Το θέμα των συλλογικών συμβάσεων για τους εργαζόμενους και την ανάγκη επέκτασης, ώστε να συμβαδίζει η Κύπρος με την ευρωπαϊκή οδηγία άνοιξε η Επιτροπή Εργασίας, με τις οργανώσεις να τονίζουν ότι ένας στους δύο στον ίδιο χώρο εργασίας δεν καλύπτεται. Μάλιστα, κάλεσαν την Κυβέρνηση να λάβει μέτρα, ώστε να εφαρμοστεί η οδηγία. Από πλευράς του, ο υπουργός Εργασίας, Γιάννης Παναγιώτου, σημείωσε πως τα προηγούμενα χρόνια υπήρχε μειωμένη διαπραγμάτευση και είναι ανησυχητικό αυτό.
Η Επιτροπή Εργασίας έθεσε προς συζήτηση τις ενέργειες της Κυβέρνησης, όσον αφορά στο θέμα της ευρωπαϊκής οδηγίας, αναφορικά με επέκταση των συλλογικών συμβάσεων ώστε να καλύπτεται το 80% των εργαζομένων. Κατά τη διάρκεια της συζήτησης, ο πρόεδρος της Επιτροπής και βουλευτής του ΑΚΕΛ, Ανδρέας Καυκαλιάς, επεσήμανε πως «είναι χαμηλό το ποσοστό των συλλογικών συμβάσεων για τους εργαζομένους και τα τελευταία χρόνια παρουσιάζεται μία φθίνουσα πορεία. Το γεγονός ότι υπάρχει ευρωπαϊκή οδηγία που καλεί τα κράτη μέλη να συναρμολογήσουν σχετικές συλλογικές συμβάσεις και να αυξηθούν τα ποσοστά, αποφασίσαμε να θέσουμε το θέμα για συζήτηση ενώπιον του υπουργού, για να δούμε που βρίσκεται η συζήτηση για λήψη θεσμικών μέτρων».
Ο υπουργός Εργασίας, στην τοποθέτησή του, επεσήμανε πως η επέκταση της συλλογικής διαπραγμάτευσης είναι σημαντική και έχει αποδειχθεί χρήσιμη η συζήτηση, τόσο για διασφάλιση της σταθερότητας στη χώρα μας αλλά και διατήρηση της κοινωνικής συνοχής. Ο κ. Παναγιώτου σημείωσε, παράλληλα, πως διαπιστώθηκε ότι τα προηγούμενα χρόνια, για το συγκεκριμένο θέμα, η διαδικασία για διαπραγμάτευση συναρμολόγησης συλλογικών συμβάσεων και εφαρμογή των προνοιών των συμβάσεων ήταν μειωμένη και αυτό είναι προβληματικό και ανησυχητικό.
«Κατά το προηγούμενο διάστημα, έχουμε ως Κυβέρνηση μαζί με τους κοινωνικούς εταίρους, αποδώσει ιδιαίτερη έμφαση για την ανανέωση των μεγάλων συλλογικών συμβάσεων, για διάφορους τομείς, που καλύπτεται μεγάλους κλάδους της κυπριακής οικονομίας και καλύπτεται σημαντικός αριθμός εργαζομένων».
Ο κ. Παναγιώτου επεσήμανε, παράλληλα, πως «για να υπάρχει συλλογική διαπραγμάτευση, σημαίνει ότι οι εργαζόμενοι εκπροσωπούνται από οργανώσεις. Δεν είναι διακοσμητική η διαδικασία της συλλογικής διαπραγμάτευσης. Τα προηγούμενα χρόνια υπήρχε μία προσέγγιση ότι η δεσμευτικότητα για την προώθηση της εφαρμογής του αποτελέσματος, θεωρείται σε ορισμένες περιπτώσεις ως κάτι που έχει πολύ περιορισμένη σημασία. Η ιστορία επιβεβαιώνει πως η ευθύνη που αναλαμβάνουν και οι δύο πλευρές, είναι μετά από κατάληξη συμφωνίας».
Αναφερόμενος στην πρόσφατη απόφαση για καταβολή 13ου μισθού στους ξενοδοχοϋπαλλήλους, ο υπουργός Εργασίας επεσήμανε πως «ως παράδειγμα το πρόσφατο αποτέλεσμα για ανανέωση της συλλογικής σύμβασης στην ξενοδοχειακή βιομηχανία που προνοεί τη θεσμοθέτηση της υποχρεωτικής καταβολής του 13ου μισθού για όλους τους εργαζόμενους. Έχει αποφασιστεί από το ΥΣ η έγκριση τροποποιητικών κανονισμών και θα προωθηθούν άμεσα στην Ολομέλεια για να μπορούν να είναι όλοι οι εργαζόμενοι δικαιούχοι. Για να τις επαναλάβουμε αυτές τις πρακτικές, προγραμματίζουμε με τους κοινωνικούς εταίρους, μέσα από διάλογο, να καταλήξουμε σε ορισμένες πρακτικές μέσα από τις οποίες η εφαρμογή των συλλογικών θα μπορεί να λειτουργεί ως προϋπόθεση των παραμέτρων της οικονομικής δραστηριότητας, καθώς και με τη μορφή κινήτρων για περαιτέρω συλλογικών συμβάσεων».
Ο υπουργός Εργασίας, συνεχίζοντας, σημείωσε πως «μέσα από τη συζήτηση αυτή θα μπορέσει να αξιοποιηθεί το πλαίσιο των δυνατοτήτων, για την επάρκεια των μισθών. Η ενίσχυση της επάρκειας των μισθών, για κράτη που δεν έχουν την έκταση της εφαρμογής συλλογικών συμβάσεων να φτάνει στο ποσοστό που προνοεί η οδηγία, να προωθείται μέσα από άλλες δυνατότητες, όπως αυτές που παρέχονται από τη θεσμοθέτηση του Εθνικού Κατώτατου Μισθού, που γίνεται στην Κύπρο. Στη χώρα μας ένας μηχανισμός που διαχρονικά προστατεύει την αξία των μισθών από την αύξηση του κόστους ζωής, είναι η Αυτόματη Τιμαριθμική Αναπροσαρμογή. Διαχρονικά, όπως έχει αναδειχθεί, έχει λειτουργήσει ως ευλογία για τους εργαζόμενους. Θέλουμε η ΑΤΑ να συνεχίσει να είναι υπέρ των εργαζομένων και θέλουμε να τη θωρακίσουμε και να την εκσυγχρονίσουμε».
Ο κ. Παναγιώτου, καταλήγοντας, σημείωσε πως «αυτό σε συνάρτηση με τα προηγούμενα, θα μας οδηγήσει στο επιθυμητό που είναι η επάρκεια των μισθών. Διαπιστώσαμε ότι καταγράφεται αύξηση των εργαζομένων που βρίσκονται στη μεσαία τάξη και στόχος μας είναι να αυξηθούν περισσότερο όσοι εντάσσονται στη μεσαία τάξη και να μειωθούν όσοι είναι στη χαμηλή τάξη».
Από πλευράς του, ο γενικός διευθυντής του Υπουργείου Εργασίας, Κώστας Χατζηπαναγιώτου, απαντώντας σε ερωτήσεις, επεσήμανε πως «η οδηγία είναι υπό εξέταση στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, δεν είναι θέμα για το οποίο είτε παγοποιήθηκε είτε τέθηκε στο πλάι η εναρμόνισή μας με την οδηγία. Έχουν γίνει διαδικασίες εσωτερικά, έχουμε συνεργασία με τη Νομική Υπηρεσία για σκοπούς εναρμόνισης. Είμαστε στα τελικά στάδια που θα πάει στη Νομική Υπηρεσία τελικό κείμενο και μετά στο Υπουργικό Συμβούλιο. Η διαδικασία ακολουθήθηκε για τη διαβούλευση. Για το πλάνο και τον οδικό χάρτη, θα γίνει αμέσως μετά, δεν θα υπάρξει εφαρμογή της οδηγίας χωρίς να υπάρχει πλάνο. Ο στόχος είναι να φτάσει στο 80% το πλάνο της Κυβέρνησης. Για φορολογικά κίνητρα, δεν περιλαμβάνει αυτά τα δεδομένα μέσα».
Ζητούν εφαρμογή της οδηγίας οι εργαζόμενοι
Από πλευράς της, η γενική γραμματέας της ΠΕΟ, Σωτηρούλα Χαραλάμπους, επεσήμανε πως υπάρχει πρόβλημα, επειδή υπάρχει μία οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και υποχρεώνει τα κράτη μέλη με συγκεκριμένες υποχρεώσεις και έπρεπε να εφαρμοστεί από τον περασμένο Νοέμβριο. Η κ. Χαραλάμπους επεσήμανε, δε, ότι δεν είναι τυχαία στο φαινόμενο ένας στους δύο εργαζόμενους στην Κύπρο δεν καλύπτεται από συλλογικές συμβάσεις, σε σχέση με το 85-90% που ίσχυε πριν κάποια χρόνια και υπέδειξε πως τα προηγούμενα χρόνια ακολουθήθηκε μία πολιτική, που είχε στόχο ότι πρέπει να βγει από τη μέση, όσο το δυνατό γίνεται, η συλλογική διαπραγμάτευση και να γίνουν ατομικές συμβάσεις.
«Δυστυχώς βρισκόμαστε σε πολλαπλά φαινόμενα απορρύθμισης. Καταγγέλλουμε το φαινόμενο των ενοικιαζόμενων εργαζομένων. Το πρώτο που πρέπει να κάνουμε είναι να αναγνωρίσουμε το πρόβλημα. Πρέπει να δούμε πως επενεργούμε σε αυτό. Ακούγεται πως ως συντεχνίες δεν μπορούμε να οργανώσουμε τον κόσμο, όμως πρέπει να δούμε τις αντικειμενικές πραγματικότητες και να σταθούμε σε αυτές. Υπάρχουν παραπλανητικές τοποθετήσεις, ότι θέλουμε να ανατρέψουμε το σύστημα και να επιβάλουμε τις συλλογικές συμβάσεις. Εμείς εκείνο που ζητούμε είναι ότι από την ώρα που υπογράφουμε συλλογικές συμβάσεις, ως ο συλλογικός φορέας, αναλαμβάναμε τη δέσμευση να την εφαρμόσουμε».
Η κα. Χαραλάμπους επεσήμανε, δε, ότι αυτό που ζητούν είναι να γίνεται σεβαστό το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης. «Σε ένα κλάδο όπως οι οικοδομές, ο ένας να πληρώνεται με τις συλλογικές συμβάσεις και ο άλλος με ό,τι θέλει ο εργοδότης. Εμείς ζητούμε παρέμβαση του κράτους για να υπάρχει ισορροπία. Το σύστημα είναι ελεύθερο, όμως το κράτος έχει εργαλεία αν θέλει να βοηθήσει. Πρέπει να κάνει οδικό χάρτη με συγκεκριμένα μέτρα. Οι δημόσιες συμβάσεις είναι το πρώτο και να μπει η υποχρέωση για να υπάρχουν συλλογικές συμβάσεις. Υπάρχει για τον κατασκευαστικό τομέα όμως για άλλους τομείς δεν υπάρχει. Πρέπει να υπάρχει συλλογική σύμβαση για τα κινήτρων. Σε αυτή τη διαδικασία μπαίνει το ζήτημα εργαζομένων από τρίτες χώρες. Χρειάζεται η πολιτεία να λάβει μέτρα».
Ο γενικός γραμματέας της ΣΕΚ, Ανδρέας Μάτσας, στη δική του τοποθέτηση, υπέδειξε πως ο κοινωνικός διάλογος δεν είναι αφηρημένη έννοια, αλλά κάτι δομημένο που γίνεται στο εργατικό σώμα και όταν υπάρχει νομοσχέδιο καταλήγει στη Βουλή. Αναφορικά με το θέμα των συλλογικών συμβάσεων, υπέδειξε πως πρέπει να συζητηθεί στο πλαίσιο του κοινωνικού διαλόγου.
«Δεν μιλούμε για συλλογικές συμβάσεις γενικά, αλλά για να πετύχουμε την ευρωπαϊκή οδηγία. Υπάρχουν και κακές πρακτικές, όχι μόνο καλές πρακτικές. Είμαστε ένα από τα κράτη μέλη που δεν έχουμε εφαρμόσει τη συγκεκριμένη οδηγία. Παρά το γεγονός ότι έχει γίνει εν μέρει διάλογος στο εργατικό σώμα, είναι ακόμη ανοιχτό το θέμα. Είναι ένα πρόβλημα που καλούμαστε να διαχειριστούμε στα διάφορα σώματα που συμμετέχουμε σε ευρωπαϊκό επίπεδο».
Ο κ. Μάτσας, συνεχίζοντας, υπέδειξε πως «υπάρχει μία άλλη δέσμευση που είναι εξίσου σημαντική, στη βάση της υποχρέωσης για την οδηγία, που αφορά στην υποχρέωση των κρατών μελών να συζητήσουν με τους συλλογικούς εταίρους την στρατηγική για να εφαρμοστεί στην πράξη η οδηγία. Αυτό είναι αδρανές ακόμη. Ως ΣΕΚ καταθέσαμε συγκεκριμένες εισηγήσεις πολιτικής, αλλά δεν έχουμε απάντηση από την Κυβέρνηση για τις προθέσεις της. Εκφράζουμε ανησυχία επειδή θεωρούμε ότι υπάρχει καθυστέρηση λόγω της διαδικασίας που βρίσκεται σε εξέλιξη από τη Δανία και τη Σουηδία, που προσέβαλαν την οδηγία. Το θέμα των συλλογικών συμβάσεων δεν είναι νομικό είναι πολιτικό. Θα πρέπει να τρέξουν οι διαδικασίες για επέκταση των συλλογικών συμβάσεων. Οι πρόνοιες των συλλογικών συμβάσεων συνδέονται με τις μεταρρυθμίσεις που τρέχουν το επόμενο διάστημα. Η επέκταση των συλλογικών συμβάσεων δεν αφορά συγκεκριμένες ομάδες εργαζομένων».
Από πλευράς του, ο πρόεδρος της ΔΕΟΚ, Στέλιος Χριστοδούλου, σημείωσε πως «το σκεπτικό της οδηγίας είναι ότι τόσο στην ΕΕ όσο και στην Κύπρο υπάρχει απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, οι εργαζόμενοι είναι σε δυσμενείς θέσεις από ό,τι προηγουμένως, άρθρα στις συμβάσεις είναι υπό αμφισβήτηση και δεν απολαμβάνουν το κέρδος που υπάρχει. Μειώνεται το ΑΕΠ, οι καταθέσεις των νοικοκυριών μειώνονται και οι καταθέσεις των εργοδοτών αυξάνονται. Υπάρχουν νοικοκυριά στο όριο της φτώχειας και πρέπει να βρεθεί μία λύση. Η λύση είναι η ευρωπαϊκή οδηγία».
Ο κ. Χριστοδούλου, στην τοποθέτησή του, επεσήμανε πως «αυτή τη στιγμή είμαστε σε μία ενιαία αγορά, στην πατρίδα μας ακόμη πιο εύκολα μπορούν να έρθουν εργάτες από τρίτες χώρες, μέσω των πολιτικών της Κυβέρνησης και όλα αυτά συνθέτουν ένα σκηνικό που ο εργοδότης δεν είναι διατεθειμένος να πληρώσει τους πλήρεις μισθούς. Για δύο χρόνια διαβουλευόμασταν με την Κυβέρνηση για να αλλάξει τους μισθούς και όποιος εργοδότης φέρνει ξένους εργάτες θα πρέπει να εφαρμόζει συλλογικές συμβάσεις. Το αγνόησε η Κυβέρνηση και θεωρούμε ότι θα πρέπει να δώσει τις προθέσεις της η Κυβέρνηση. Δεν πρέπει να υπάρχει ελαστική δαπάνη. Θα πρέπει να δίνεται δίκαια ο πρέπων μισθός. Αναμένουμε από το Υπουργείο, όταν οι εργοδότες έχουν έκδηλα λανθασμένες θέσεις, να λαμβάνει θέση».
Η εκπρόσωπος της συντεχνίας Ισότητα, Ευγενία Ευσταθίου, εξέφρασε τη δυσαρέσκειά της, για το γεγονός ότι δεν κλήθηκαν σε διαβούλευση και διάλογο για το συγκεκριμένο θέμα. «Γίνεται στη Βουλή η διαβούλευση και πηγαίνουν πίσω τα νομοσχέδια. Δεν μπορούν να αποκλείονται οργανώσεις. Το δεύτερο είναι για το πόσο εύθραυστο είναι η εφαρμογή συλλογικής σύμβασης. Δεν είναι ότι υπάρχει πρόβλημα στην εκπροσώπηση, υπάρχει μεγάλο πρόβλημα να θεωρούν δεδομένο ότι δεν θα υπάρχει αντίδραση από τους εργαζόμενους. Αν βγάλουμε την παράμετρο από τη μέση, ακόμη και να υπάρχει συλλογική σύμβαση δεν μπορούμε να ελέγχουμε την εφαρμογή της».
Η θέση των εργοδοτών
Ο εκπρόσωπος της ΟΕΒ, Πολύβιος Πολυβίου, στη δική του τοποθέτηση, επεσήμανε πως το δικαίωμα της οργάνωσης για τους εργαζόμενους κατοχυρώνεται από το Σύνταγμα, ενώ το 2012 ψηφίστηκε ο νόμος για την οργάνωση των εργαζομένων. «Υπάρχει το νομοθετικό πλαίσιο που καλύπτει τα δικαιώματα των εργαζομένων. Ο κώδικας υπάρχει εδώ και δεκαετίες. Θεωρούμε πως το σύστημα που έχουμε σήμερα είναι επιτυχημένο και παρέχει ευελιξία, ειδικά σε περιόδους κρίσεως να μπορούν να υπάρχουν συναρμολογήσεις συμβάσεων. Αυτό έγινε το 2013, λήφθηκαν μέτρα, ξεπεράστηκε η κρίση και έγινε αποκατάσταση αποκοπών σε μισθούς και ωφελήματα».
Ο κ. Πολυβίου πρόσθεσε, παράλληλα, ότι «η ευελιξία στο σύστημα μας επέτρεψε να ξεπεράσουμε την κρίση. Για την ευρωπαϊκή οδηγία, να αναφέρουμε ότι υπήρξε η σύσταση επιτροπής εμπειρογνωμόνων και βλέπουμε ότι υπάρχει διαφορετική οδηγία από αυτό που ακούμε στο διάλογο. Δεν είναι υποχρεωτικός ο στόχος που πρέπει να επιτευχθεί. Η Δανία διαφώνησε με την οδηγία και άσκησε έφεση, με την υποστήριξη της Σουηδίας».
Καταλήγοντας, ο κ. Πολυβίου σημείωσε πως «για μας, αν πρέπει να υπάρχει νομοθετική ρύθμιση, πρέπει να αφορά στη ρύθμιση των απεργιών σε ουσιώδεις υπηρεσίες, που θα διασφαλίζεται η ασφάλεια των πολιτών της δημοκρατίας, ειδικά σε περιπτώσεις απεργιών σε νοσηλευτήρια που έθεσαν σε κίνδυνο τη ζωή συμπολιτών μας ή διακοπή ηλεκτρικού ρεύματος».
Η τοποθέτηση για λήψη απεργιακών μέτρων, που έθεσαν σε κίνδυνο ανθρώπινες ζωές, προκάλεσε την έντονη ενόχληση τόσο της ΣΕΚ όσο και της ΠΕΟ, που κάλεσαν τον εκπρόσωπο της ΟΕΒ να ανακαλέσει.
Στην τοποθέτησή του, ο λειτουργός του Τμήματος Εργασιακών Σχέσεων, Κοινωνικής Πολιτικής και Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού του ΚΕΒΕ, κ. Ανδρέας Αλέξη, αρχικά επεσήμανε ότι το Υπουργείο Εργασίας, με τη συμμετοχή εκπροσώπων από συναρμόδια Υπουργεία Εργασίας κρατών-μελών της ΕΕ, διοργάνωσε στη Λάρνακα, τον Μάιο, διήμερο σεμινάριο με θέμα: «Mutual Learning Event on Structured Dialogue for Collective Bargaining and Collective Agreements».
Μεταξύ των συμπερασμάτων του σεμιναρίου, διαπιστώθηκε ότι, πλην οκτώ κρατών, τα υπόλοιπα παρουσιάζουν ποσοστά κάλυψης με συλλογικές συμβάσεις κάτω του 80%. Όπως ανέφερε ο κ. Αλέξη, το ΚΕΒΕ μελέτησε πρακτικές που υιοθετήθηκαν από άλλα κράτη για την ενίσχυση των συλλογικών συμβάσεων. Στην περίπτωση της Κύπρου, παρατηρείται ότι ήδη εφαρμόζονται αυξημένα μέτρα προς αυτή την κατεύθυνση από το Υπουργείο Εργασίας.
Ενδεικτικά, ανάφερε πως στο Πλαίσιο Εργοδότησης Ξένου Εργατικού Δυναμικού, προβλέπεται δυνατότητα εισαγωγής αλλοδαπών εργαζομένων σε ποσοστό 30%, ενώ για ποσοστό 50% απαιτείται ύπαρξη συλλογικής σύμβασης. Το μέτρο αυτό, όπως σημείωσε, οδηγεί ορισμένες επιχειρήσεις ετσιθελικά και κατ’ ανάγκην σε υπογραφή συλλογικών συμβάσεων, προκειμένου να διασφαλίσουν την επιχειρησιακή τους βιωσιμότητα σε συνθήκες πλήρους απασχόλησης και σοβαρής έλλειψης εργατικού δυναμικού.
Αναφορικά με την Οδηγία για τους Επαρκείς Κατώτατους Μισθούς, επισημάνθηκε ότι δεν προβλέπεται υποχρέωση ύπαρξης συλλογικών συμβάσεων για τη σύναψη δημόσιων συμβάσεων – ενώ στην Κύπρο απαιτείται για την οικοδομική βιομηχανία. Παράλληλα, σε περιπτώσεις ύπαρξης συλλογικής σύμβασης, οι όροι της θα πρέπει να εφαρμόζονται εξίσου και στο αλλοδαπό προσωπικό.
Τα γενικά μέτρα που έχουν υιοθετηθεί από τα κράτη μέλη της ΕΕ για την ενίσχυση της συλλογικής διαπραγμάτευσης περιλαμβάνουν ενίσχυση της ικανότητας των κοινωνικών εταίρων, θέσπιση μηχανισμών παρακολούθησης και επιθεώρησης, εκστρατείες ενημέρωσης για τα οφέλη των συλλογικών συμβάσεων κ.ά.
Σχετικά με τη μεταφορά της Οδηγίας (ΕΕ) 2022/2041, ο κ. Αλέξη τόνισε τέσσερα βασικά σημεία από την Έκθεση της Ομάδας Εμπειρογνωμόνων:
- Οι συλλογικές διαπραγματεύσεις δεν καταλήγουν απαραίτητα σε σύναψη συλλογικής σύμβασης.
- Οι συμβάσεις πρέπει να συμμορφώνονται με τη Σύσταση 91 της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας, δεσμεύοντας αποκλειστικά μόνο τα συμβαλλόμενα μέρη.
- Το όριο του 80% αποτελεί δείκτη ενεργοποίησης υποχρεώσεων του άρθρου 4(2) της Οδηγίας και όχι υποχρεωτικό στόχο. Επιβάλλεται προσπάθεια και όχι επίτευξη αποτελέσματος.
- Για τις δημόσιες συμβάσεις, δεν απαιτείται ύπαρξη συλλογικής σύμβασης από τα ενδιαφερόμενα μέρη.
Ολοκληρώνοντας, ο κ. Αλέξης κάλεσε το συνδικαλιστικό κίνημα να σταματήσει αυτή τη στιγμή τη διαστρέβλωση του πνεύματος της Οδηγίας με σκοπό την ενίσχυση της οργανωτικής του πυκνότητας. Αντιθέτως, κάλεσε σε στοχασμό επί των πραγματικών αιτίων της φθίνουσας συνδικαλιστικής συμμετοχής, η οποία, όπως επισημάνθηκε στο σεμινάριο, είναι πανευρωπαϊκό φαινόμενο.
Συγκεκριμένα, οι βασικές αιτίες της αποδυνάμωσης της συνδικαλιστικής συμμετοχής περιλαμβάνουν την άνοδο της εργασίας μέσω πλατφορμών και της αυτοαπασχόλησης, που στερούν από τους εργαζόμενους την κάλυψη μέσω συλλογικών συμβάσεων, τη γενικευμένη πτώση της κάλυψης από συλλογικές συμβάσεις, γεγονός που αποθαρρύνει τη συμμετοχή και τις κοινωνικοοικονομικές μεταβολές στην αγορά εργασίας, όπως η αυξημένη ευελιξία και η διαφοροποίηση της απασχόλησης, που επιδρούν αποσταθεροποιητικά στην παραδοσιακή συνδικαλιστική δομή.
Καταληκτικά, ο κ. Αλέξης υπογράμμισε την ανάγκη προσεκτικής στάθμισης στην εφαρμογή της Οδηγίας, επισημαίνοντας ότι θα πρέπει να αναμένεται η εξέλιξη της δικαστικής προσφυγής της Δανίας, καθώς, με βάση και τη σχετική γνωμοδότηση του Γενικού Εισαγγελέα της Κυπριακής Δημοκρατίας, κ. Νίκου Αιμιλίου, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ακύρωσης της Οδηγίας από το ΔΕΕ – γεγονός που θα καθιστούσε ενδεχομένως μη αναστρέψιμες τις συνέπειες εφαρμογής δεσμευτικών μέτρων στη χώρα.
Από πλευράς του, ο γενικός γραμματέας της ΠΟΒΕΚ, Στέφανος Κουρσάρης, επεσήμανε πως «ως εργοδοτική οργάνωση απαιτούμε τη συμμετοχή μας στο εργατικό σώμα. Θα πρέπει να ακούγεται και η φωνή των εργοδοτικών επιχειρήσεων. Είμαστε υπέρ των συλλογικών συμβάσεων».