Την αναστολή της κατ’ άρθρον συζήτησης του νομοσχεδίου για την αποθεραπεία και την αποκατάσταση στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή Υγείας ζητούν οι επιστημονικοί και επαγγελματικοί φορείς, προκειμένου να συμμετέχουν στη διαβούλευση και να καταθέσουν τις εισηγήσεις τους.
Με ανακοίνωσή τους, ο Σύλλογος Εγγεγραμμένων Λογοπαθολόγων Κύπρου, ο Παγκύπριος Σύλλογος Εργοθεραπευτών και ο Παγκύπριος Σύλλογος Φυσιοθεραπευτών αναφέρουν ότι την Τρίτη συναντήθηκαν με την αρμόδια λειτουργό του Υπουργείου Υγείας και κατέθεσαν συγκροτημένα τις απόψεις και τις ανησυχίες τους, τονίζοντας ότι μέχρι σήμερα δεν είχε διασφαλιστεί η ουσιαστική εμπλοκή των αρμόδιων επαγγελματικών φορέων στη διαμόρφωση του νομοσχεδίου. Αυτό, όπως λένε, είχε ως αποτέλεσμα την ύπαρξη ρυθμιστικών κενών, ασαφών όρων και προβληματικών διατάξεων, που ενδέχεται να περιορίσουν την επαγγελματική αυτοτέλεια και να επηρεάσουν την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών προς τους πολίτες καθώς και τα δικαιώματα των ασθενών.
“Εκ μέρους του Υπουργείου, αναγνωρίστηκε η βασιμότητα των προβληματισμών και επιβεβαιώθηκε ότι το Υπουργείο δεν έχει πρόθεση να περιορίσει την άσκηση οποιουδήποτε ρυθμιζόμενου επαγγέλματος υγείας”, σημειώνεται στην ανακοίνωση. Παράλληλα, προστίθεται ότι αναφέρθηκε ότι ο περαιτέρω διάλογος με τους επιστημονικούς φορείς μπορεί να συνεχιστεί στο πλαίσιο της κατά άρθρο συζήτησης στη Βουλή, διαδικασία στην οποία, ωστόσο, οι εκπρόσωποι των συλλόγων δεν παρίστανται ούτε συμμετέχουν θεσμικά.
Οι επαγγελματικοί φορείς υπογραμμίζουν ότι η θεσμική διαβούλευση δεν μπορεί να υποκατασταθεί από μεμονωμένες κοινοβουλευτικές παρεμβάσεις. “Ζητούμε επίσημα από το Υπουργείο να διασφαλίσει την πραγματοποίηση άμεσης, θεσμικά κατοχυρωμένης και επιστημονικά τεκμηριωμένης διαβούλευσης με τους καθ’ ύλην αρμόδιους επαγγελματικούς φορείς, προτού το νομοσχέδιο οδηγηθεί σε τελική συζήτηση. Η σοβαρότητα του ζητήματος επιβάλλει την τήρηση της αρχής της συμμετοχικής διακυβέρνησης, της χρηστής νομοθέτησης και της συνεργασίας με τους φορείς που διαθέτουν τεχνογνωσία και άμεση γνώση του αντικειμένου”, σημειώνουν.
Σύμφωνα με τους συλλόγους, με το συγκεκριμένο νομοσχέδιο, περιορίζεται η ελευθερία άσκησης του επαγγέλματός τους και καταστρατηγούνται βασικά συνταγματικά δικαιώματα, καθώς και το δικαίωμα των ασθενών στην ελεύθερη πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας. Τους επιβάλλεται, επίσης, η υποχρέωση να αποκτήσουν άδεια ίδρυσης και λειτουργίας τέτοιων κέντρων. “Καταπατούνται τα δικαιώματα που μας παρέχουν οι οικείες νομοθεσίες και ακυρώνεται το πεδίο γνώσεων μας. Δημιουργείται αθέμιτο πλαίσιο ανταγωνισμού εντός και εκτός ΓεΣΥ, που επιβάλλεται χωρίς διαφανείς διακριτούς όρους”, σημειώνουν.
Οι τρεις Σύλλογοι αιτήθηκαν την αναστολή της κατά άρθρο κοινοβουλευτικής συζήτησης, ζητώντας εύλογο χρονικό περιθώριο για επιστημονική επεξεργασία των κρίσιμων διατάξεων, για διαβούλευση με τους καθ’ ύλην αρμόδιους φορείς αποκατάστασης και κατάθεση τεκμηριωμένων εισηγήσεων που να διασφαλίζουν τη βιωσιμότητα και την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών.
“Ο διάλογος δεν είναι εμπόδιο, είναι προϋπόθεση για σοβαρή μεταρρύθμιση”, τόνισαν οι Πρόεδροι των Συλλόγων, εκφράζοντας την πρόθεσή τους να συνεργαστούν με όλα τα εμπλεκόμενα μέρη με τεκμηρίωση και υπευθυνότητα.
Για τους ανωτέρω λόγους, οι τρεις σύλλογοι ζητούν το Υπουργείο Υγείας, στο πλαίσιο του θεσμικού του ρόλου ως εισηγητή του νομοσχεδίου, να ζητήσει την προσωρινή αναβολή της κατά άρθρο κοινοβουλευτικής εξέτασης, προκειμένου να παραχωρηθεί επαρκής χρόνος και η δυνατότητα πλήρους και ουσιαστικής συμμετοχής στη διαδικασία διαβούλευσης με τους καθ’ ύλην αρμόδιους επαγγελματικούς φορείς. “Η συμμετοχή αυτή κρίνεται απαραίτητη για την υποβολή τεκμηριωμένων και επιστημονικά εξειδικευμένων προτάσεων, οι οποίες θα ενισχύσουν τη νομοθετική αρτιότητα του πλαισίου, χωρίς να διακυβεύονται η επαγγελματική αυτοτέλεια ή η ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών αποκατάστασης”.
Καταληκτικά, αναφέρουν ότι η συνάντηση με το Υπουργείο Υγείας είχε χαρακτήρα ενημερωτικό και δεν συνιστά υποκατάστατο της θεσμικής και ουσιαστικής διαβούλευσης που απαιτείται για ένα τόσο κρίσιμο νομοσχέδιο.