Την ανάγκη για περαιτέρω ενίσχυση και στελέχωση της Ενιαίας Υπηρεσίας Επιθεώρησης Εργασίας, προκρίνει η ΔΕΟΚ, αναγνωρίζοντας την πολύ σημαντική εργασία που αυτή επιτελεί και τους νευραλγικούς τομείς, τους οποίους έχει υπό την ευθύνη της η Υπηρεσία, αναφέρεται σε ανακοίνωση της συντεχνίας.
Πρόκειται για μια Υπηρεσία, “η οποία τα τελευταία χρόνια που δραστηριοποιείται έχει αποδείξει πλέον στην πράξη την αναγκαιότητά της και τα δείγματα γραφής της όσον αφορά την πάταξη της παράνομης εργασίας και την υποδήλωση εισοδημάτων (ζημιογόνες καταστάσεις τόσο για τους εργαζόμενους, όσο και την Οικονομία γενικότερα), και θα πρέπει να λάβει τα εφόδια και να στηριχθεί περισσότερο. Ειδικότερα, σήμερα που παρατηρείται αυξημένη δραστηριότητα σε διάφορους τομείς της εργασίας και καταγράφονται φαινόμενα παράνομης και αδήλωτης εργασίας», αναφέρει η ΔΕΟΚ στην ανακοίνωσή της.
Όπως σημειώνει η ΔΕΟΚ, αναγνωρίζει τη σημαντική εργασία που επιτελείται από την Ενιαία Υπηρεσία Επιθεώρησης Εργασίας και τους λειτουργούς της, οι οποίοι βρίσκονται επί ποδός 24ωρες το 24ωρο καθημερινά, για να φέρουν εις πέρας τα καθήκοντά τους, προστατεύοντας τους εργαζόμενους αλλά και τη βιωσιμότητα του Ταμείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ζητώντας από τον αρμόδιο Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων όπως προωθήσει άμεσα την στελέχωση και ενίσχυσή της με περισσότερους επιθεωρητές και βοηθούς, καθώς και την οργανωτική δομή της όπως υπάρχει στα υπόλοιπα Τμήματα του Υπουργείου Εργασίας.
Αυτή τη στιγμή, αναφέρει, η Ενιαία Υπηρεσία Επιθεώρησης έχει κάτω από την αρμοδιότητά της να ελέγχει, μεταξύ άλλων, την εφαρμογή πέραν των σαράντα νομοθετημάτων.
«Επιπρόσθετα αυτών, το γεγονός πως η Ολομέλεια της Βουλής στην πρόσφατη της συνεδρίαση ενέκρινε ομόφωνα την ενίσχυση του υφιστάμενου νομοθετικού πλαισίου, ούτως ώστε να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά η αδήλωτη και παράνομη εργασία, καθώς επίσης και την τροποποίηση της νομοθεσίας περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων για διπλασιασμό του διοικητικού προστίμου από τους επιθεωρητές της Υπηρεσίας σε περίπτωση διαπιστωθείσας αδήλωτης εργασίας, καταδεικνύει την ανάγκη, την οποία επισημαίνει η ΔΕΟΚ και ενισχύει τη θέση της όσον αφορά το ζήτημα αυτό», καταλήγει η ανακοίνωση.