου που εκκρεμεί, το θέμα των δημοσκοπήσεων, της εξύβρισης και άλλα. Πρότεινε να συμπλεγματοποιηθούν τα νομοσχέδια και να παρακολουθούνται συνολικά.
Ο Πρόεδρος της Επιτροπής, Βουλευτής του ΔΗΣΥ, Δημήτρης Δημητρίου, εντός της Επιτροπής, αναφέρθηκε σε απειλές που δέχθηκε δημοσιογράφος κατά της ζωής της, αλλά και σε «μια προσπάθεια αποδόμησης μέσω ΜΚΔ της ερευνητικής δημοσιογραφίας, της άποψης δημοσιογράφων αλλά και γενικότερα το τι πάει να γράψει ένας δημοσιογράφος».
Η Βουλευτής του ΑΚΕΛ, Ειρήνη Χαραλαμπίδου, η οποία ενέγραψε το θέμα, είπε ότι στην περίπτωση προηγούμενου νομοσχεδίου που έπληττε την ελευθεροτυπία, πήρε το ζήτημα στον ΟΑΣΕ, ο οποίος εξέδωσε νομική γνωμάτευση για το θέμα. «Ζούμε σε περίεργες εποχές, ξέρουμε τι συμβαίνει», είπε, και αναφέρθηκε σε καταγγελίες δημοσιογράφου για ανώνυμους λογαριασμούς από την εκτελεστική εξουσία που πληρώνονται με δημόσιο χρήμα για να απειλούν για αποκαλυπτικά ρεπορτάζ.
Πρόσθεσε ότι «δεν μπορεί οι Υπουργοί να παίρνουν τηλέφωνο τους δημοσιογράφους» και να ασκούν πίεση και κάλεσε τους εκδότες και τους διευθυντές εφημερίδων και καναλιών να υψώσουν τείχος προστασίας στους δημοσιογράφους τους. «Έχουμε αρκετούς νόμους να προστατεύσουμε την ελευθεροτυπία. Το να ανοίγουμε παράθυρα για να ελέγξουμε το τι βγαίνει προς τα έξω είναι ανεπίτρεπτο», είπε.
Σε δηλώσεις της μετά την επιτροπή, είπε ότι «δεν με εκπλήττει η πτώση» στη θέση της Κύπρου από την 55η στην 65η στην ελευθερία Τύπου, με τα νομοσχέδια που έφερε η κυβέρνηση. Για το ιδιοκτησιακό καθεστώς των ΜΜΕ είπε ότι πρέπει να υπάρχει πλήρης διαφάνεια. «Να ξέρουμε ποιος κρύβεται πίσω από τι. Μετοχές αλλάζουν χέρια. Πρέπει να ξέρουμε ποιοι είναι οι σκοποί τους, για να ξέρει και ο κόσμος τι ακούει και από ποιον», ανέφερε.
Ο Βουλευτής της ΔΗΠΑ, Μαρίνος Μουσιούττας, είπε ότι δεν είναι σωστό να αφήνονται σκιές «για να κάνουμε ντόρο» και κάλεσε την κ. Χαραλαμπίδου να πει σε ποιους Υπουργούς αναφέρεται και αν έχει κάτι υπόψη της να το καταγγείλει στην Επιτροπή και στην Αστυνομία.
Ο Βουλευτής του ΔΗΚΟ, Παύλος Μυλωνάς είπε ότι δεν άλλαξε τίποτε τα τελευταία 40 χρόνια στη δημοσιογραφία, προσθέτοντας ότι ο κανιβαλισμός, η λάσπη, τα ψέμα και η ελευθερία που οδηγεί σε χάος και ανηθικότητα δεν περιποιεί τιμή σε καμιά δημοκρατία.
Πρόσθεσε, ακόμα, ότι δεν μπορεί να είναι επιλεκτική η μάχη για ελευθερία στην έκφραση, ενώ αναφέρθηκε σε προσωπική του εμπειρία, όταν εργαζόταν ως δημοσιογράφος στο ΡΙΚ: «έτυχε να εργάζομαι στο ΡΙΚ και να ακούω πολιτικό πρόσωπο να ζητά την αποπομπή τη δική μου και του Πάρη Ποταμίτη», είπε, σημειώνοντας ότι αυτό έγινε στο τέλος.