Αντισυνταγματικό καθ’ ολοκληρίαν έκρινε το νόμο, που αφορά στη Συλλογική Διαχείριση των Δικαιωμάτων Πνευματικής Ιδιοκτησίας, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, το οποίο γνωμάτευσε ότι ο εν λόγω νόμος του 2024 παραβιάζει τα Άρθρα 23, 26 και 179.1 του Συντάγματος.
Υπενθυμίζεται ότι ο νόμος περί της Συλλογικής Διαχείρισης Δικαιωμάτων Πνευματικής Ιδιοκτησίας και Συγγενικών Δικαιωμάτων, καθώς και για τη Χορήγηση Πολυεδαφικών Αδειών για Επιγραμμικές Χρήσεις Μουσικών Έργων, εγκρίθηκε από την Ολομέλεια της Βουλής στις 11 Ιουλίου του 2024 και είχε ως στόχο την βελτίωση του υφιστάμενου νομοθετικού πλαισίου σε σχέση με την επιβολή και είσπραξη χρεώσεων από τους οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης, καθώς και στην άσκηση εποπτείας και ελέγχων από την Αρχή Πνευματικής Ιδιοκτησίας και Συγγενικών Δικαιωμάτων.
Ο νόμος, ωστόσο, ο οποίος ήταν προϊόν πρότασης νόμου, αναπέμφθηκε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Νίκο Χριστοδουλίδη, αφού σύμφωνα με την αναπομπή η νομοθεσία είναι αντίθετη με το άρθρο του 16 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την αρχή της ισότητας και την αρχή της διάκρισης των εξουσιών.
Η σημερινή απόφαση της Ολομέλειας του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου, η οποία είναι ομόφωνη, αναφέρει ότι ο υπό αναφορά Νόμος, παραβιάζει τα Άρθρα 23 και 26 του Συντάγματος και κατ’ ακολουθίαν το Άρθρο 179.1 και κρίνεται «καθ’ ολοκληρίαν ως αντισυνταγματικός».
Εξάλλου, η παρούσα γνωμάτευση του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου έχει ήδη κοινοποιηθεί στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και στη Βουλή των Αντιπροσώπων, σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 140.2 του Συντάγματος.
Το πνευματικό δικαίωμα
Όπως αναφέρει στην απόφασή του το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, τα πνευματικά δικαιώματα αναφέρονται σε άυλα αντικείμενα, τα οποία προκύπτουν ως αποτέλεσμα διανοητικής ιδιοκτησίας και συνεπώς, τα πνευματικά δικαιώματα που προστατεύονται έχουν καταρχάς χαρακτήρα πρωτότυπης πνευματικής δημιουργίας (επιστημονικά, φιλολογικά, μουσικά, καλλιτεχνικά έργα, ταινίες, βάσεις δεδομένων, φωνογραφήματα, εκπομπές, δημοσιεύσεις προτέρως αδημοσίευτων έργων).
Το δικαίωμα της πνευματικής ιδιοκτησίας, σημειώνει, είναι κατά γενικό κανόνα απόλυτο και αποκλειστικό, αναφέρει στην απόφαση του το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, το οποίο σημειώνει πως «είναι απόλυτο, διότι στρέφεται έναντι πάντων (erga omnes) και αποκλειστικό, διότι ο δικαιούχος έχει καταρχήν την εξουσία να απαγορεύει κάθε χρήση ή εκμετάλλευση του έργου από τρίτους, εκτός αν υφίσταται αντίθετη συμφωνία, ή άλλος λόγος που υπαγορεύει την ανοχή της χρήσης, ενδεχομένως έναντι καταβολής εύλογης αμοιβής».
Προσθέτει, επίσης, ότι ως αποτέλεσμα, η τέλεση πράξης η οποία ελέγχεται από δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας χωρίς την προηγούμενη άδεια του δικαιούχου, παρέχει στον τελευταίο, αγώγιμο δικαίωμα όχι μόνο για αποζημιώσεις αλλά και για την έκδοση απαγορευτικού διατάγματος (Άρθρο 13 του Νόμου του 1976).
Επιπρόσθετα, σημειώνει ότι το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας έχει απεριόριστο χαρακτήρα διότι, τηρουμένων συγκεκριμένων περιορισμών εκ του νόμου, καλύπτει κάθε εξουσία περιουσιακής ή προσωπικής φύσης.
Το συγγενικό δικαίωμα
Παράλληλα, τυγχάνουν ανάλογης προστασίας και τα λεγόμενα «συγγενικά δικαιώματα» («related rights»).
Σύμφωνα με το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, αυτά «έχουν ως αντικείμενο όχι το έργο του πνεύματος αυτό καθαυτό αλλά συγκεκριμένες εισφορές που σχετίζονται ή έχουν ομοιότητες με την πνευματική δημιουργία. Τέτοιες εισφορές είναι η ερμηνεία – εκτέλεση καθώς και η οικονομική επένδυση σε ένα έργο».
Πρόκειται για συγκεκριμένες εξουσίες, λέει το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, που προβλέπονται ειδικώς και περιοριστικώς στο νόμο και δεν έχουν τον απεριόριστο, ως άνω, χαρακτήρα της πνευματικής ιδιοκτησίας αφού το περιεχόμενο τους ρυθμίζεται επακριβώς από τον νομοθέτη.
Όπως ορίζεται στο Άρθρο 3(1)(γ)(i) του Νόμου του 1976 οι περί προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας διατάξεις εφαρμόζονται αναλόγως επί των συγγενικών δικαιωμάτων. Με άλλα λόγια, το συγγενικό δικαίωμα, τηρουμένων διαφορών που δεν είναι του παρόντος, τυγχάνει ανάλογης προστασίας με το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας.
Ειδικότερα, παρέχει την εξουσία του απαγορεύειν ή επιτρέπειν και ο δικαιούχος συγγενικού δικαιώματος διατηρεί πάντοτε το δικαίωμα αμοιβής ως αντάλλαγμα για την παραχώρηση εκ μέρους του της σχετικής άδειας.
Υπάρχουν, όμως, περιπτώσεις που το δικαίωμα δεν παρέχει εξουσία περιουσιακής φύσης προς απαγόρευση ή άλλως, προληπτική παρέμβαση, αλλά αναγνωρίζεται μόνο ως ενοχικό δικαίωμα εύλογης αμοιβής εκ μέρους του χρήστη προς τον δικαιούχο. Πρόκειται για τον λεγόμενο εκφυλισμό ή σχετικοποίηση του συγγενικού δικαιώματος.