Την παύση του Γενικού Ελεγκτή, αλλά και τα όσα ακολούθησαν σχετικά με την αντικατάσταση του ΠτΔ, σχολιάζει ο Αβέρωφ Νεοφύτου.
Σημειώνει πως «καταγράψαμε με απογοήτευση την ελαφρότητα των προσώπων πίσω από τα θεσμικά αξιώματα και το ανησυχητικό έλλειμμα ικανότητας διαχείρισης κρίσεων από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας».
Το πλήρες κείμενο του κ. Νεοφύτου:
«Η παύση του Γενικού Ελεγκτή από την Ολομέλεια του Συνταγματικού Δικαστηρίου, εκτός από τις έντονες νομικές, θεσμικές και πολιτικές αναταράξεις που προκάλεσε, έφερε ξανά στην επιφάνεια τις αδυναμίες, τα κενά και τις θεσμικές ελλείψεις του Συντάγματος του 1960. Παρακολουθήσαμε όλοι τον τραγέλαφο που δημιούργησε η πολιτική απειλή του Ζαχαρία Κουλία ότι θα διόριζε Γενικό Ελεγκτή, όταν θα αναλάμβανε χρέη Προεδρεύοντος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Γίναμε όλοι μάρτυρες της αμηχανίας του πολιτικού συστήματος, του αιφνιδιασμού των θεσμικών και πολιτειακών αξιωματούχων, της αβεβαιότητας που προκάλεσε πρόσκαιρη αδυναμία λήψης αποφάσεων και αποδιοργάνωσε την τάξη στο κράτος. Καταγράψαμε με απογοήτευση την ελαφρότητα των προσώπων πίσω από τα θεσμικά αξιώματα και το ανησυχητικό έλλειμμα ικανότητας διαχείρισης κρίσεων από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Όμως το μεγαλύτερο πρόβλημα δεν είναι τα πρόσωπα, ούτε οι προθέσεις, οι φιλοδοξίες ή τα ελλείμματά τους, όσο σοβαρά κι αν παρακωλύουν τη λειτουργία της χώρας. Το πραγματικό πρόβλημα είναι οι θεσμικές αδυναμίες που προκύπτουν από τις αναχρονιστικές πρόνοιες του Συντάγματος. Ας γίνουμε πιο συγκεκριμένοι:
- Το 2024, στην εποχή του διαδικτύου, των έξυπνων κινητών, των σύγχρονων μεθόδων επικοινωνίας, είναι αδικαιολόγητο να απαιτείται αντικατάσταση του Προέδρου της Δημοκρατίας, όταν αυτός απουσιάζει στο εξωτερικό. Θεωρούμε, δηλαδή, ότι ο οποιοσδήποτε Πρόεδρος της Δημοκρατίας, με τα σημερινά μέσα και τις τεράστιες δυνατότητες διαρκούς επικοινωνίας, δεν μπορεί να εξασκεί τα καθήκοντα του, επειδή θα βρίσκεται εκτός Κύπρου; Εάν ρυθμίζαμε αυτό το απλό θέμα, δεν θα βιώναμε τα τραγελαφικά που συνέβησαν τις τελευταίες ημέρες.
Θα μπορούσαμε, αντί να προβλέπουμε ποιος αντικαθιστά τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας στα καθήκοντα του, να ρυθμίσουμε απλώς το ποιος θα τον εκπροσωπεί φυσικά εν τη απουσία του, ενώ ο Πρόεδρος θα συνεχίζει να ασκεί τα καθήκοντά του, είτε βρίσκεται στη χώρα, είτε όχι.
Προσπερνώ τον αντίλογο ότι ο συγκεκριμένος Πρόεδρος, ακόμα και όταν δεν απουσιάζει στο εξωτερικό, αντί να λαμβάνει αποφάσεις και να διαχειρίζεται αποφασιστικά τα προβλήματα της χώρας, περιορίζεται σε ρόλο παρατηρητή και σχολιαστή των εξελίξεων. Παραβλέπω επίσης ότι ο σημερινός Προέδρος παρέμεινε απαθής στη μεγάλη αυτή θεσμική κρίση και επέλεξε να κρυφτεί την ημέρα της ετυμηγορίας του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Δεν σχολιάζω ούτε τις ευθύνες που η κοινή γνώμη τού καταλογίζει για την κρίση αυτή και αφήνω ασχολίαστη τη γενικότερη αίσθηση ότι η στάση του διόγκωσε το πρόβλημα σε βαθμό επικίνδυνο. Η πρότασή μου αφορά τη διόρθωση των θεσμικών αναχρονισμών και ελλείψεων του Συντάγματος.
Εάν είχαμε τροποποιήσει το Σύνταγμά μας, εισάγοντας θεσμικούς ελέγχους –τα λεγόμενα checks and balances– ασφαλιστικές δικλείδες και θεσμικά αντίβαρα στις υπερεξουσίες του Προέδρου της Δημοκρατίας σε σχέση με τον διορισμό ανεξάρτητων αξιωματούχων, δικαστών και ρυθμιστικών αρχών, τα πράγματα θα ήταν εντελώς διαφορετικά. Καθιστώντας, για παράδειγμα, τη Βουλή των Αντιπροσώπων υπεύθυνη να αξιολογήσει τον φάκελο των προτεινόμενων για τα θεσμικά αξιώματα και να εγκρίνει το διορισμό τους μετά από συνέντευξη, κατά το πρότυπο της «ανάκρισης» από τη Γερουσία των ΗΠΑ των προτεινόμενων μελών του Υπουργικού Συμβουλίου ή τη διαδικασία ελέγχου από το Ευρωκοινοβούλιο των προτάσεων των χωρών για τη στελέχωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, δεν θα προκύψει ξανά η θεσμική αναταραχή των τελευταίων ημερών. Με τον τρόπο αυτό αφενός θα ενδυναμώσουμε τον ρόλο της Βουλής, που μεταφέρει την άποψη και τη βούληση του λαού, αφετέρου θα ελέγξουμε την ποιότητα των διορισμών και θα περιορίσουμε σύννομα και συνταγματικά την αναχρονιστική παντοδυναμία του επικεφαλής του κράτους.
- Ο αναπληρωτής του εκάστοτε Προέδρου της Βουλής, όπως σωστά αναφέρθηκε με αφορμή αυτή τη θεσμική κρίση, πρέπει να ψηφίζεται από τη Βουλή και να απολαμβάνει της διαρκούς εμπιστοσύνης της. Δεν είναι δυνατόν να διατηρηθεί το αυθαίρετο και ξεπερασμένο κριτήριο της ηλικίας, αντί για πιο αξιοκρατικά κριτήρια που πρέπει να ισχύουν για τους διορισμούς όλων των αξιωματούχων.
Όσο δεν αντιμετωπίζουμε δραστικά αυτές τις θεσμικές αρρυθμίες, θα βρισκόμαστε απέναντι σε δυσάρεστες καταστάσεις, όπως η πρόσφατη. Όσο δεν δρούμε με αποφασιστικότητα, τόσο θα αντιμετωπίζουμε πρωτοφανείς κρίσεις. Την τελευταία κρίση, που διογκώθηκε από το επικοινωνιακό και ταυτόχρονα ενοχικό «κρυφτούλι» του Προέδρου της Δημοκρατίας και ευτυχώς αποσοβήθηκε από τη φιλότιμη παρέμβαση της Προέδρου της Βουλής, θα την είχαμε προλάβει, αν υπήρχε η βούληση της κυβέρνησης να προβεί σε συγκροτημένη αναθεώρηση του Συντάγματος. Με επικοινωνιακές φωτοβολίδες περί ανανέωσης, οι οποίες είναι στην ουσία μια προσπάθεια της κυβέρνησης να απομακρύνει από τη θέση τους όσους δεν συμμορφώνονται στις υποδείξεις της, δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν τα θεσμικά αδιέξοδα. Με επικοινωνιακά παιχνίδια εξουσίας, τα οποία στερούνται ουσίας, σοβαρότητας και θεσμικότητας, ο τόπος δεν μπορεί να πάει μπροστά.
Παρά τον εσπευσμένο διορισμό του νέου Γενικού Ελεγκτή, η ηλικία του οποίου δυστυχώς μεταθέτει οποιαδήποτε μεταρρύθμιση της Ελεγκτικής Υπηρεσίας για μετά το 2036, δίνεται η ευκαιρία στο πολιτικό σύστημα του τόπου μας –την κυβέρνηση και τα κόμματα– να θεραπεύσει θεσμικές παθογένειες, μακριά από οποιαδήποτε προσπάθεια εξασφάλισης επικοινωνιακών και μικροπολιτικών κερδών. Η επίδειξη σοβαρότητας σε σχέση με τη ρύθμιση των θεσμικών ζητημάτων θα προσθέσει αξιοπιστία στο, εδώ και καιρό, καταρρακωμένο κύρος του πολιτικού συστήματος. Καθήκον όλων των πολιτικών είναι να ξανακερδίσουμε τη χαμένη εμπιστοσύνη της κοινωνίας των πολιτών, καταθέτοντας προτάσεις για την ουσία των πραγμάτων. Αυτό έκανα σε όλη μου την πολιτική διαδρομή και αυτό θα συνεχίσω να κάνω.
Παράλληλα, η συνεργασία του συνόλου του πολιτικού κόσμου για πραγματική παραγωγή πολιτικής πρέπει να επεκταθεί, ώστε να καλύψει κι άλλα, εξίσου ή και περισσότερο σοβαρά, ζητήματα. Ενδεικτικά επισημαίνω:
- Θητείες ανεξάρτητων αξιωματούχων.
- Συλλογικά Όργανα ή Μονοπρόσωπα.
- Οριοθέτηση και διαχωρισμός εξουσιών.
- Οριζόντια θέσπιση των checks and balances.
Κατά τη γνώμη μου, το πιο σημαντικό ζήτημα, όπως πολλές φορές έχω επισημάνει, είναι ότι έχουμε ένα Σύνταγμα, που οι ελάχιστες έστω δικλείδες ασφαλείας του, πηγάζουν από τη δικοινοτικότητα του πολιτεύματος. Με την απόσυρση των Τουρκοκύπριων από τις δομές του κράτους το 1964, ο εκάστοτε Πρόεδρος της Δημοκρατίας απέκτησε εξουσία αυτοκράτορα: ανεξέλεγκτη, σχεδόν απολυταρχική. Αυτή ήταν μία από τις βασικές αιτίες των μεγάλων προβλημάτων και κρίσεων, που πέρασε ο τόπος μας όλες αυτές τις δεκαετίες της σύγχρονης κυπριακής πολιτικής ζωής. Ο σημερινός Πρόεδρος της Δημοκρατίας εξέφρασε πριν από λίγο καιρό, απευθυνόμενος στον Οδυσσέα Μιχαηλίδη για το θέμα της θεσμικής ανασυγκρότησης της Ελεγκτικής Υπηρεσίας, την πρόθεση επικαιροποίησης του Συντάγματος. Ας περιλάβει η επικαιροποίηση αυτή και το θεσμικό αξίωμα που σήμερα ο ίδιος υπηρετεί. Αντιγράφω τα λόγια του: «Σε πολλά θέματα λειτουργούμε ακόμη με τους όρους του 1960 και είναι για αυτό τον λόγο που δεν μπορούμε να ανταποκριθούμε ως οφείλουμε και στις ανάγκες των πολιτών. Είμαστε στο 2024, πρέπει να προχωρήσει το κράτος, πρέπει να εκσυγχρονιστεί σε όλους τους θεσμούς». Εγώ συμφωνώ μαζί του. Ο ίδιος συμφωνεί με τον εαυτό του; Αν ναι, πότε και τι ακριβώς θα κάνει; Μας οφείλει απαντήσεις και κυρίως πράξεις. Ιδιαίτερα τώρα, που σε ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας παγιώνεται η αντίληψη της ακυβερνησίας από τη μία και της μάχης της εικόνας και εντυπώσεων από την άλλη».