Ειδική έκθεση για τη στέγαση της νεοσύστατης Διεύθυνσης Αδειοδότησης Ανάπτυξης (ΔΑΑ) του ΕΟΑ Λευκωσίας, εξέδωσε η Ελεγκτική Υπηρεσία.
Όπως αναφέρεται σε σχετική έκθεση, «το αρχικό πλάνο προνοούσε ότι οι ανάγκες στέγασης θα καλύπτονταν μέσω του κτηρίου πρώην ΣΥΛ (επί της Λεωφόρου Αθαλάσσας). Για το σκοπό αυτό το κτήριο βρισκόταν σε διαδικασία ανακαίνισης. Ξαφνικά (είναι αδιευκρίνιστο πότε ακριβώς λήφθηκε η απόφαση) διαφοροποιείται το αρχικό πλάνο και αποφασίζεται η ανέγερση επιπρόσθετου ορόφου και μιας αποθήκης.
Τότε η Αναθέτουσα Αρχή (ΑΑ) – πρώην ΣΥΛ, επικαλέστηκε κατεπείγουσα ανάγκη και προχώρησε σε διαπραγμάτευση χωρίς δημοσίευση, απευθείας με τον εργολάβο που εκτελούσε το έργο ανακαίνισης του κτηρίου. Υπό την πίεση του χρόνου η συμφωνία «έκλεισε» στο ποσό των €1,54 εκ., πολύ πιο κοντά στις απαιτήσεις του εργολάβου παρά με την εκτιμώμενη αξία και με χρόνο παράδοσης τις 20 ημέρες.
Λόγω του εξωπραγματικού χρόνου υλοποίησης, η Υπηρεσία μας προέβη άμεσα σε επιτόπιο έλεγχο. Εκεί διαπιστώθηκε ότι ενώ η σύμβαση για ανέγερση του ορόφου υπεγράφη στις 4.6.2024, οι σχετικές εργασίες, μια μέρα αργότερα, δηλαδή στις 5.6.2024, είχαν σχεδόν ολοκληρωθεί.
Παρόλο που σημειώνουμε ότι το έργο ολοκληρώθηκε εντός χρονοδιαγραμμάτων, κάτι όχι και τόσο σύνηθες σε σχέση με άλλα έργα του δημοσίου, εντούτοις σημειώνουμε ότι, λόγω του κακού προγραμματισμού, η ΑΑ αναγκάστηκε να λειτουργήσει κάτω από πολύ ασφυκτικά χρονοδιαγράμματα με αποτέλεσμα οι ενέργειες που ακολουθήθηκαν να μην ήταν οι ενδεδειγμένες ή/και οι σύννομες».
Σύμφωνα με όσα διαπιστώνει ο Γενικός Ελεγκτής, «υπήρξε επίκληση του άρθρου 44(δ) το οποίο δεν δικαιολογείται, καθώς η ανάγκη στέγασης ήταν για το κράτος προβλέψιμη αφού η ημερομηνία έναρξης των ΕΟΑ ήταν γνωστή δύο χρόνια νωρίτερα .
Επιπλέον αναφέρεται πως, «επετράπη η υλοποίηση του έργου πριν ακολουθηθούν οι νενομισμένες διαδικασίες, πριν υπογραφεί συμβόλαιο, και χωρίς να προηγηθεί μελέτη οικονομικού αντικτύπου όπου θα αξιολογούνταν και άλλες επιλογές».
«Υπήρξε απόκρυψη πραγματικών δεδομένων κατά τις εγκρίσεις, αφού δεν αναφέρθηκε το γεγονός ότι το έργο βρισκόταν ήδη σε εξέλιξη», προσθέτει η Ελεγκτική.
Παράλληλα στην έκθεση της Ελεγκτικής αναφέρεται πως, «ο εργολάβος είχε προεξοφλήσει την ανάθεση του έργου (προφανώς έλαβε σχετικές διαβεβαιώσεις) γι’ αυτό και προχώρησε στην υλοποίηση του έργου πριν την υπογραφή συμβολαίου».
«Η διαπραγμάτευση μεταξύ ΑΑ και εργολάβου έγινε υπό πολύ δυσμενείς συνθήκες για την ΑΑ και πολύ ευνοϊκές για τον εργολάβο», αναφέρεται επίσης.
Επιπρόσθετα αναφέρεται ότι, «δεν εξασφαλίστηκαν ανταγωνιστικές τιμές – το κόστος του έργου ξεπέρασε την εκτιμώμενη αξία κατά €200.000. Καταβλήθηκαν επιπλέον €100.000 ως κίνητρο για επίσπευση του έργου παρόλο που την ώρα της υπογραφής της σύμβασης το έργο είχε σχεδόν ολοκληρωθεί».