Απορρίφθηκε την Τρίτη από το Εφετείο Κύπρου η έφεση του Υπουργείου Παιδείας και του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, σε σχέση με την καταδικαστική απόφαση του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, που αφορούσε διαδοχικές ετήσιες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών μεταξύ δύο μουσικών εργαζομένων και του αρμόδιου Υπουργείου.
Συγκεκριμένα, οι αιτητές-εφεσίβλητοι, είναι πτυχιούχοι εκπαιδευτικοί μουσικής και άρχισαν να διδάσκουν στα Μουσικά Σχολεία, από το 2009 και το 2012, αντίστοιχα.
Από το έτος 2012 συνάπτονταν, διαδοχικές ετήσιες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών μεταξύ των εφεσιβλήτων και του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού.
Με την εκκαλούμενη απόφαση, αναγνωρίστηκε από το Πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δυνάμει του Άρθρου 7(1) του περί Εργοδοτούμενου με Εργασία Ορισμένου χρόνου (Απαγόρευση Δυσμενούς Μεταχείρισης) Νόμου (Ν.98(Ι)/ 2003) («ο Νόμος»), οι εφεσίβλητοι κατέστησαν εργοδοτούμενοι αορίστου χρόνου και ότι η αναγνώριση του δικαιώματος τους αυτού, ισχύει για τον εφεσίβλητο 1 από τις 4 Ιουνίου του 2015 και για την εφεσίβλητη 2 από τις 8 Αυγούστου του 2015.
Σύμφωνα με την απόφαση του Εφετείου «λαμβάνοντας υπόψη τις περιστάσεις της παρούσας έφεσης, καταλήγουμε ότι δεν αποτελεί προδήλως αβάσιμη έφεση, παρά το ότι θεωρούμε ότι η ορθότερη δικονομική προσέγγιση θα ήταν η αποσύνδεση των εκδικασθεισών αιτήσεων από το πρωτόδικο Δικαστήριο, η συνεπακόλουθη ξεχωριστή απόφαση για κάθε αίτηση, καθώς και η καταχώριση ξεχωριστών εφέσεων από την εφεσείουσα για κάθε αιτητή».
Όπως αναφέρει το Εφετείο «στη βάση αναντίλεκτων γεγονότων, αλλά και σαφών προνοιών της κρίσιμης νομοθεσίας, το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε κατ’ ουσία άλλη λελογισμένη επιλογή, παρά να καταλήξει στα επίδικα ευρήματα, με αποτέλεσμα, ως εξ αυτών, το βάρος απόδειξης να μετατεθεί στους εφεσείοντες, ώστε να αποδείξουν ότι η επίμαχη σύμβαση δεν μπορούσε να μετατραπεί σε αορίστου χρόνου, εξαιτίας αντικειμενικών λόγων που δικαιολογούσαν απασχόληση ορισμένης διάρκειας».
Επίσης, αναφέρει ότι «υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, η επίκληση από πλευράς εφεσειόντων αντικειμενικών λόγων, οι οποίοι, όπως διαφαίνεται στηρίζονται αποκλειστικά στο ότι η ανανέωση των επίδικων συμβάσεων γίνεται με σκοπό την κάλυψη προσωρινών αναγκών, δεν θα μπορούσε να οδηγήσει στην κατάληξη ότι δικαιολογείται η μη θεώρηση των επίδικων συμβάσεων ως συμβάσεων αορίστου διαρκείας».
Εξάλλου, το Εφετείο αναφέρει ότι δεν διαπιστώνει στην παρούσα υπόθεση εξειδίκευση από πλευράς εφεσειόντων, ιδιαίτερων περιστάσεων οι οποίες να συνηγορούν υπέρ της ύπαρξης αντικειμενικών λόγων, οι οποίοι να οδηγούσαν, υπό τις περιστάσεις σε διαφορετική πρωτόδικη κατάληξη, σύμφωνα με την πιο πάνω ανάλυση από το Δικαστήριο Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ).
Τονίζει, εντούτοις, ότι προκύπτει από τα πιο πάνω λεχθέντα από το ΔΕΕ ότι η κάθε περίπτωση πρέπει να κρίνεται με τα δικά της ιδιαίτερα περιστατικά.
Αναφορικά με το παράπονο των εφεσείοντων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν συνυπολόγισε σε σχέση με το πιο πάνω εύρημά του, το ότι οι επίδικες συμβάσεις διακόπτονταν για εκάστη σχολική χρονιά για τρεις μήνες, το ότι οι εφεσίβλητοι γνώριζαν ότι η κάθε σύμβαση είχε περιορισμένη διάρκεια και το ότι η απασχόλησή τους δεν ήταν επί καθημερινής βάσεως, το Εφετείο υποστήριξε πως δεν θεωρεί ότι οι συγκεκριμένες αιτιάσεις «εμπίπτουν εντός της έννοιας του νομικού σημείου».
« Ειδικότερα», σημειώνει, «δεν δεικνύουν ότι η άποψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί πρωτογενών θεμάτων δεν μπορεί ευλόγως να υποστηριχθεί».