Αντιφατικά λειτουργούσε το Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων κατά παράβαση των αρχών της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης σε περίπτωση λήπτη σύνταξης ανικανότητας, όπως έκρινε το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο σε απόφασή του την Τετάρτη.
Συγκεκριμένα το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, στο πλαίσιο της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του, έκανε αποδεκτή έφεση κατά απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου λήπτη σύνταξης ανικανότητας, η οποία είχε διακοπεί μετά από επανεξέτασή του από ιατροσυμβούλιο το 2016.
Ο εφεσείων, οικοδόμος στο επάγγελμα, λάμβανε σύνταξη ανικανότητας από 20 Ιανουαρίου, 2010, σε ποσοστό 75% κατόπιν εξέτασης από Ιατροσυμβούλιο. Το 2012 το Ιατροσύμβουλιο τον εξέτασε εκ νέου και κατόπιν απόφασή τους που τον έκρινε ικανό για εργασία, ο Διευθυντής Κοινωνιών Ασφαλίσεων τερμάτισε τη σύνταξή του.
Μετά από προσφυγή που καταχώρησε Δευτεροβάθμιο Ιατροσυμβούλιο τον εξέτασε και εξέδωσε πόρισμα στις 14 Φεβρουαρίου, 2013, κρίνοντας ότι αυτός ήταν ανίκανος για άσκηση ολικώς ή μερικώς του επαγγέλματός του ως οικοδόμου. Η Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, υιοθέτησε την πιο πάνω γνωμάτευση και ενέκρινε την παραχώρηση στον εφεσείοντα σύνταξης ανικανότητας, σε ποσοστό 75%.
Στις 18 Σεπτεμβρίου, 2014 και στις 9 Ιουλίου, 2015, ο εφεσείοντας εξετάστηκε εκ νέου από Ιατρικό Συμβούλιο, το οποίο διέγνωσε ότι αυτός ήταν ικανός για άσκηση του επαγγέλματος του οικοδόμου. Ο Διευθυντής υιοθέτησε την πιο πάνω γνωμάτευση και τερμάτισε τη σύνταξη ανικανότητας του εφεσείοντα από την 1η Αυγούστου, 2015. Ο τελευταίος καταχώρισε στις 2 Σεπτεμβρίου, 2015, ιεραρχική προσφυγή εναντίον της πιο πάνω απόφασης.
Εξετάστηκε στη συνέχεια και συγκεκριμένα στις 18 Φεβρουαρίου, 2016, από Δευτεροβάθμιο Ιατροσυμβούλιο, το οποίο έκρινε ότι αυτός ήταν ικανός για εργασία.
Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο αναφέρει στην απόφασή του ότι «σε όλες τις εκθέσεις, τα ιατρικά ευρήματα των Ιατροσυμβουλίων, σε σχέση με την κατάσταση του εφεσείοντα, ήταν περίπου τα ίδια».
Στα έγγραφα που τέθηκαν ενώπιον του, προσθέτει, «δεν εντοπίζονται στοιχεία που να καταδεικνύουν μεταβολή της κατάστασης του εφεσείοντα και συγκεκριμένα ότι υπήρξε βελτίωση της υγείας του, γεγονός που ενδεχομένως να δικαιολογούσε την αναθεώρηση της απόφασης της Διοίκησης».
Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο καταλήγει ότι «δεν έχει καταδειχθεί με βάση τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του, συμπεριλαμβανομένου και του διοικητικού φακέλου, ότι υπήρξε μεταβολή των πραγματικών συνθηκών στις οποίες στηρίχτηκε η προηγούμενη απόφαση για παροχή σύνταξης ανικανότητας, ούτως ώστε να δικαιολογούσε την αναθεώρηση από τη διοίκηση της παροχής σύνταξης στον εφεσείοντα».
Όπως αναφέρεται, καμία αιτιολογία δίδεται για την αλλαγή της στάσης της διοίκησης σε βάρος του διοικουμένου.
Τουναντίον, επισημαίνεται, «εκείνο που εντοπίζεται είναι αντιφατική στάση της διοίκησης άλλοτε να κρίνει τον εφεσείοντα ικανό και άλλοτε ανίκανο για εργασία, κατά παράβαση των αρχών της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης».
Σημειώνεται ότι «η αντιφατική συμπεριφορά της διοίκησης, venire contra factum proprium, προσβάλλει τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του πολίτη απέναντι της και μπορεί να στηρίξει την παρανομία της διοικητικής πράξης».
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο έκρινε ότι δικαιολογείται η παρέμβασή του και έκανε δεκτή την έφεση.