Αθώα κρίθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας η Επίτροπος Νομοθεσίας, Λουίζα Χριστοδουλίδου Ζαννέτου, σε σχέση με την κατηγορία που αντιμετώπιζε, για μη παροχή επαρκούς δείγματος σε έλεγχο αλκοτέστ, τον Ιανουάριο του 2024.
Η Επίτροπος, η οποία αρνήθηκε ενοχή, οδηγήθηκε σε ακρόαση στο Δικαστήριο αντιμετωπίζοντας την κατηγορία της αποφυγής παροχής ικανοποιητικού δείγματος εκπνοής, για τελική εξέταση κατά παράβαση των άρθρων 2, 7(1)(4) και 11 του περί Οδικής Ασφάλειας Νόμου του 1986 (174/86) και του άρθρου 20Α του περί Μηχανοκίνητων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου του 1972 (Ν. 86/1972), ως έχουν τροποποιηθεί.
Σύμφωνα με την εκδοχή της κατηγορούσας Αρχής, όπως αυτή αναδεικνύεται από τις λεπτομέρειες του αδικήματος επί του κατηγορητηρίου, η κ. Ζαννέτου στις 11 Ιανουαρίου του 2024, στην οδό Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, στη Λευκωσία, ενώ οδηγούσε το όχημά της της ζητήθηκε από Ειδικό Αστυφύλακας και εξουσιοδοτημένο χειριστής συσκευών προκαταρκτικών και τελικών ελέγχων αλκοόλης, να δώσει δείγμα εκπνοής για τελική εξέταση και άνευ ευλόγου αιτίας απέφυγε να παράσχει ικανοποιητικό δείγμα εκπνοής, ώστε να διαπιστωθεί κατά πόσο βρισκόταν υπό την επήρεια αλκοόλης, δηλαδή απέφυγε να παράσχει τέτοια ποσότητα εκπνοής η οποία θα εκρίνετο ικανοποιητική προς διενέργεια τελικής εξέτασης.
Ανακοινώνοντας την Τρίτη την απόφασή της, η Επαρχιακή Δικαστής, Γεωργία Καραμαλλή, είπε ότι δεν τεκμηριώθηκε στο Δικαστήριο ότι η κ. Ζαννέτου αρνήθηκε συνειδητά να συνεργαστεί ή ότι απέφυγε να δώσει επαρκές δείγμα, όπως της είχε αποδοθεί.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η διαδικασία ελέγχου δεν ακολουθήθηκε με τον ενδεδειγμένο τρόπο και ως εκ τούτου δεν στοιχειοθετήθηκε η κατηγορία σε βάρος της.
Όπως ανέφερε η κ. Καραμαλλή «η κατηγορούμενη κατάφερε να αποσείσει το βάρος απόδειξης, διασυνδέοντας επαρκώς τους προβαλλόμενους ιατρικούς λόγους με την αδυναμία της να παράσχει ικανοποιητικό δείγμα εκπνοής, για τελική εξέταση», ενώ σημείωσε πως η κατηγορούσα Αρχή «απέτυχε να αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας την κατηγορία που η κατηγορούμενη αντιμετωπίζει».
«Η κατηγορουμένη αθωώνεται και απαλλάσσεται από την κατηγορία που αντιμετωπίζει», είπε η Δικαστής διαβάζοντας την απόφασή της.
Σε σχέση με τα ευρήματα ως προς τα γεγονότα, που περιβάλλουν την υπόθεση, η Δικαστής είπε πως αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου ότι η κατηγορούμενη πάσχει από χρόνιο, επίμονο βρογχικό άσθμα με μόνιμη έκπτωση της εκπνευστικής ροής και ως εκ τούτου έχει μη ικανοποιητική εκπνευστική προσπάθεια και μειωμένες αναπνευστικές εφεδρείες.
Ανέφερε, επίσης, πως αποτελεί περαιτέρω εύρημα του Δικαστηρίου στη βάση της προσαχθείσας ιατρικής μαρτυρίας ότι το γεγονός ότι η κατηγορούμενη είναι καπνίστρια επιβαρύνει επιπλέον το έργο της εκπνευστικής προσπάθειας.
Επίσης, σημείωσε πως αποτελεί επιπρόσθετο εύρημα του Δικαστηρίου ότι «οι περιστάσεις υπό τις οποίες ζητήθηκε και έγινε προσπάθεια να παρασχεθεί δείγμα εκπνοής για τελική εξέταση, ήτοι ότι η νόσος της την συγκεκριμένη χρονική περίοδο βρισκόταν σε παρόξυνση, αφού ασθενούσε με βρογχίτιδα, το ότι εκτέθηκε σε συνθήκες κρύου αέρα, ότι ταλαιπωρήθηκε συναισθηματικά, αλλά και η κούραση και το κάπνισμα επηρέασαν περαιτέρω τη μέγιστη προσπάθεια και τον χρόνο εκπνοής, με αποτέλεσμα η κατηγορούμενη να μην είναι σε θέση να παράσχει ικανοποιητικό δείγμα εκπνοής, για σκοπούς τελικής εξέτασης, όπου απαιτείται συνεχής και έντονη εκπνοή αέρα, ώστε να συλλεγούν τα απαιτούμενα 1,2 λίτρα εκπνεόμενου αέρα για να υπάρχει ικανοποιητικό δείγμα».
Εξάλλου, σύμφωνα με τη Δικαστή, δεν έχει ικανοποιηθεί στον απαιτούμενο βαθμό ότι η μη παροχή ικανοποιητικού δείγματος στην προκειμένη περίπτωση οφείλεται σε ενέργειες τις κατηγορούμενης -και όχι στον τρόπο με τον οποίο ενήργησε ο Ειδικός Αστυφύλακας και εξουσιοδοτημένος χειριστής συσκευών προκαταρκτικών και τελικών ελέγχων αλκοόλης- κατά την διεξαγωγή της εξέτασης με το τράβηγμα προς τα πίσω της συσκευής και έχοντας κατά νου ότι ο έλεγχος διενεργείται στο δείγμα που λαμβάνεται από το βάθος των πνευμόνων κατά το τέλος της προσπάθειας του ατόμου, αφού συλλεγεί ο απαιτούμενος όγκος αέρα.