Αντιπαράθεση ξέσπασε μεταξύ ΔΗΣΥ και ΑΚΕΛ σχετικά με την πρόταση νόμου της Ειρήνης Χαραλαμπίδου για την ευθανασία. Αρχικά, ο Εκπρόσωπος Τύπου του Δημοκρατικού Συναγερμού, Ονούφριος Κουλλά ανέφερε μεταξύ άλλων ότι θα καταψηφίσουν την πρόταση τονίζοντας ότι «κάτι τέτοιο θα οδηγήσει σε προβλήματα, αμφισβητήσεις και δυσάρεστες καταστάσεις. Αυτή είναι η εμπειρία άλλων χωρών».
Από πλευράς του ΑΚΕΛ, η βουλεύτρια του κόμματος, Ειρήνη Χαραλαμπίδου σε ανάρτηση στην πλατφόρμα «Χ» έκανε λόγο για προεκλογική εκμετάλλευση, προσθέτοντας πως «ο διάλογος χαρακτηρίζει μια ώριμη κοινωνία και ποτέ δεν είναι επιζήμιος. Και είναι θλιβερό κάποιοι να προσπαθούν να τον αποτρέψουν».




Για την Εκκλησιαστική παράδοση, η ευθανασία αποτελεί παράβαση της εντολής «Οὐ φονεύσεις». Βεβαίως κανένας χριστιανός δεν έχει δικαίωμα να αδιαφορεί για τον πόνο του συνανθρώπου του, αντίθετα έχει ηθική υποχρέωση να προσπαθεί ΝΑ ΤΟΝ ΑΝΑΚΟΥΦΙΣΕΙ όσο αυτό είναι εφικτό. Όμως η αγάπη μας και το ενδιαφέρον μας προς τον πάσχοντα συνάνθρωπό μας σε καμιά περίπτωση δεν μεταφράζεται με τη μορφή της ευθανασίας, καθώς σύμφωνα με την εκκλησιαστική παράδοση, μια τέτοια αποτρόπαια πράξη σηματοδοτεί και τον θάνατο της αγάπης μας για τον πάσχοντα συνάνθρωπό μας. Η αγάπη μας πρέπει να εκδηλώνεται με συμμετοχή στον πόνο του άλλου και με συνεχείς προσπάθειες που θα στοχεύουν στη βελτίωση, αλλά και στη διατήρηση της ζωής του άλλου, όχι στην επίσπευση του θανάτου του. Εξάλλου, το καλύτερο παράδειγμα μας το δίνει ο ίδιος ο Χριστός, ο οποίος ευσπλαγχνίζεται και θεραπεύει τους νοσούντες. Συνεπώς, για την Εκκλησία, η επιθυμία του ασθενούς να απαλλαγεί από τους αβάσταχτους σωματικούς πόνους του, δεν αποτελεί κίνητρο, ώστε να θεωρηθεί ηθικά αποδεκτή η πράξη της αφαίρεσης της ζωής του, καθώς αυτή παραβιάζει τη θεϊκή εντολή «οὐ φονεύσεις». Άρα η ιατρική επιστήμη, εφαρμόζοντας την ευθανασία με διάφορους τρόπους που έχει επινοήσει, δεν καταπολεμά τον πόνο των ασθενών, αντίθετα φονεύει τον πάσχοντα. (Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδας, 2007: 35-37).
Επιπλέον Η ζωή είναι «θείο δώρο» και έτσι μόνο ο Δημιουργός – Θεός δικαιούται να αποφασίζει για το τέλος της. Ο γιατρός οφείλει να εξαντλεί επιστημονικά όλες του τις προσπάθειες στην ανακούφιση του πόνου και να στέκεται δίπλα στον ασθενή, προσφέροντας πάντοτε ελπίδα ζωής. Κανείς άνθρωπος δεν έχει το δικαίωμα να μπαίνει στη θέση του Δημιουργού – Θεού και να αποφασίζει για τη ζωή και το θάνατο κάποιου. Μόνο ο Θεός, ως ο δότης της ανθρώπινης ζωής δικαιούται να αποφασίζει για το τέλος της και για το αν αυτό θα είναι επώδυνο ή όχι, καθώς και το πότε αυτό θα επέλθει. Η αξία της ζωής είναι ανεκτίμητη και αναντικατάστατη. Για το λόγο αυτό ούτε τη δική του ζωή έχει δικαίωμα να αφαιρέσει κάποιος. Συνεπώς, η πράξη της ευθανασίας είτε με τη μορφή της «ενεργητικής» είτε της «παθητικής», αποτελεί για την Εκκλησία μια εγκληματική ενέργεια που ισοδυναμεί με φόνο και επομένως καταπατά την εντολή του Θεού που απαγορεύει το φόνο. Την άποψη αυτή, εκτός από την Ορθόδοξη, συμμερίζεται και η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία.
Τέλος, Η εκτέλεση της ευθανασίας ενδέχεται να υποκινείται από οικονομικά συμφέροντα. Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγουμε, αν σκεφτούμε ότι λιγότερες είναι οι περιπτώσεις, όπου ο ασθενής είναι αυτός που επιθυμεί την εκτέλεση της ευθανασίας. Συνήθως το θέμα το ανακινούν και το προβάλλουν κυρίως οι συγγενείς του πάσχοντα και μάλιστα με φορτικό τρόπο, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται πολλές υποψίες και ερωτηματικά, ιδιαίτερα όταν κρύβονται από πίσω οικονομικά και κληρονομικά συμφέροντα. Τέλος, πρέπει να αναφέρουμε τα τεράστια οικονομικά οφέλη των ασφαλιστικών οργανισμών, οι οποίοι βαρύνονται με υπέρογκα χρηματικά ποσά για τη χρόνια νοσηλεία ενός ετοιμοθάνατου. Μπορούμε να αναφέρουμε χαρακτηριστικά ότι για τις τελευταίες ώρες ενός ασθενούς δαπανώνται περίπου το 20% των κονδυλίων στις χώρες – μέλη της Ε.Ε. και περίπου το ίδιο ποσοστό και στις Η.Π.Α. Εξάλλου, εκτός από το κόστος των νοσηλίων, ενδέχεται οι κληρονόμοι να έχουν να εισπράξουν ένα μεγάλο ποσόν σαν αποζημίωση, κάτι που επίσης επιβαρύνει τους ασφαλιστικούς οργανισμούς. (Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδας, 2007: 35-37).
Αναμφίβολα, οι αποφάσεις των ασθενών για ευθανασία δεν μπορούν να χαρακτηριστούν «διαυγείς», καθώς λαμβάνονται υπό την πίεση έντονου σωματικού και ψυχικού άλγους. Ο βαριά άρρωστος που νιώθει το τέλος του να πλησιάζει, έχει συνήθως εύκολα μεταβαλλόμενη ψυχική διάθεση. Για τον λόγο αυτό, σε καμία περίπτωση δεν πρέπει κανείς να δέχεται την εκτέλεση αποφάσεων για ευθανασία, πόσο μάλλον όταν αυτές οι αποφάσεις λαμβάνονται από ασθενείς, τη στιγμή που οι τελευταίοι βρίσκονται σε στιγμές έντονης αδυναμίας και πονου (Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδας, 2007: 35-37).